Τι σημαίνει το sacco στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sacco στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sacco στο Ιταλικό.

Η λέξη sacco στο Ιταλικό σημαίνει σάκος, σάκος του μποξ, μια σακούλα κτ, πλήθος, πολύ, ένας σωρός, πάμπολλοι, σακί, τσουβάλι, σακούλα, καταιγισμός, καταιγισμός, κατακλυσμός, λεηλασία, βουνό, βουνό, βάση, φορτίο, μάζα, ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο, σωρεία, πληθώρα, πολλοί, σωρός, μεγάλος αριθμός, σακούλα, λεηλασία, πάρα πολύς, φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ, ένα σωρό, ένας σωρός, σάκος του μποξ, σάκος, κολατσιό, ψαρεύω με γρι γρι, ένας σωρός, εξαιρετικά, επ' αυτοφόρω, πληθώρα, ζώο με ψύλλους, αμμόσακκος, άμνιο, τσουβάλι, ταχυδρομικός σάκος, σάκος διακομιδής πτωμάτων, ένα κάρο λεφτά, αμνιακός σάκος, ένας σωρός ψέματα, υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ, σακούλα απορριμάτων, σκουπιδοσακούλα, σακούλα σκουπιδιών, μεσημεριανό σε πακέτο, πολύς, λεκιθικός ασκός, πολλοί, πουφ, σωρός, αιώνες, ένας σωρός, πολύ γέλιο, πολύ πλάκα, μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα, τρώω ξύλο, τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα, βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα, γίνομαι τσακωτός, βγάζω μια περιουσία, ένα τσούρμο, πάρα πολλοί, λινάτσα, σάκος με ρετάλια, σακούλα με δώρα, αεροφόρος σάκος, λεκιθικός ασκός, πολλά, ένας σωρός, το σφυρίζω, δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ, λεηλατώ, μικρός σάκος του μποξ, αεροφόρος σάκος, μεγάλη ποσότητα, πάρα πολλοί, σπαταλάω χρήματα σε κτ, ένας σωρός, πάρα πολύς, χαχόλικος, πολλοί, ένα σωρό, πολλά λεφτά, πλήρης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sacco

σάκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Babbo Natale porta un sacco pieno di doni sulla sua slitta.
Ο Άγιος Βασίλης κουβαλάει έναν σάκο γεμάτο δώρα στο έλκηθρό του.

σάκος του μποξ

sostantivo maschile (pugilato)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Rod si esercitava con le sue mosse di pugilato con un sacco.

μια σακούλα κτ

sostantivo maschile (come unità di misura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλήθος

sostantivo maschile (informale: grande quantità) (μεγάλη ποσότητα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πολύ

sostantivo maschile

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ένας σωρός

sostantivo maschile (informale: quantità) (καθομ, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Irene non poteva uscire perché aveva un sacco di lavoro da fare.
Η Αϊρίν δεν μπορούσε να βγει καθώς είχε ένα σωρό δουλειά να κάνει.

πάμπολλοι

sostantivo maschile (figurato: grosso quantitativo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σακί, τσουβάλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Maria ha comprato un sacco di patate al negozio.
Η Μαρία πήγε για ψώνια και αγόρασε ένα σακί (or: τσουβάλι) πατάτες.

σακούλα

(quantità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταιγισμός

(informale: quantità) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Essendo una celebrità, Kim riceve una valanga di richieste di apparizioni pubbliche.

καταιγισμός, κατακλυσμός

(figurato: quantità) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'emittente TV ha ricevuto un diluvio di lamentele sul programma.

λεηλασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Napoleone tentò di porre fine al saccheggio di Mosca.

βουνό

(figurato, informale) (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le politiche per l'agricoltura hanno creato una montagna di burro in surplus.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα παιδιά έπαιζαν στον κήπο και λερώθηκαν και τώρα τα άπλυτα σχηματίζουν βουνό στο πάτωμα.

βουνό

(figurato, informale) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bambino si è lamentato quando la mamma gli ha dato una montagna di piselli.
Το παιδί γκρίνιαξε, όταν η μητέρα του του έβαλε ένα βουνό αρακά.

βάση

(baseball)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il corridore si è salvato perché il primo battitore ha levato il piede dalla base.

φορτίο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il camion ha portato un grosso carico di legname in città.
Το φορτηγό έφερε στην πόλη ένα μεγάλο φορτίο ξυλείας.

