Τι σημαίνει το d'accordo στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης d'accordo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του d'accordo στο Ιταλικό.
Η λέξη d'accordo στο Ιταλικό σημαίνει σύμφωνος, συναινών, σε συμφωνία, δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει, εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλά, εντάξει, εντάξει, ναι, καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται, εντάξει, σύμφωνοι, το 'πιασα, εντάξει, καλά, σύμφωνοι, αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ, συμφωνώ με κάποιον, συμφωνώ με κτ, προσυπογράφω, συμφωνώ, συμφωνώ, δεν συμφωνώ με κπ, συμφωνώ, είσαι μέσα;, οσφυοκάμπτης, συμφωνώ, υπέρ, σε συμφωνία με, σε συμφωνία με, επίτρεψέ μου να διαφωνήσω, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπ, δεν τα πάω καλά, συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμε, συμφωνώ, δίνω τα χέρια για κτ, τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά, τα πάω καλά, έχω συμφωνηθεί, τα πάω καλά με κπ, διαφωνώ, συμφωνώ απόλυτα, τα πάω καλά, ταιριάζω με κπ, τα πάω καλά, τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά με, συνεργάζομαι στενά, όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθεί, σε συμφωνία με κτ, συμφωνώ, κάνω συμφωνία, διαφωνώ με κπ, συμφωνώ με κπ, διαφωνώ, στηρίζω, συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ, Συμφωνώ!, υπέρ του, κανονίζω να κάνω κτ, συμφωνώ με κπ για κτ, διαφωνώ, υποστηρίζω, αποφασίζω, υποστηρίζω, συμφωνώ με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης d'accordo
σύμφωνος, συναινών
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε συμφωνίαavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Poiché siamo tutti d'accordo, la mozione è approvata. |
δεν υπάρχει πρόβλημα, δεν πειράζει
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Δεν υπάρχει πρόβλημα. Θα διορθώσω το πρόβλημα αύριο. |
εντάξει, σύμφωνοι, ωραία, καλάinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Va bene, porterò fuori la spazzatura. OK, θα βγάλω τα σκουπίδια. |
εντάξειinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) D'accordo, andiamo al bar. Εντάξει, ας πάμε στην παμπ. |
εντάξει, ναι
(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) "Joe, porta fuori la spazzatura per favore." "Va bene, mamma." |
καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Vuoi che ci incontriamo davanti al cinema?", "Va bene. A che ora?". |
εντάξει, σύμφωνοιinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) "Proviamo il nuovo ristorante cinese?" "Va bene". «Να δοκιμάσουμε αυτό το νέο κινέζικο εστιατόριο;» «Ναι, σύμφωνοι!» |
το 'πιασαinteriezione (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ricevuto! Arrivo subito, signore. |
εντάξει, καλά, σύμφωνοιinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vado al supermercato, ok? Θα πάω στο μαγαζί. Εντάξει; |
αντιτίθεμαι σε κτ, εναντιώνομαι σε κτ, αντιδρώ σε κτ
Contesto questo commento. |
συμφωνώ με κάποιον(colloquiale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώ με κτ
Lei è convinta che tutti accetteranno il suo progetto non appena lo avranno compreso. |
προσυπογράφω(μεταφορικά, επίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμφωνώ(ότι, πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti gli scolari concordano nel dire che è una buona insegnante. Όλοι οι μαθητές συμφωνούν ότι είναι καλή δασκάλα. |
συμφωνώ(ταιριάζω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se i numeri di due carte da gioco coincidono, allora sono una coppia. Αν οι αριθμοί σε δύο από τα φύλλα συμφωνούν, τότε είναι ζευγάρι. |
δεν συμφωνώ με κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμφωνώinteriezione (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) "Sono d'accordo", disse Tom, "hai ragione". «Συμφωνώ!» είπε ο Τομ. «Έχεις δίκιο!» |
είσαι μέσα;(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οσφυοκάμπτηςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συμφωνώ(figurato: essere pienamente d'accordo) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπέρ
(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ero assolutamente d'accordo di prendere un gelato dopo le lezioni. |
σε συμφωνία με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono d'accordo con John nella maggior parte delle cose. |
σε συμφωνία με
(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Sono d'accordo con te su questa questione! |
επίτρεψέ μου να διαφωνήσωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tu potrai pensare che i poveri sono la causa del loro male, ma io non sono d'accordo. |
τα πηγαίνω καλά με κπ, τα πάω καλά με κπverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vado d'accordo con mia sorella. |
δεν τα πάω καλάverbo intransitivo (με κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Io e mia sorella non siamo mai andati d'accordo da piccoli. |
συμφωνούμε ότι διαφωνούμε, συμφωνούμε πως διαφωνούμεverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se non la pensi come me significa che dovremo rassegnarci a non essere d'accordo perché nemmeno io cambio la mia idea. |
συμφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) È stata una lunga e dura battaglia, ma alla fine abbiamo raggiunto un accordo. Ήταν μια μακριά και δύσκολη μάχη, αλλά τελικά ήρθαμε σε συμφωνία μεταξύ μας. |
