Τι σημαίνει το entrate στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης entrate στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του entrate στο Ιταλικό.

Η λέξη entrate στο Ιταλικό σημαίνει εισέρχομαι, χωράω, μπαίνω, μπαίνω, εισέρχομαι, μπαίνω, μπαίνω, μπαίνω στη θέση μου, μπαίνω, μπαίνω, μπαίνω σε κτ, μετακομίζω, εγκαθίσταμαι, μπαίνω σε κτ, προσχωρώ, εντάσσομαι, μέσα, επεμβαίνω, μπαίνω, εκμεταλλεύομαι, μπαίνω, εισβάλλω, μπαίνω, διάρρηξη, πατάω σε κτ, παίρνω, κάνω διάρηξη σε κτ, εισρέω, πάω μέσα, μπαίνω μέσα, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, πίστωση, φουαγιέ, είσοδος, είσοδος, είσοδος, στόμιο, είσοδος, είσοδος, είσοδος, είσοδος, κατώφλι, πύλη, είσοδος, είσοδος, πόρτα, χολ, χωλ, είσοδος, μπαίνω, χωράω σε κτ, έχω πάρε-δώσε με κπ, συγκρούομαι, διαρρηγνύω, διεγείρομαι, διαφωνώ, συνδέομαι, χωρώ σε κτ, μπαίνω σε λεπτομέρειες, εκτίθεμαι σε κάτι, βρίσκω,αποκτώ, μπαίνω με το ζόρι, υιοθετώ τη στάση, μπαίνω στον αγώνα, τίθεμαι σε ισχύ, τίθεμαι σε ισχύ, εμφανίζομαι στη σκηνή, έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπ, εισβάλλω, μπαίνω στο παιχνίδι, μπαίνω στα κρυφά, κάνω βιαστικά, μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν, δεν μπαίνω, περνάω από κάπου, επιλέγω να συμμετέχω, μπαίνω βιαστικά, παραβιάζω, δε χωράω, δε χωρώ, χρησιμοποιώ, εμποδίζω κτ να μπει, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, κερδίζω την εύνοια κπ, πετάγομαι, αφήνω κπ να μπει σε κτ, κερδίζω εύνοια, μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια, αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι, μπαίνω σε κτ, χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω, συζητώ με κπ, συνδέομαι σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης entrate

εισέρχομαι

verbo intransitivo (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Puoi entrare, ma per favore prima bussa per rendere nota la tua presenza.
Μπορείς να μπεις μέσα, αλλά σε παρακαλώ χτύπα την πόρτα πρώτα για να ανακοινώσεις την παρουσία σου.

χωράω

verbo intransitivo (di dimensioni) (διαστάσεις)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quel pezzo non ci sta perché non è della misura giusta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

μπαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'attrice fa il suo ingresso sul palco proprio all'inizio del secondo atto.
Η ηθοποιός μπαίνει από τα δεξιά της σκηνής στην αρχή της δεύτερης πράξης.

μπαίνω

verbo intransitivo (a piedi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ogni volta che qualcuno entra nel negozio, un cicalino suona.
Κάθε φορά που μπαίνει κάποιος στο κατάστημα χτυπάει ένα κουδουνάκι.

εισέρχομαι, μπαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando la celebre attrice entrò nella stanza tutti si girarono per guardarla.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Entra pure, la porta è aperta.
Εισέλθετε παρακαλώ. Η πόρτα είναι ανοιχτή.

μπαίνω στη θέση μου

(combaciare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'ultimo pezzo del puzzle è entrato e l'immagine è completa.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sono entrata in casa.
Μπήκα στο σπίτι.

μπαίνω

(a piedi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo (con un veicolo) (με όχημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando si entra in un parcheggio sotterraneo si deve ritirare un biglietto.

μετακομίζω, εγκαθίσταμαι

verbo intransitivo (informale: trasferirsi in nuova casa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La settimana scorsa sono entrati nella casa nuova.

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo

"Entra nel mio salotto", disse il ragno alla mosca.

προσχωρώ, εντάσσομαι

verbo intransitivo (figurato: organizzazione)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'Unione Europea continuò a crescere quando la Croazia vi entrò nel 2013.

μέσα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ha aperto la porta e sono tutti entrati.

επεμβαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È entrato nella discussione per aiutarla.

μπαίνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La stanza era piccola e un po' un accalcamento, ma riuscirono tutti a entrare.

εκμεταλλεύομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Πάολα ευχόταν να μπορούσε να αξιοποιήσει τον ενθουσιασμό της Ρέιτσελ.