μάζα

sostantivo maschile (informale: grande quantità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La macchina non era altro che un mucchio di componenti.
Το μηχάνημα ήταν στην πραγματικότητα απλώς ένας όγκος από κομμάτια.

ένας τόνος, ένας σωρός, ένα κάρο

(figurato: gran quantità) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Questa settimana ho una montagna di lavoro da fare.

σωρεία, πληθώρα

sostantivo maschile (colloquiale) (με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'ultimo minuto sono arrivate un sacco di richieste.
Σωρεία αιτήσεων υποβλήθηκαν την τελευταία στιγμή.

πολλοί

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σωρός

sostantivo maschile (informale) (πολλά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάλος αριθμός

(informale: quantità)

σακούλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ethan ha infilato tutte le sue cose in dei sacchetti e li ha caricati nel bagagliaio dell'auto.
Ο Ίθαν έχωσε τα πράγματά του σε σακούλες και τα φόρτωσε στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου.

λεηλασία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sacco di Roma avvenne nell'anno 410.

πάρα πολύς

(figurato: gran quantità) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
C'erano molte persone?" chiese la madre di Sally. "Una valanga!" rispose Sally.
«Ήταν πολύς κόσμος εκεί;» ρώτησε η μητέρα της Σάλι. «Πάρα πολύς» απάντησε η Σάλι.

φοβερά πολύ, απίστευτα πολύ

sostantivo maschile (informale: quantità) (καθομιλουμένη)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Grazie per avermi portato al concerto, mi è piaciuto un sacco!
Σε ευχαριστώ που με πήρες στη συναυλία. Μου άρεσε απίστευτα πολύ!

ένα σωρό

sostantivo maschile (informale: quantità) (μεταφορικά, καθομ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Da quando sono in pensione ho un mucchio di tempo libero.
Από τότε που πήρα σύνταξη έχω άπειρο χρόνο στη διάθεσή μου.

ένας σωρός

sostantivo maschile (informale: quantità) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ragazzo si lamentava del fatto che l'insegnante gli aveva dato un sacco di compiti da fare.
Ο έφηβος παραπονέθηκε ότι ο καθηγητής του τού είχε δώσει ένα σωρό εργασίες για το σπίτι.

σάκος του μποξ

sostantivo maschile (figurato: vittima di pestaggio) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ho lasciato il lavoro perché mi sembrava che il capo mi stesse usando come un sacco da boxe.

σάκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La ricetta dice che ci vuole un intero sacco di patate.

κολατσιό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ψαρεύω με γρι γρι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ένας σωρός

preposizione o locuzione preposizionale (colloquiale) (καθομ, μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
C'è un sacco di cibo, perciò nessuno dovrebbe rimanere affamato.

εξαιρετικά

locuzione aggettivale (informale, rafforzativo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

επ' αυτοφόρω

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Il taccheggiatore fu colto in flagrante mentre si metteva dei prodotti in tasca. La polizia acciuffò l'uomo in flagrante con una grossa borsa di eroina.

πληθώρα

(με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dovresti restare per un gran numero di ragioni.

ζώο με ψύλλους

sostantivo maschile (figurato, dispregiativo: animale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non lasciare che quel vecchio sacco di pulci entri in casa!

αμμόσακκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I paesani impilavano sacchi di sabbia per prepararsi all'alluvione.

άμνιο

sostantivo maschile (αμνιακός σάκος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τσουβάλι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταχυδρομικός σάκος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σάκος διακομιδής πτωμάτων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I soldati hanno iniziato a tornare a casa dentro i sacchi per cadavere.

ένα κάρο λεφτά

(colloquiale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ha vinto un sacco di soldi giocando a carte.

αμνιακός σάκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ένας σωρός ψέματα

sostantivo maschile (informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La sua dichiarazione alla polizia era solo un mucchio di bugie.
Η κατάθεσή του στην αστυνομία ήταν ένας σωρός ψέματα.

υπνόσακος, σλίπινγκ μπαγκ

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Entriamo tutti e due in un sacco a pelo grande.
Χωράμε και οι δύο σε έναν μεγάλο υπνόσακο.

σακούλα απορριμάτων

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I giardinieri hanno riempito sette sacchi della spazzatura con foglie secche.

σκουπιδοσακούλα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo messo tutti i rifiuti in un sacco della spazzatura.
Βάζουμε όλα τα σκουπίδια σε μια σκουπιδοσακούλα.

