Τι σημαίνει το distruggere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης distruggere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distruggere στο Ιταλικό.
Η λέξη distruggere στο Ιταλικό σημαίνει καταστρέφω, αφανίζω, καταστρέφω, συντρίβω, διασπώ, διαλύω, καταστρέφω, διαλύω, καταρρακώνω, ερημώνω, καταστρέφω, καταστρέφω, καταστρέφω, πλήττω, πατάσσω, καταστρέφω, διαλύω, εξουθενώνω, καταστρέφω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, συντρίβω, καταστρέφω, τρώω, καταστρέφω, κυριεύω, καταλαμβάνω, καταστρέφω, καταστρέφω, σκοτώνω, διαλύω, καταστρέφω, συντρίβω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω, διαλύω, διαλύω, κατατροπώνω, διαλύω, κάνω γυαλιά καρφιά, γκρεμίζω, διαλύω, καταρρακώνω, διαψεύδω, κατατροπώνω, νικώ, καταστρέφω, καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω, τα χώνω σε κπ, καταστρέφω, καταρρέω, διαμελίζω, εκμηδενίζω, τη λέω σε κπ, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω, σπάω, σπάζω, ξεσκίζω, σκοτώνω, στηλιτεύω, φθείρω, διαβρώνω, καταστρέφω, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, ασκώ σκληρή κριτική, σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω, καταστρέφω το εσωτερικό, χαντακώνω, θάβω, καταστρέφω, χαντακώνω, θάβω, καταστρέφω, θάβω, καίω, θάβω, κατατροπώνω, σαραβαλιάζω, ισοπεδώνω, τρώω, εξοντώνω, ρίχνω πυρηνικά, βανδαλίζω, κάνω σκόνη, αποτελειώνω, βομβαρδίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης distruggere
καταστρέφω, αφανίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo dieci anni di guerra la città è distrutta. |
συντρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avere diagnosticato un cancro può distruggerti. Η διάγνωση του καρκίνου μπορεί να σε συντρίψει. |
διασπώ, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quest'operazione urbanistica distruggerà la comunità locale. |
καταστρέφω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il non aver passato l'esame distrusse ogni speranza di Adrian di entrare all'università. Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο. |
καταρρακώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le recensioni sferzanti dei critici distrussero l'autostima dell'autore e lui non scrisse mai più. |
ερημώνω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il terremoto ha devastato il territorio che già era martoriato. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il terremoto ha distrutto tutti gli edifici di questo isolato. Ο σεισμός γκρέμισε όλα τα κτίρια σ' αυτό το τετράγωνο. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tornado distrusse buona parte del paese. |
πλήττω, πατάσσωverbo transitivo o transitivo pronominale (αρχαϊκός τύπος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo temeva che Dio lo avrebbe distrutto per aver mentito. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le dure critiche di mia madre hanno distrutto la mia autostima. |
διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξουθενώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Distrusse tutti i suoi sogni di andare all'università. Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο. |
εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω(figurato) (ιδέα, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo rendimento nel test distrusse i suoi piani per una carriera in campo legale. |
συντρίβω, καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reputazione, ecc.) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La reputazione di Andrew fu distrutta da pettegolezzi feroci. |
τρώωverbo transitivo o transitivo pronominale (dopo lungo logoramento) (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Usare il 4G annienta la durata della batteria del telefono. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Purtroppo l'incendio ha completamente distrutto il museo. Δυστυχώς, η φωτιά κατέστρεψε ολοσχερώς το μουσείο. |
κυριεύω, καταλαμβάνω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'esercito ha distrutto le basi del nemico. Ο στρατός κατέλαβε τις βάσεις του εχθρού. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo ha distrutto la reputazione del politico. Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Philip distrugge sempre i suoi vecchi estratti conto. Ο Φίλιπ πάντα καταστρέφει τις παλιές του τραπεζικές ενημερώσεις. |
σκοτώνω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: emotivamente) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non possiamo dirgli cosa è successo. Lo distruggerebbe. Δεν μπορούμε να του πούμε τι έγινε. Θα τον σκότωνε (or: διέλυε). |
καταστρέφωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La missione dei soldati era di cercare e distruggere. Η αποστολή του στρατιώτη ήταν να αναζητά και να καταστρέφει. |
συντρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (νικώ κατά κράτος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro esercito ha annientato il nemico. Ο στρατός μας συνέτριψε ολοσχερώς τον εχθρό. Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την τοπική ομάδα νικώντας την, 33-12. |
σαραβαλιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry distrusse l'auto andando contro un albero. Ο Χάρι σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του όταν έπεσε πάνω σε ένα δέντρο. |
καταστρέφω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia ha rovinato il programma di Melanie di fare un pic nic. Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ. |
διαλύω, κατατροπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pugile ha minacciato di distruggere il suo avversario. |
διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sfasciato la mia macchina. |
