Τι σημαίνει το continuamente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης continuamente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του continuamente στο Ιταλικό.

Η λέξη continuamente στο Ιταλικό σημαίνει συνέχεια, συνεχώς, αδιάκοπα, αδιάλειπτα, επίμονα, συνεχώς, ξανά και ξανά, ξανά και ξανά, αδιάκοπα, ατελείωτα, ασταμάτητα, ακατάπαυστα, ασταμάτητα, αδιάκοπα, συνέχεια, συνεχώς, μονίμως, σταθερά, συνεχώς, συνέχεια, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς, από την μία μέρα στην άλλη, σε συνεχή βάση, σταθερά, μόνιμα, συνεχώς, αδιάκοπα, -, αλλάζω, μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ, κτυπώ, χτυπώ, μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ, επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης continuamente

συνέχεια, συνεχώς

(συχνά, επαναλαμβανόμενα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Va continuamente dai suoi a chiedere dei soldi.

αδιάκοπα, αδιάλειπτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il CD va avanti continuamente finché non lo si ferma.

επίμονα, συνεχώς

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Betty tossiva continuamente e alla fine ha contratto la bronchite.

ξανά και ξανά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξανά και ξανά

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

αδιάκοπα, ατελείωτα, ασταμάτητα

(συνεχώς)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Loro due possono discutere di politica infinitamente se glielo consenti.

ακατάπαυστα, ασταμάτητα, αδιάκοπα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La musica ad alto volume suonava incessantemente, annoiando i vicini.

συνέχεια, συνεχώς, μονίμως, σταθερά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il cucciolo piange costantemente quando si sente solo.

συνεχώς, συνέχεια, μόνιμα, μονίμως, διαρκώς

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Quando Kelly è nervosa, tamburella sulla scrivania con la penna.
Όταν η Κέλλυ έχει εκνευρισμό, χτυπά συνεχώς το στυλό της στο γραφείο της.

από την μία μέρα στην άλλη

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il tempo qui è imprevedibile, cambia di giorno in giorno.

σε συνεχή βάση

avverbio

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo raggiunto un accordo per una collaborazione su base continua.

σταθερά, μόνιμα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Duncan si esercita sistematicamente con la stessa canzone ogni giorno.
Ο Ντάνκαν κάνει με συνέπεια εξάσκηση στο ίδιο τραγούδι κάθε μέρα.

συνεχώς, αδιάκοπα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo ha colpito ripetutamente.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Si dimenticano sempre di lavare almeno qualche pentola.
Ξεχνάνε να πλύνουν τουλάχιστον κάποιες από τις γλάστρες.

αλλάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαλώνω συνέχεια για κτ, μαλώνω διαρκώς για κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτυπώ, χτυπώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μιλώ ασταμάτητα για κτ, μιλώ ακατάπαυστα για κτ

verbo intransitivo

Tanya parla continuamente di quanto sia orribile il suo capo.
Η Τάνια δεν βάζει ποτέ γλώσσα μέσα για το πόσο κακό είναι το αφεντικό της.

επαναλαμβάνω συνεχώς κτ, επαναλαμβάνω κτ συνεχώς

verbo intransitivo

Continuai a ripetere il suo nome ma quando arrivai a casa l'avevo dimenticato.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του continuamente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.