δίνω τα χέρια για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (επισφράγιση συμφωνίας) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πηγαίνω καλά, τα πάω καλά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick e Steve vanno molto d'accordo. Ο Ρικ και ο Στηβ τα πηγαίνουν καλά. |
τα πάω καλάverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Io e il mio nuovo coinquilino siamo andati d'accordo fin dall'inizio. Εγώ και η καινούρια μου συγκάτοικος μου τα πάμε καλά απ' την αρχή. |
έχω συμφωνηθεί
Sembra che siamo tutti d'accordo sulla necessità di una riforma del sistema sanitario, ma abbiamo idee totalmente diverse su come realizzarla. |
τα πάω καλά με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
διαφωνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I miei non sono mai d'accordo. Non capisco come abbiano fatto a sposarsi! Οι γονείς μου διαρκώς διαφωνούν· δεν μπορώ να φανταστώ γιατί παντρεύτηκαν! |
συμφωνώ απόλυταverbo intransitivo |
τα πάω καλάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Io e i miei amici andiamo molto d'accordo. Οι φίλοι μου κι εγώ τα πάμε πολύ καλά. |
ταιριάζω με κπverbo intransitivo Sara e la sua nuova compagna di stanza sono andate d'accordo appena si sono incontrate. Η Σάρα και η καινούρια συγκάτοικός της ταίριαξαν από την πρώτη στιγμή που γνωρίστηκαν. |
τα πάω καλάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τα πηγαίνω καλά με κπ
|
τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά μεverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vado molto d'accordo con mia suocera. Τα πηγαίνω πολύ καλά με την πεθερά μου. |
τα πηγαίνω καλά με, τα πάω καλά μεverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se non riesci ad andare d'accordo con il tuo capo è forse meglio che ti licenzi. Αν δεν έχεις καλές σχέσεις με το αφεντικό σου, καλύτερα να παραιτηθείς. |
συνεργάζομαι στενά
Il governo e i giganti della tecnologia sono completamente d'accordo quando si tratta di problemi di violazione della privacy. |
όπως συμφωνήθηκε, όπως έχει συμφωνηθεί(με κπ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε συμφωνία με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμφωνώ(una persona con un'altra persona) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi sono messo d'accordo con la mia ex moglie che nei fine settimana tengo io i bambini. Ήρθα σε συμφωνία με την πρώην σύζυγό μου. Θα παίρνω τα παιδιά τα Σαββατοκύριακα. |
κάνω συμφωνίαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Allora siamo d'accordo, ti farò uno sconto se compri entrambi i maglioni. |
διαφωνώ με κπverbo intransitivo |
συμφωνώ με κπverbo intransitivo Ho chiesto a Jane la sua opinione e lei è stata d'accordo con me. Ζήτησα τη γνώμη της Τζέιν κι εκείνη ήταν της ίδιας άποψης με εμένα. |
διαφωνώverbo intransitivo (με κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fred pensava che sarebbero dovuti andare a un locale, ma George non era d'accordo con lui. Ο Φρεντ πίστευε πως θα έπρεπε να πάνε σ' ένα κλαμπ, όμως ο Τζορτζ διαφώνησε μαζί του. |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel è contenta di essere d'accordo con il suggerimento di Harry. Η Ρέιτσελ θα στηρίξει με χαρά την πρόταση του Χάρυ. |
συνεργάζομαι στενά με κπ/κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I capi dell'organizzazione criminale hanno lavorato completamente d'accordo con l'industria edile. |
Συμφωνώ!interiezione (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) "Abbiamo discusso abbastanza per oggi". "Ben detto!" «Αρκετά με τους καβγάδες πια!». «Ε, ναι!». |
υπέρ του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono d'accordo con la legge che vieta di fumare negli aeroporti. |
κανονίζω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non ci vediamo da un sacco di tempo. Dovremmo organizzarci per fare qualcosa insieme. Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι. |
συμφωνώ με κπ για κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Siamo stati tutti d'accordo con Jack sul colore delle nuove sedie. Όλοι συμφωνήσαμε με τον Τζακ για το χρώμα που θα έχουν οι νέες καρέκλες. |
διαφωνώverbo intransitivo (με κάποιον για κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alison non era d'accordo con Mike sul come educare la figlia. Η Άλισον διαφώνησε με τον Μάικ όσον αφορά τον καλύτερο τρόπο για να πειθαρχηθεί η κόρη τους. |
υποστηρίζω(κάτι ή ότι πρέπει να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Era a favore dell'aumento delle tasse. Υποστήριζε ότι πρέπει να αυξηθούν οι φόροι. |
αποφασίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Domani alle quattordici. Allora è fissato! Αύριο στις 2 μ.μ. λοιπόν. Έκλεισε! |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uno dei deputati deve appoggiare la mozione. ΝΕW: O κύριος Παπαδόπουλος υποστήριξε την πρόταση του ομιλητή. |
συμφωνώ με κπ(essere d'accordo) L'assistente di Geoff gli dice sempre di sì e non propone nulla di suo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του d'accordo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του d'accordo
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.