Τι σημαίνει το capito στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης capito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του capito στο Ιταλικό.
Η λέξη capito στο Ιταλικό σημαίνει καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, κατανοώ, πιάνω το νόημα, καταλαβαίνω, κατανοώ, τα πιάνω, το πιάνω, παίρνω μια ιδέα, θεωρώ, υποθέτω, το πιάνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτό, καταλαβαίνω, προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτ, καταλαβαίνω, συμπάσχω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, το πιάνω, πιάνω, πιάνω, ξέρω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, καταλαβαίνω, ανακαλύπτω, κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, ανακαλύπτω, μαθαίνω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, συμπεραίνω, καταλαβαίνω, μαθαίνω, βλέπω, καταλαβαίνω, ακούω, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, διακρίνω, ξεχωρίζω, καταλαβαίνω, έχω πάρει χαμπάρι κπ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, συμβαίνω, τυχαίνει σε κπ, συμβαίνω, μπλέκομαι με κτ/κπ, κατανοητός, ευνόητος, ευκολονόητος, παρεξηγώ, που τα πιάνει γρήγορα, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, ακατανόητος, Σε συμπονώ, άντε να βγάλεις άκρη, πιάνω κπ, ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεται, κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτ, κατανοώ, καταλαβαίνω, δεν πιάνω το νόημα, παίρνω το κολάι, δεν καταλαβαίνω κτ, δυσκολεύομαι να καταλάβω κτ, παίρνω το κολάι, καταλαβαίνω, συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαι, παρερμηνεύω, παρακούω, παρεξηγώ, διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω, καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστά, καταλαβαίνω, σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος, ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτά, μπαίνω στο νόημα, κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπ, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι, συμμερίζομαι, συναισθάνομαι, καταλαβαίνω, κατανοώ, παρερμηνεύω, συνειδητοποιώ ότι/πως, αντιλαμβάνομαι ότι/πως, καταλαβαίνω ότι/πως, διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτ, δίνω οδηγίες, γίνομαι κατανοητός, που δεν τα πιάνει γρήγορα, πιάνω, καταλαβαίνω, κατανοώ, κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης capito
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisci quello che sto dicendo? Αντιλαμβάνεσαι τι λέω; |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι, κατανοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non capisce l'algebra. Δεν καταλαβαίνει την Άλγεβρα. |
καταλαβαίνω, κατανοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non riesce a capire le istruzioni. Δεν μπορεί να καταλάβει τις οδηγίες. |
καταλαβαίνω, κατανοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se non sono d'accordo con lui, comprendo il suo punto di vista. |
πιάνω το νόημαverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Hai capito? I suoi viaggi di lavoro erano in realtà visite alla sua amante. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sto cercando di capire il congiuntivo, ma non so ancora quando va usato. |
τα πιάνω, το πιάνω(καθομιλουμένη, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω μια ιδέα(ιδέα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
θεωρώ, υποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisco che il ministro si dimetterà dopo questo imbarazzante incidente. |
το πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η Κάρολ δεν καταλάβαινε για πολύ καιρό και μετά, εντελώς ξαφνικά, το έπιασε. |
κατανοώ, καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμπεραίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark capì finalmente ciò che stava accadendo. |
καταλαβαίνω(una persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marc è un tipo lunatico: non lo capisco. |
βλέπω, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisco quello che stai dicendo, ma non sono d'accordo comunque. Καταλαβαίνω τι λες, ωστόσο δεν συμφωνώ. |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisco. Dunque per questo non eri a casa. Κατάλαβα. Για αυτό λοιπόν δεν ήσουν σπίτι. |
βρίσκω αποδεκτό, θεωρώ αποδεκτόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sì, lo capisco certamente. Che progetto stupendo! ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λυπάμαι, αλλά δεν βλέπω να πιάνει το σχέδιό σου. |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti capisco ma non sono d'accordo. |
προσπαθώ να κατανοήσω κτ, προσπαθώ να καταλάβω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (un problema) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Problemi coi tuoi figli adolescenti? Ti capisco bene! Έχεις προβλήματα με τα έφηβα παιδιά σου; Σε νιώθω. |