μπαίνω, εισβάλλω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È meglio bussare prima piuttosto che entrare così.
Είναι καλύτερο να χτυπήσουμε πρώτα αντί να μπούμε έτσι απλά.

μπαίνω

verbo intransitivo (in un veicolo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho aperto la porta e sono entrato.
Άνοιξα την πόρτα και μπήκα.

διάρρηξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ufficio postale è stato scassinato.

πατάω σε κτ

Πάτησα σε μια λιμνούλα με λάσπη και κατέστρεψα τα καινούρια μου παπούτσια.

παίρνω

(consentire) (ανταλακτικό, εξάρτημα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa lampada richiede delle lampadine speciali.

κάνω διάρηξη σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από όταν μπήκαν κλέφτες στο σπίτι της, η Άννα φοβάται να μείνει μόνη.

εισρέω

verbo intransitivo (liquidi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πάω μέσα, μπαίνω μέσα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fa caldo qui fuori, che ne dici di andare dentro?
Έχει ζέστη έξω. Θα ήθελες να μπούμε μέσα;

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Το κτίριο είχε μια μεγάλη είσοδο την οποία μοιράζονταν όλα τα διαμερίσματα.

είσοδος

(porta)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η Τίνα περπάτησε γύρω από όλο το κτίριο ψάχνοντας για την είσοδο.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrata della star vestita in modo sgargiante catturò l'attenzione di tutti.

είσοδος

(prezzo d'ingresso) (μεταφορικά: κόστος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'entrata alla discoteca è di venti dollari.

πίστωση

(contabilità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il contabile ha inserito le entrate e le uscite per la giornata di lavoro.

φουαγιέ

(teatri, cinema)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I turisti sono entrati nel castello dal cancello principale.
Οι τουρίστες μπήκαν στο κάστρο μέσω της κυρίας εισόδου.

είσοδος

(atto di entrare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presenza di sabbia nelle giunture ha provocato il malfunzionamento del pezzo.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dov'è l'ingresso del centro commerciale?

στόμιο

(entrata)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La bocca della grotta era piccola, ma l'interno era enorme.
Το στόμιο της σπηλιάς ήταν μικρό, αλλά το εσωτερικό της ήταν τεράστιο.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tom era un tipo sempre allegro e il suo ingresso ravvivò l'atmosfera nella stanza.
Ο Τομ ήταν πάντα ευδιάθετος και η είσοδός του ελάφρυνε την ατμόσφαιρα στο δωμάτιο.

είσοδος

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Andare a letto con il capo non dà accesso all'alta società.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pippa aspettava all'ingresso che Mark uscisse.

είσοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pete si è infilato nello stretto passaggio per entrare nella tenda.

κατώφλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Si è fermato sulla soglia (or: entrata) e ha chiesto se poteva entrare.
Στάθηκε στο κατώφλι και ρώτησε εάν μπορούσε να περάσει μέσα.

πύλη, είσοδος

(πόρτα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una volta, il portale del tempio era decorato di oro vero.
Η πύλη (or: είσοδος) στον ναό ήταν κάποτε διακοσμημένη με αληθινό χρυσό.

είσοδος, πόρτα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μια ομάδα από ρεπόρτερ μπλόκαραν την είσοδο.

χολ, χωλ

sostantivo maschile (luogo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

είσοδος

(κόστος εισόδου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I visitatori devono pagare una quota di ingresso di €2,50.

μπαίνω

(πηγαίνω μέσα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È entrato in casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το αεροσκάφος εισήλθε στον ελληνικό εναέριο χώρο στις πέντε ακριβώς.

χωράω σε κτ

verbo intransitivo (di dimensioni)

Quel tavolo non entra in questa piccola stanza.
Αυτό το τραπέζι δεν χωράει στο μικρό δωμάτιο.

έχω πάρε-δώσε με κπ

(ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'imprenditore ha commesso l'errore di entrare in affari con noti criminali.

συγκρούομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le due auto da corsa scivolarono sulla macchia d'olio e si scontrarono.
Τα δύο αγωνιστικά αυτοκίνητα πατήσαν τα λάδια και συγκρούστηκαν.

διαρρηγνύω

(appartamento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha arrestato l'uomo che mi ha svaligiato la casa.

διεγείρομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαφωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι δυο τους ήταν καλοί φίλοι, αλλά διαφωνούσαν στις μουσικές τους προτιμήσεις.

συνδέομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χωρώ σε κτ

(in uno spazio piccolo)

Η συγκεκριμένη φωτογραφική μηχανή χωρά στην τσέπη ή σε μια μικρή τσάντα.

