Τι σημαίνει το distrutto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης distrutto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του distrutto στο Ιταλικό.

Η λέξη distrutto στο Ιταλικό σημαίνει καταστρέφω, αφανίζω, καταστρέφω, συντρίβω, διασπώ, διαλύω, καταστρέφω, διαλύω, καταρρακώνω, ερημώνω, καταστρέφω, καταστρέφω, καταστρέφω, πλήττω, πατάσσω, καταστρέφω, διαλύω, εξουθενώνω, καταστρέφω, εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω, συντρίβω, καταστρέφω, τρώω, καταστρέφω, κυριεύω, καταλαμβάνω, καταστρέφω, καταστρέφω, σκοτώνω, διαλύω, καταστρέφω, συντρίβω, σαραβαλιάζω, καταστρέφω, διαλύω, διαλύω, κατατροπώνω, διαλύω, κάνω γυαλιά καρφιά, γκρεμίζω, διαλύω, καταρρακώνω, διαψεύδω, κατατροπώνω, νικώ, καταστρέφω, καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω, τα χώνω σε κπ, καταστρέφω, καταρρέω, διαμελίζω, εκμηδενίζω, τη λέω σε κπ, ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι, κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω, σπάω, σπάζω, ξεσκίζω, σκοτώνω, στηλιτεύω, φθείρω, διαβρώνω, καταστρέφω, χτυπώ, βαρώ, κοπανώ, ασκώ σκληρή κριτική, σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω, καταστρέφω το εσωτερικό, χαντακώνω, θάβω, καταστρέφω, χαντακώνω, θάβω, κατεστραμμένος, διαλυμένος, σπασμένος, γκρεμισμένος, κομμάτια, θρύψαλα, κατεστραμμένος, ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος, διαλυμένος, σπασμένος, κατεστραμμένος ολοσχερώς, παθαίνω ζημιά, πτώμα, λιώμα, συγκλονισμένος, συντετριμμένος, σπασμένος, κομμάτια, καπούτ, πάπαλα, κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος, που γαμήθηκε, κατεστραμμένος, διαλυμένος, κατεστραμμένος, κατεστραμμένος, υπερβολικά κουρασμένος, κατεστραμμένος, εξουθενωμένος, που έχει καεί ολοσχερώς, συντετριμμένος, κατεστραμμένος, κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος, κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος, συντετριμμένος, ταλαιπωρημένος, κατεστραμμένος, που έχει χαλαστεί με κτ, κατεστραμμένος, ψόφιος, τρώω, εξοντώνω, ρίχνω πυρηνικά, βανδαλίζω, κάνω σκόνη, αποτελειώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης distrutto

καταστρέφω, αφανίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo dieci anni di guerra la città è distrutta.

συντρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avere diagnosticato un cancro può distruggerti.
Η διάγνωση του καρκίνου μπορεί να σε συντρίψει.

διασπώ, διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quest'operazione urbanistica distruggerà la comunità locale.

καταστρέφω, διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il non aver passato l'esame distrusse ogni speranza di Adrian di entrare all'università.
Η αποτυχία του Άντριαν στην εξέταση κατέστρεψε τις πιθανότητές του να μπει στο πανεπιστήμιο.

καταρρακώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le recensioni sferzanti dei critici distrussero l'autostima dell'autore e lui non scrisse mai più.

ερημώνω, καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il terremoto ha devastato il territorio che già era martoriato.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il terremoto ha distrutto tutti gli edifici di questo isolato.
Ο σεισμός γκρέμισε όλα τα κτίρια σ' αυτό το τετράγωνο.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tornado distrusse buona parte del paese.

πλήττω, πατάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (αρχαϊκός τύπος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragazzo temeva che Dio lo avrebbe distrutto per aver mentito.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dure critiche di mia madre hanno distrutto la mia autostima.

διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξουθενώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Distrusse tutti i suoi sogni di andare all'università.
Ρήμαξε κάθε ίχνος επιθυμίας που είχε να πάει στο πανεπιστήμιο.

εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω

(figurato) (ιδέα, μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo rendimento nel test distrusse i suoi piani per una carriera in campo legale.

συντρίβω, καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reputazione, ecc.) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La reputazione di Andrew fu distrutta da pettegolezzi feroci.

τρώω

verbo transitivo o transitivo pronominale (dopo lungo logoramento) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usare il 4G annienta la durata della batteria del telefono.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Purtroppo l'incendio ha completamente distrutto il museo.
Δυστυχώς, η φωτιά κατέστρεψε ολοσχερώς το μουσείο.

