Τι σημαίνει το continua στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης continua στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continua στο Ιταλικό.
Η λέξη continua στο Ιταλικό σημαίνει συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, συνεχίζω, παρατείνω, συνεχίζω, συνεχίζω, -, συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζω, συνεχίζω, συνεχίζω, προχωρώ, μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτ, συνεχίζω, παρατείνομαι, συνεχίζω, προσπαθώ να κάνω κτ, συνεχίζω να υπάρχω, συνεχίζω ευθεία, προχωρώ με αποφασιστικότητα, συνεχίζομαι, συνεχίζω να υπάρχω, πηγαίνω, προχωρώ, συνεχίζω, προχωράω, προχωρώ, συνεχίζω, ερευνώ, συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος, συνεχής, διαρκής, μόνιμος, επίμονος, συνεχής, διαρκής, συνεχής, κοντίνουο, κομψός, αέρινος, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής, ασταμάτητος, συνεχής, συνεχές, εξακολουθητικός, συνεχής, αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος, συνεχιζόμενος, τρέχων, συνεχής, αδιάκοπος, συνεχής, συνεχής, σταθερός, διαρκής, επίμονος, συνέχεια, που πηγαινοέρχεται, που πηγαίνει πέρα δώθε, συνεχόμενος, συνεχιζόμενος, αδυσώπητος, σταθερός, ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτος, συνεχής, συνέχεια, συνεχής, διαρκής, επίμονος, χρόνιος, αδιάσπαστος, αδιάλειπτος, επαναλαμβανόμενος, απευθείας, εξακολουθητικός, συνεχίζω να κάνω κτ, ξανά και ξανά, γύρω-γύρω, συνεχίζω, συνεχίζομαι, δεν χάνω τις ελπίδες μου, μένω πιστός, συνεχίζω έτσι, χειροτερεύω, επιδεινώνομαι, δεν χάνω το χαμόγελό μου, είμαι αισιόδοξος, δεν σταματάω, συνεχίζω να περπατάω, οδηγώ χωρίς στάση, συνεχίζω να παίζω μοσυική, συνεχίζω να διαβάζω, βάζω τα δυνατά μου, σφυροκοπώ, κοπανάω, εμμένω, επιμένω, συνεχίζω, γύρω-γύρω, εξακολουθώ, συνεχίζω, παραμένω ζωντανός, μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα, συνεχίζω, παραμένω, μένω, εξακολουθώ, συνεχίζω, εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτ, επιμένω, συνεχίζω, συνεχίζω, παίζω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης continua
συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μετά από διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continueranno il progetto o è sospeso permanentemente? Θα συνεχίσουν με αυτό το έργο ή έχει ανασταλεί επ’ αόριστον; |
συνεχίζω(χωρίς διακοπή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha continuato il suo lavoro senza fare una pausa per il pranzo. Συνέχισε τη δουλειά του χωρίς να σταματήσει για μεσημεριανό. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha continuato senza fare una pausa per il pranzo. |
συνεχίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto è sospeso per ora, ma andrà avanti dopo le vacanze. |
συνεχίζω, παρατείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (allungare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi chiedo se proseguiranno il programma per un altro anno. Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος. |
συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha continuato come se non fosse successo niente. Συνέχισε σα να μην είχε συμβεί τίποτε. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Scusa se ti ho interrotto; continua pure per favore. Συγγνώμη που σας διέκοψα· συνεχίστε παρακαλώ. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (carry on) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Continua con quello che stavi facendo. Συνέχισε αυτό που κάνεις. |
συνεχίζω, εξακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (πορεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Colombo ha continuato a navigare verso est finché ha toccato terra. Ο Κολόμβος συνέχισε (or: εξακολούθησε) να πλέει ανατολικά μέχρι που συνάντησε στεριά. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Continua, sei quasi in cima alla collina. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μην σταματάς, λίγο ακόμα και θα πετύχεις τον σκοπό σου. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo essersi slogato la caviglia, per il corridore è stato impossibile andare avanti. |
συνεχίζω, προχωρώverbo intransitivo (με κάτι, κάνοντας κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La giovane ginnasta ha compiuto una capriola in avanti e ha continuato facendo una ruota. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το κοριτσάκι έκανε ένα κατακόρυφο και συνέχισε με μια ανάποδη τούμπα για να εντυπωσιάσει τον μπαμπά του. |
μεταβαίνω σε κτ, περνώ σε κτverbo intransitivo La melodia continua sviluppandosi in un crescendo. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ci ha detto di continuare l'esercizio che aveva assegnato mentre lei preparava il compito. Η δασκάλα μας είπε να συνεχίσουμε με την άσκηση που μας έβαλε, ενώ η ίδια ετοίμαζε ένα τεστ. |
παρατείνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La sua frustrazione al lavoro proseguì anche a casa. Η αγανάκτησή του στη δουλειά παρατάθηκε και στο σπίτι του. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sebbene il sentiero stesse diventando molto ripido, gli escursionisti decisero di continuare. |