συμπάσχωverbo intransitivo (condividere sentimento) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ti capisco quando parli delle difficoltà che incontri da disoccupato. Όταν μιλάς για τις δυσκολίες της ανεργίας, σε καταλαβαίνω (or: νιώθω). |
καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mindy non riusciva a capire perché sua sorella avesse abbandonato la scuola. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν το χωράει το μυαλό μου ότι ο αδερφός μου χώρισε τη γυναίκα του. Έδειχνε τόσο ευτυχισμένος! |
σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine abbiamo capito che non era mai stato a Baghdad. |
το πιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha raccontato una barzelletta ma io non l'ho capita. Είπε ένα ανέκδοτο, αλλά δεν το έπιασα. |
πιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πιάνω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy non capiva i loro modi e aveva dei problemi ad inserirsi. Η Γουέντι δεν μπορούσε να καταλάβει τις απόψεις τους και δυσκολευόταν να ταιριάξει μαζί τους. |
συνειδητοποιώ, αντιλαμβάνομαι, καταλαβαίνω(πως, πόσο, τι, ποιος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non capisce quanto ciò sia importante per me. Δε συνειδητοποιεί πόσο σημαντικό είναι αυτό για μένα. |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo studente iniziava a capire l'idea del socialismo. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisci quello che ti sto dicendo? Πιάνεις τι λέω; |
κατανοώ(figurato, informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταλαβαίνω, ανακαλύπτω(gergale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατανοώ, καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι(figurato: capire) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gerald non riusciva ad afferrare il concetto complicato che l'insegnante cercava di spiegargli. Ο Τζέραλντ δεν μπορούσε να κατανοήσει την πολύπλοκη έννοια που προσπαθούσε να εξηγήσει ο δάσκαλός του. |
καταλαβαίνω, ανακαλύπτω(gergale) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω(ποιος, τι, γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo settimane di lavoro il detective ha finalmente accertato chi era l'assassino. Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος. |
συμπεραίνω, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dal silenzio di Ann ho intuito che era triste. |
συμπεραίνω, καταλαβαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dall'espressione mogia di Tim ho intuito che era successo qualcosa di brutto. |
μαθαίνω, βλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (capire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Devo vedere se mio padre ne sa qualcosa. |
καταλαβαίνω(un ragionamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riesci a seguire cosa sto dicendo? |
ακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ho sentito cos'hai detto. Δεν έπιασα τι είπες. |
καταλαβαίνω, κατανοώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bisogna leggere un testo di filosofia più volte prima di riuscire a capirlo. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
αντιλαμβάνομαι(informale: capire) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ho detto che lui aveva avvelenato la moglie con l'arsenico, ma non ha afferrato. Της είπα ότι δηλητηρίασε τη γυναίκα του με αρσενικό, αλλά αυτή δεν το αντιλήφθηκε. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli studenti non riuscivano a capire il lungo e complesso paragrafo. Οι μαθητές δεν μπορούσαν να κατανοήσουν τη μεγάλη, πολύπλοκη παράγραφο. |
διακρίνω, ξεχωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (con la vista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da così lontano non riesco a distinguere cosa c'è scritto sul cartello. Δεν μπορώ να διακρίνω την ταμπέλα από τόσο μακριά. |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine ha capito perché non gli partiva la macchina. Στο τέλος, κατάλαβε γιατί δεν έπαιρνε μπρος το αμάξι του. |
έχω πάρει χαμπάρι κπverbo transitivo o transitivo pronominale (smascherare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutti sono affascinati da quell'affabulatore con una buona parlantina, ma io l'ho capito! |
καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mary capì al volo quello che stava dicendo David. Η Μαίρη αντιλήφθηκε (or: κατάλαβε) γρήγορα αυτό που έλεγε ο Ντέιβιντ. |
συμβαίνω(capitare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi sono impegnato per questo, è successo e basta! Δεν δούλεψα σκληρά για αυτό, απλά έτυχε! |