κυριεύω, καταλαμβάνω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercito ha distrutto le basi del nemico.
Ο στρατός κατέλαβε τις βάσεις του εχθρού.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scandalo ha distrutto la reputazione del politico.
Το σκάνδαλο αμαύρωσε τη φήμη του πολιτικού.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Philip distrugge sempre i suoi vecchi estratti conto.
Ο Φίλιπ πάντα καταστρέφει τις παλιές του τραπεζικές ενημερώσεις.

σκοτώνω, διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: emotivamente) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non possiamo dirgli cosa è successo. Lo distruggerebbe.
Δεν μπορούμε να του πούμε τι έγινε. Θα τον σκότωνε (or: διέλυε).

καταστρέφω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La missione dei soldati era di cercare e distruggere.
Η αποστολή του στρατιώτη ήταν να αναζητά και να καταστρέφει.

συντρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (νικώ κατά κράτος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nostro esercito ha annientato il nemico.
Ο στρατός μας συνέτριψε ολοσχερώς τον εχθρό. Η εκτός έδρας ομάδα κατατρόπωσε την τοπική ομάδα νικώντας την, 33-12.

σαραβαλιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harry distrusse l'auto andando contro un albero.
Ο Χάρι σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του όταν έπεσε πάνω σε ένα δέντρο.

καταστρέφω, διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La pioggia ha rovinato il programma di Melanie di fare un pic nic.
Η βροχή κατέστρεψε τα σχέδια της Μέλανι να πάει για πικ νικ.

διαλύω, κατατροπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pugile ha minacciato di distruggere il suo avversario.

διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sfasciato la mia macchina.

κάνω γυαλιά καρφιά

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le rock star hanno fatto a pezzi la loro camera d'albergo.

γκρεμίζω, διαλύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda disse a Nancy che cantava malissimo e distrusse i suoi sogni di diventare una pop star.

καταρρακώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy era distrutta dalla rivelazione di suo padre che non era il padre biologico. Lo shock basta a distruggere i nervi di chiunque.

διαψεύδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fallimento dell'azienda ha distrutto ogni speranza di Sally in una vita migliore.

κατατροπώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le truppe erano pronte ad annientare il nemico.

νικώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: sconfiggere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La squadra di casa ha umiliato la squadra ospite per 6 a 0.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καταστρέφω, ρημάζω, συντρίβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La violenta tempesta ha devastato la costa.

τα χώνω σε κπ

(figurato: criticare pesantemente) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il critico cinematografico ha stroncato il film noioso del regista.

καταστρέφω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ministro fece uno sbaglio stupido, che però lo rovinò.

καταρρέω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διαμελίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La macchina era senza dispositivi di protezione, mi ha strappato il maglione e lo ha fatto a pezzi!

εκμηδενίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un bombardamento notturno annientò la città.

τη λέω σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nancy era in collera con Jane e la distrusse.
Η Νάνσι εξοργίστηκε με την Τζέιν και της την είπε.

ξεθεώνομαι, ξεπατώνομαι

(αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho fatto shopping tutto il giorno, sono sfinita!
Ξεθεώθηκα (or: Ξεπατώθηκα) ψωνίζοντας όλη μέρα.

κάνω κομμάτια,εκμηδενίζω

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi ha massacrato con i suoi commenti crudeli.

σπάω, σπάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oliver spaccò la bottiglia contro il muro.
Ο Όλιβερ έσπασε το μπουκάλι πάνω στον τοίχο.

ξεσκίζω, σκοτώνω

(una canzone, ecc.) (μτφ: τραγούδι, σκοπός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo smesso di invitare Bob al karaoke perché rovina ogni canzone.

στηλιτεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φθείρω, διαβρώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anni di abusi hanno distrutto lo stato mentale di Callie.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cancro aggressivo annientò Alex.

χτυπώ, βαρώ, κοπανώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quella volta che ho investito un alce ho completamente sfasciato la macchina.

ασκώ σκληρή κριτική

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le critiche hanno fatto a pezzi il nuovo film del regista.

σαραβαλιάζω, σμπαραλιάζω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Brian ha avuto un incidente e ha rottamato la macchina.
Ο Μπράιαν είχε ένα ατύχημα και σαραβάλιασε το αυτοκίνητό του.

καταστρέφω το εσωτερικό

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χαντακώνω, θάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: criticare) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici fecero a pezzi il nuovo film del regista.
Οι κριτικοί έθαψαν τη νέα ταινία του σκηνοθέτη.

καταστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale (reputazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scandalo rovinò la reputazione del politico, che non lavorò mai più.
Το σκάνδαλο κατέστρεψε τη φήμη του πολιτικού· δεν εργάστηκε ποτέ ξανά.