μπαίνω σε λεπτομέρειες

verbo intransitivo (συχνά περιττές)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Senza entrare in dettaglio, dimmi come mai la biscottiera è vuota. Non capisco la domanda. Potresti entrare maggiormente in dettaglio?

εκτίθεμαι σε κάτι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho chiamato il medico non appena ho scoperto di essere venuto a contatto con una persona che aveva l'influenza suina.
Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.

βρίσκω,αποκτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando ho ricevuto l'eredità sono entrato in possesso di diverse monete rare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όταν πήρα την κληρονομιά μου, απέκτησα αρκετά σπάνια νομίσματα.

μπαίνω με το ζόρι

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υιοθετώ τη στάση

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στον αγώνα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Con un grande ritardo le squadre sono finalmente scese in campo.

τίθεμαι σε ισχύ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La nuova legge entrerà in vigore solo a febbraio dell'anno prossimo.

τίθεμαι σε ισχύ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nuova legge sull'immigrazione approvata dal parlamento la scorsa settimana entrerà in vigore il primo gennaio dell'anno prossimo.

εμφανίζομαι στη σκηνή

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Amleto entra in scena da sinistra del palco, non da destra!

έρχομαι σε σύγκρουση με κτ/κπ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I progetti di Tim di costruire un capanno da giardino andavano contro i regolamenti.

εισβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A quanto pare le talpe si sono intrufolate di nuovo qui.

μπαίνω στο παιχνίδι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπαίνω στα κρυφά

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Agli adolescenti non fu permesso di entrare nel bar, ma riuscirono comunque a entrare di nascosto.

κάνω βιαστικά

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω με όπισθεν, μπαίνω με την όπισθεν

verbo intransitivo (veicoli)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia moglie ha sempre problemi a entrare nel vialetto di casa in retromarcia.
Ο Τζεφ κοίταζε τον καθρέφτη καθώς έμπαινε με την όπισθεν στη θέση στάθμευσης.

δεν μπαίνω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Παρακαλώ μην εισέρχεστε! Το οίκημα αποτελεί ιδιωτική περιουσία.

περνάω από κάπου

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Crede di poter entrare qui allegramente, dare ordini a tutti e andarsene.

επιλέγω να συμμετέχω

verbo intransitivo (a eventi, gruppi ecc.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπαίνω βιαστικά

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È entrato di corsa prima che potessimo fermarlo.

παραβιάζω

verbo intransitivo (informatica) (σύστημα, υπολογιστή κ.λπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È entrata illecitamente, cambiando le informazioni del suo sito.

δε χωράω, δε χωρώ

verbo intransitivo (in vestito, causa crescita)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In pochi mesi mio figlio è cresciuto a tal punto che non entra più nei suoi abiti da neonato.

χρησιμοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ristorante era sull'orlo del fallimento finché non è stato fatto entrare in gioco il famoso esperto che lo ha ristrutturato riportandolo al successo.

εμποδίζω κτ να μπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno appeso delle pesanti tende scure per non far entrare la luce del sole.
Κρέμασαν χοντρές σκούρες κουρτίνες για να εμποδίσουν το φως του ηλίου να μπει μέσα.

αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è uno alla porta che ti cerca. Lo faccio entrare?
Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα;

κερδίζω την εύνοια κπ

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Roderick cerca sempre di ingraziarsi le persone per ottenere un vantaggio.

πετάγομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci impiego un minuto, devo giusto entrare un attimo in farmacia.

αφήνω κπ να μπει σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω εύνοια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεγαλώνω και κτ δε μου κάνει πια, μεγαλώνω και κτ δε μου χωράει πια

(indumenti) (ρούχο, παπούτσι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα παιδιά αυτής της ηλικίας μεγαλώνουν και πολύ γρήγορα δεν τους κάνουν πια τα ρούχα τους.

αναπτύσσω, αναλύω, υπεισέρχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μπαίνω σε κτ

verbo intransitivo

Susanna entrò nel taxi e chiese all'autista di portarla a casa.
Η Σούζαν μπήκε στο ταξί και ζήτησε απ' τον οδηγό να την πάει στο σπίτι της.

χωρώ, ταιριάζω, εφαρμόζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho messo su peso e non entro più nella mia uniforme. È una brocca ingombrante, ma credo che entrerà comunque nella credenza.
Πήρα κιλά και δεν χωρούσα πλέον στη στολή μου. Νομίζω ότι αυτή η μεγάλη κανάτα χωράει ακόμα στο ντουλάπι.

συζητώ με κπ

συνδέομαι σε

verbo intransitivo

Per leggere questo forum basta accedere a wordreference.com.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του entrate στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.