σακούλα σκουπιδιών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Ho chiuso il sacco della spazzatura e l'ho messo fuori.

μεσημεριανό σε πακέτο

(από το σπίτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολύς

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Deve a tutti un fottio di soldi.

λεκιθικός ασκός

sostantivo maschile

πολλοί

sostantivo maschile (informale, figurato: molto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mio francese è buono, ma ho ancora un sacco da imparare.

πουφ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σωρός

(informale) (μτφ, καθομ)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αιώνες

locuzione avverbiale (colloquiale) (καθομ, μτφ: πολύς καιρό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Σαν τα χιόνια! Πόσο καιρό έχουμε να συναντηθούμε;

ένας σωρός

sostantivo maschile (figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Chelsea trasferì mucchi di purea di patate sul suo piatto con il cucchiaio.

πολύ γέλιο, πολύ πλάκα

(informale) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω για όλα, τα λέω όλα, αποκαλύπτω τα πάντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nel prossimo numero della rivista di gossip, una delle più grandi celebrità di Hollywood rivelerà i propri segreti!

τρώω ξύλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Petros prendeva sempre un sacco di botte dal padre violento.

τα ξερνάω όλα,τα λέω/μαρτυράω όλα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John non sa tenere un segreto: sapevo che alla fine avrebbe vuotato il sacco riguardo alla festa segreta.

βγάζω τ'άπλυτα στην φόρα

(un segreto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Grazie per esserti lasciato sfuggire che sono incinta.

γίνομαι τσακωτός

verbo intransitivo (μτφ, καθομιλουμένη)

Sapevamo di essere stati beccati quando mamma è arrivata a casa nel bel mezzo della nostra grande festa.

βγάζω μια περιουσία

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

ένα τσούρμο

preposizione o locuzione preposizionale (colloquiale) (καθομ, μτφ: άνθρωποι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci sono un sacco di fotografi che aspettano l'arrivo dell'attrice.

πάρα πολλοί

(informale: quantità)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Ci sono un mucchio di violette che crescono tra il rabarbaro.

λινάτσα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La borsa era stata fatta approssimativamente con della tela di sacco.

σάκος με ρετάλια

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σακούλα με δώρα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ogni bambino che legge almeno dieci pagine, può prendere un giocattolo dal sacco delle sorprese.
Τα παιδιά που θα διαβάσουν τουλάχιστον δέκα σελίδες θα μπορέσουν να πάρουν ένα παιχνίδι από τη σακούλα με τα δώρα.

αεροφόρος σάκος

sostantivo maschile

λεκιθικός ασκός

sostantivo maschile

πολλά

(figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ένας σωρός

sostantivo maschile (figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho un mucchio di compiti questo fine settimana.

το σφυρίζω

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω ένα κάρο λεφτά για κτ

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Μόλις δώσαμε ένα κάρο λεφτά για πολυτελείς διακοπές.

λεηλατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μικρός σάκος του μποξ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αεροφόρος σάκος

sostantivo maschile

μεγάλη ποσότητα

sostantivo maschile (figurato, informale: gran quantità)

πάρα πολλοί

(informale: gran quantità)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho speso un sacco di soldi facendo shopping.
Ξόδεψα ένα κάρο λεφτά όταν πήγα για ψώνια.

σπαταλάω χρήματα σε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per il suo cinquantesimo compleanno James ha speso un sacco di soldi per una macchina sportiva.

ένας σωρός

sostantivo maschile (figurato) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho un mucchio di lavoro da fare questa settimana.
Έχω ένα σωρό δουλειά να κάνω αυτήν την εβδομάδα.

πάρα πολύς

(figurato: gran quantità) (μη μετρήσιμο ουσιαστικό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

χαχόλικος

aggettivo (vestiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lisa preferisce le maglie larghe rispetto a quelle aderenti.

πολλοί

(colloquiale, figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Lì ci sono un sacco di persone.
Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι εκεί μέσα.

ένα σωρό

sostantivo maschile (informale) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il pescatore prese un mucchio di pesce.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο ψαράς έπιασε ένα σωρό ψάρια και παραλίγο να βουλιάξει η βάρκα του.

πολλά λεφτά

πλήρης

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sì, qui siamo pieni di spaghetti e non ne dovremo comprare altri per settimane.
Ναι, από μακαρόνια είμαστε φουλ και δεν θα χρειαστεί να πάρουμε άλλα για εβδομάδες.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sacco στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.