χαντακώνω, θάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, criticare) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I critici stroncarono l'ultimo romanzo dell'autore.
Οι κριτικοί έθαψαν το τελευταίο μυθιστόρημα του συγγραφέα.

κατεστραμμένος

(κυριολεκτικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I servizi di pronto intervento tolsero i veicoli distrutti dall'autostrada.

διαλυμένος, σπασμένος, γκρεμισμένος

(μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A causa della sconfitta 5-0, le speranze della squadra di vincere la coppa sono andate distrutte.

κομμάτια, θρύψαλα

(figurato) (μεταφορικά, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Dopo che il cane è passato di corsa per la stanza, il trenino giocattolo era distrutto.

κατεστραμμένος

(figurato) (μεταφορικά)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ieri sono caduto dalla bici e adesso la mia gamba è così distrutta che non riesco quasi a camminare.

ξεκωλωμένος, ξεπατωμένος, ξεθεωμένος, κλαταρισμένος

(colloquiale, figurato) (αργκό: πολύ κουρασμένος)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διαλυμένος, σπασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Greta ha spazzato via i pezzi del vaso di vetro distrutto.

κατεστραμμένος ολοσχερώς

aggettivo

παθαίνω ζημιά

aggettivo (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La cornice dell'immagine è fracassata. Credo che sia rotta.

πτώμα, λιώμα

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Dopo una dura giornata di lavoro il padre di Keith è distrutto quando torna a casa.

συγκλονισμένος, συντετριμμένος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arrivò a casa affranta dopo aver perso la gara.

σπασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lo specchio frantumato era a pezzi sul pavimento.

κομμάτια

aggettivo (μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ho avuto una lunga giornata e sono completamente sfinito.

καπούτ, πάπαλα

aggettivo (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κουρασμένος, ξεθεωμένος, ξεπατωμένος

(figurato, informale)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dopo aver corso la maratona ero spompato.

που γαμήθηκε

(gergale: rovinato) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Le ho prestato la bicicletta e quando me l'ha ridata era ridotta uno schifo.
Της δάνεισα το ποδήλατό μου και όταν μου το επέστρεψε ήταν εντελώς χαλασμένο.

κατεστραμμένος, διαλυμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κατεστραμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le speranze della squadra sono scemate dopo l'ultima sconfitta 3-1.

κατεστραμμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'edificio demolito è stato ricostruito.

υπερβολικά κουρασμένος

κατεστραμμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

εξουθενωμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει καεί ολοσχερώς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tre case di questo isolato sono state distrutte dalle fiamme.
Τρία σπίτια στο τετράγωνο είχαν καεί ολοσχερώς.

συντετριμμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
I familiari sconvolti non hanno voluto incontrare la stampa.
Τα συντετριμμένα μέλη της οικογένειας δεν ήθελαν να μιλήσουν στον τύπο.

κατεστραμμένος

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo l'accusa provata di corruzione, la sua carriera politica è stata distrutta.

κουρασμένος, ταλαιπωρημένος, εξουθενωμένος, καταπονημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Camminiamo da chilometri; adesso sono troppo stanco per proseguire. Joe era completamente distrutto dopo una lunga giornata di lavoro.
Περπατάμε μίλια· είμαι πολύ κουρασμένος για να συνεχίσω. Ο Τζόι ήταν εξουθενωμένος μετά από μια δύσκολη μέρα στη δουλειά.

κουρασμένος, ξεθεωμένος, εξαντλημένος, εξουθενωμένος, αποκαμωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sono davvero esausto. Ho un gran bisogno di una vacanza, o almeno di un paio di giorni liberi.

συντετριμμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Poco rimase della colonia devastata dopo le rivolte degli insorti.

ταλαιπωρημένος

aggettivo (da un sentimento)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

κατεστραμμένος

(figurato)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

που έχει χαλαστεί με κτ

(αργκό, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era scoraggiato dai risultati dell'esame.
Χαλάστηκε πολύ με τα αποτελέσματα των εξετάσεων.

κατεστραμμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La ferita al ginocchio del calciatore ha distrutto le sue speranze.

ψόφιος

aggettivo (figurato: stanco) (καθομ, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah era del tutto cotta dopo gli esami finali.

τρώω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ossessionava la paura di essere coinvolta in un incidente aereo.

εξοντώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (militare) (στρατιωτικό: εχθρός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ρίχνω πυρηνικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Hanno distrutto un'isola del Pacifico in un test con armi nucleari.
Έριξαν πυρηνικά σε ένα νησί στον Ειρηνικό για δοκιμή.

βανδαλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha arrestato due giovani che hanno danneggiato una statua.

κάνω σκόνη

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La nostra squadra ha annientato gli avversati durante il campionato.

αποτελειώνω

(figurato) (σκοτώνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του distrutto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.