προσπαθώ να κάνω κτ(nel fare o dire qualcosa) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεχίζω να υπάρχωverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il nostro amore continuerà anche dopo la nostra morte. Ακόμη και μετά το θάνατό μας, η αγάπη μας θα συνεχίσει να υπάρχει. |
συνεχίζω ευθείαverbo intransitivo (continuare a guidare senza fermarsi) (οδήγηση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando vedi un autostoppista, ti fermi o tiri dritto? |
προχωρώ με αποφασιστικότητα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συνεχίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La riunione è andata avanti fino alle sette di sera senza giungere a nessun accordo. Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία. |
συνεχίζω να υπάρχω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Come stai procedendo? Πώς τα πας; |
προχωρώ, συνεχίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La riunione prosegue. Η συνάντηση θα συνεχιστεί. |
προχωράω, προχωρώverbo intransitivo (con la vita) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vuoi andare avanti nella vita, devi voler lavorare sodo. Για να πας μπροστά στη ζωή θα πρέπει να είσαι πρόθυμος να δουλέψεις σκληρά. |
συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ripresero la loro conversazione dopo il discorso. Συνέχισαν τη συζήτησή τους μετά την ομιλία. |
ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore ha esaminato ulteriormente l'indizio. Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία. |
συνεχής, διαρκής, αδιάκοπος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il rumore proveniente dalla strada vicina era continuo e non mi faceva dormire. Ο θόρυβος από τον παρακείμενο αυτοκινητόδρομο ήταν ασταμάτητος και δε μπορούσα να κοιμηθώ. |
συνεχής, διαρκής, μόνιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono stufo dei tuoi continui lamenti! |
επίμονος, συνεχής, διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Τελικά ομολόγησε μετά από επίμονη ανάκριση. |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Audrey è stufa della pioggia continua. |
κοντίνουοsostantivo maschile (musica) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
κομψός, αέρινος(non a scatti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tracy si è alzata dalla sedia e si è gettata tra le braccia di Simon in un singolo movimento continuo. Η Τρέισι σηκώθηκε από την καρέκλα και έπεσε στην αγκαλιά του Σάιμον με μια αέρινη κίνηση. |
ακατάπαυστος, αδιάκοπος, συνεχής, ασταμάτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo piagnucolio continuo cessa solo quando mangia. |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχέςsostantivo maschile (matematica) (μαθηματικά) |
εξακολουθητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le lamentele perpetue di Cindy sul suo lavoro stanno diventando fastidiose. |
αδιάκοπος, συνεχής, αδιάλειπτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'emittente TV sta mandando in onda la trasmissione ininterrotta del torneo di golf. |
συνεχιζόμενος, τρέχων(γίνεται τώρα) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Aggiornare il dizionario è un lavoro continuo. Η ενημέρωση του λεξικού είναι μια συνεχής δουλειά. |
συνεχής, αδιάκοποςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'incessante martellamento al cantiere distraeva Henry dallo studio. Το συνεχές σφυροκόπημα στην οικοδομή αποσπούσε την προσοχή του Χένρυ από τα διαβάσματά του. |
συνεχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ci sono stati continui scrosci di grandine per tutta la notte. |
συνεχήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le critiche incessanti di Simon sono davvero irritanti. |
σταθερός, διαρκήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alice sta facendo continui progressi nell'apprendimento dell'inglese. Η Άλις σημειώνει σταθερή (or: διαρκή) πρόοδο στην εκμάθηση αγγλικών. |
επίμονοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pioggia continua ha lasciato il terreno impregnato. Η συνεχής (or: διαρκής) βροχή έχει διαποτίσει το χώμα. |
συνέχεια(του ταξιδιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η Νικόλ θα πετάξει στο Λονδίνο και μετά θα πάρει το τρένο για τη συνέχεια του ταξιδιού της για το Λίβερπουλ. |
που πηγαινοέρχεται, που πηγαίνει πέρα δώθεaggettivo (che va avanti e indietro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχόμενος, συνεχιζόμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Non a tutti piace la corsa continua della tecnologia. |
αδυσώπητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli incessanti attacchi aerei hanno distrutto buona parte della città. |
σταθερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah era conosciuta per la sua allegria incessante anche nei momenti più difficili. |
ακατάπαυστος, αδιάκοπος, αδιάλειπτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνέχειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A che punto sta Frank nel continuum della sua grande contrarietà a collaborare al progetto? |
συνεχής, διαρκής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La loro continua violazione della legge ha stupito le autorità. Η συνεχείς παραβάσεις του νόμου ανησυχούν τους αξιωματούχους. |
επίμονοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si è lamentata delle chiamate costanti del suo ex marito. Παραπονέθηκε για τα συνεχή (or: διαρκή) τηλεφωνήματα του πρώην συζύγου της. |
χρόνιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η χρόνια έλλειψη τροφίμων βλάπτει τα παιδιά. |
αδιάσπαστος, αδιάλειπτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni settimana, Roger si riserva un ininterrotto periodo di tempo per esercitarsi con la chitarra. |
επαναλαμβανόμενοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La gonna di Mary ha un motivo regolare a cerchietti. Η φούστα της Μαίρης είχε ένα επαναλαμβανόμενο σχέδιο με μικροσκοπικά κυκλάκια. |
απευθείας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξακολουθητικός(senza cambiamenti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συνεχίζω να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale Una volta in pensione, Jane continuò a lavorare come supplente. |
ξανά και ξανά
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I ginnasti e i pattinatori artistici devono allenarsi provando ripetutamente lo stesso programma. Η αδερφή μου με τρέλανε τραγουδώντας το ίδιο τραγούδι ξανά και ξανά. |
γύρω-γύρω(movimento) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συνεχίζω, συνεχίζομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La battaglia continuava e gli attacchi continuavano ad arrivare. |
δεν χάνω τις ελπίδες μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sappiamo se e quando tornerà a casa. Possiamo solo continuare a sperare. |
μένω πιστόςverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Cahill incoraggiava i sostenitori a continuare a credere nella squadra dopo che era crollata nella sua ottava sconfitta su 12 partite. |
συνεχίζω έτσιverbo intransitivo (επιδοκιμασίας) La mia insegnante mi ha detto di continuare così dopo avere preso il punteggio pieno nel compito. |
χειροτερεύω, επιδεινώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se continuiamo a usare combustibili fossili, il riscaldamento globale continuerà a peggiorare. |
δεν χάνω το χαμόγελό μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αισιόδοξοςverbo intransitivo |
δεν σταματάωverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω να περπατάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha provato a salutarlo per la strada, ma lui ha tirato dritto senza aprir bocca. Προσπάθησε να τον χαιρετήσει στον δρόμο, αλλά αυτός συνέχισε να περπατάει χωρίς να πει ούτε γεια. |
οδηγώ χωρίς στάσηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συνεχίζω να παίζω μοσυική
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνεχίζω να διαβάζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω τα δυνατά μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σφυροκοπώ, κοπανάω(battere ripetutamente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εμμένω, επιμένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Perché continui a parlare se ti ho chiesto di non far rumore? Γιατί επιμένεις να μιλάς αφού σου ζήτησα να είσαι ήσυχος; |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γύρω-γύρω(movimento) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξακολουθώ, συνεχίζωverbo intransitivo (να κάνω κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jill decise di continuare a fare ciò che amava. |
παραμένω ζωντανόςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Oggi è morto un grande artista, ma il suo ricordo continuerà a vivere. Αν και σήμερα πέθανε ένας εξαιρετικός ηθοποιός, θα παραμείνει ζωντανός στις σκέψεις μας. |
μιλώ ασταμάτητα, μιλώ ακατάπαυστα
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il professore continuò a parlare anche se la maggior parte degli studenti non stava ascoltando. Ο καθηγητής μιλούσε ασταμάτητα, παρόλο που οι περισσότεροι φοιτητές δεν πρόσεχαν. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non guardare la TV. Continua invece a fare i tuoi compiti! Μη χαζεύεις τηλεόραση. Συνέχισε τα μαθήματά σου! |
παραμένω, μένωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho capito che per continuare a partecipare alla gara, avrei dovuto impegnarmi di più. Κατάλαβα ότι για να παραμείνω στον διαγωνισμό έπρεπε να προσπαθήσω περισσότερο. |
εξακολουθώ, συνεχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pochi calciatori professionisti continuano a giocare dopo i quarant'anni. |
εμμένω σε κτ, επιμένω σε κτverbo intransitivo Maghan continuava a proibire ai nuovi dipendenti di scegliere le proprie scrivanie. |
επιμένω, συνεχίζωverbo intransitivo (να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Continua a grattarsi la crosta, così la ferita non è ancora guarita. |
συνεχίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha ignorato la domanda di Jake e ha continuato a parlare. |
παίζω με κτverbo intransitivo (colloquiale, figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά) Il tuo dipinto è bello così, non continuare a trafficarci altrimenti lo rovini. Ο πίνακάς σου είναι καλός τώρα, μην τον πειράξεις άλλο γιατί θα τον καταστρέψεις. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continua στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του continua
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.