κάνω γυαλιά καρφιάverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le rock star hanno fatto a pezzi la loro camera d'albergo. |
γκρεμίζω, διαλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda disse a Nancy che cantava malissimo e distrusse i suoi sogni di diventare una pop star. |
καταρρακώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nancy era distrutta dalla rivelazione di suo padre che non era il padre biologico. Lo shock basta a distruggere i nervi di chiunque. |
διαψεύδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il fallimento dell'azienda ha distrutto ogni speranza di Sally in una vita migliore. |
κατατροπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le truppe erano pronte ad annientare il nemico. |
νικώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: sconfiggere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra di casa ha umiliato la squadra ospite per 6 a 0. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La violenta tempesta ha devastato la costa. |
τα χώνω σε κπ(figurato: criticare pesantemente) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il critico cinematografico ha stroncato il film noioso del regista. |
καταστρέφω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro fece uno sbaglio stupido, che però lo rovinò. |
καταρρέω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
διαμελίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La macchina era senza dispositivi di protezione, mi ha strappato il maglione e lo ha fatto a pezzi! |
εκμηδενίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un bombardamento notturno annientò la città. |
τη λέω σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nancy era in collera con Jane e la distrusse. Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε. |
ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho fatto shopping tutto il giorno, sono sfinita! Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα. |
κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi ha massacrato con i suoi commenti crudeli. |
σπάω, σπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oliver spaccò la bottiglia contro il muro. Ο Όλιβερ έσπασε το μπουκάλι πάνω στον τοίχο. |
ξεσκίζω, σκοτώνω(una canzone, ecc.) (μτφ: τραγούδι, σκοπός) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo smesso di invitare Bob al karaoke perché rovina ogni canzone. |
στηλιτεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φθείρω, διαβρώνω(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anni di abusi hanno distrutto lo stato mentale di Callie. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cancro aggressivo annientò Alex. |
χτυπώ, βαρώ, κοπανώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quella volta che ho investito un alce ho completamente sfasciato la macchina. |
ασκώ σκληρή κριτικήverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le critiche hanno fatto a pezzi il nuovo film del regista. |
σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Brian ha avuto un incidente e ha rottamato la macchina. Ο Μπράιαν είχε ένα ατύχημα και σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του. |
καταστρέφω το εσωτερικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χαντακώνω, θάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici fecero a pezzi il nuovo film del regista. Οι κριτικοί έθαψαν τη νέα ταινία του σκηνοθέτη. |
καταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (reputazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scandalo rovinò la reputazione del politico, che non lavorò mai più. Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά. |
χαντακώνω, θάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, criticare) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici stroncarono l'ultimo romanzo dell'autore. Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα. |
καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I soldati hanno devastato il villaggio nemico. Οι στρατιώτες κατέστρεψαν το χωριό των εχθρών. |
θάβω, καίωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici stroncarono il regista per l'ultimo film. |
θάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici distrussero l'ultimo film del regista. |
κατατροπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (sconfiggere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'altra squadra ci ha davvero stracciato oggi! |
σαραβαλιάζω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ισοπεδώνω(figurato: soverchiare palesemente) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τρώω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ossessionava la paura di essere coinvolta in un incidente aereo. |
εξοντώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (militare) (στρατιωτικό: εχθρός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ρίχνω πυρηνικάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hanno distrutto un'isola del Pacifico in un test con armi nucleari. Έριξαν πυρηνικά σε ένα νησί στον Ειρηνικό για δοκιμή. |
βανδαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha arrestato due giovani che hanno danneggiato una statua. |
κάνω σκόνηverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La nostra squadra ha annientato gli avversati durante il campionato. |
αποτελειώνω(figurato) (σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βομβαρδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distruggere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του distruggere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.