τυχαίνει σε κπverbo intransitivo (figurato: vita) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) Είναι ό,τι χειρότερο μου έτυχε ποτέ. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Un sacco di cose sono accadute (or: successe) dallo scorso anno. Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά. |
μπλέκομαι με κτ/κπ(trovarsi coinvolto in [qlcs]) (αρνητικές καταστάσεις) Durante l'adolescenza Brad capitò nelle compagnie sbagliate e finì per abbandonare la scuola senza ottenere alcun diploma. |
κατανοητός, ευνόητος, ευκολονόητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρεξηγώ(κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ogni volta che i genitori di John cercavano di aiutarlo lui equivocava pensando che volessero rendergli la vita difficile. Κάθε φορά που οι γονείς του Τζον προσπαθούσαν να τον βοηθήσουν, το παρεξηγούσε και νόμιζε πως προσπαθούσαν να του κάνουν τη ζωή του πιο δύσκολη. |
που τα πιάνει γρήγοραverbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Isabel è una studentessa molto sveglia che capisce le cose al volo. |
εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Usa i grafici per mostrare grandi quantità di informazioni in modi che siano facili da capire. |
ακατανόητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le sue ragioni sono di difficile comprensione. |
Σε συμπονώ(figurato: compatire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άντε να βγάλεις άκρηinteriezione (colloquiale) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo anni che spende e spande è rimasta senza un soldo; pensa un po'. |
πιάνω κπverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξέρω τι παίζει, ξέρω τι παίζεταιverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei dice che l'assegno è nella busta ma io ho capito la situazione, sta cercando di non pagare. |
κάνω κπ να καταλάβει κτ, δίνω σε κπ να καταλάβει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vorrei riuscire a fargli capire quanto lo amo. |
κατανοώ, καταλαβαίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Solo dopo aver provato a giocare ha cominciato a capire come funziona il majong. |
δεν πιάνω το νόημαverbo intransitivo No, non hai capito: il problema non è la paga, ma le condizioni di lavoro. |
παίρνω το κολάιverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ho portata a pattinare sul ghiaccio per la prima volta e ha imparato subito a farlo. Την πήγα πρώτη φορά για πατινάζ και πήρε αμέσως το κολάι. |
δεν καταλαβαίνω κτ, δυσκολεύομαι να καταλάβω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non capisco cosa significano i risultati delle mie analisi del sangue. |
παίρνω το κολάι(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suonare accordi in barré è facile una volta che hai imparato come si fanno. |
καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συμμερίζομαι, ταυτίζομαι, συναισθάνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (αισθήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La dichiarazione dei redditi ti sta dando delle seccature? Come ti capisco bene! Σε παιδεύει η φορολογική δήλωση; Σε νιώθω! |
παρερμηνεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo storico ha capito male Abramo Lincoln. |
παρακούωverbo transitivo o transitivo pronominale (udito) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Credo di non aver capito bene quel commento. Puoi ripeterlo? |
παρεξηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαπιστώνω, συνειδητοποιώ, καταλαβαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spero che capirà presto il suo errore. Ελπίζω να συνειδητοποιήσει (or: καταλάβει) το σφάλμα του σύντομα. |
καταλαβαίνω καλά, καταλαβαίνω σωστάverbo transitivo o transitivo pronominale Ho capito bene? Il tuo numero di telefono ha solo quattro cifre? |
καταλαβαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono sicuro di aver capito fino in fondo, ma ne ho afferrato il senso. |
σαστισμένος, απορημένος, ξαφνιασμένος, αμήχανος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non aveva idea di che cos'era successo veramente. |
ξέρω κπ απ' έξω κι ανακατωτάverbo transitivo o transitivo pronominale (le persone) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μπαίνω στο νόημαverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) All'inizio il film non aveva senso per me, ma dopo un po' l'ho capito. Στην αρχή η ταινία μου φαινόταν παράλογη, μα μετά από λίγο μπήκα στο νόημα. |
κάνω κτ σαφές σε κτ, καθιστώ κτ σαφές σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'importanza della prudenza alla guida mi è diventata chiara ieri quando ho visto un brutto incidente. Το τροχαίο μου με έκανε να συνειδητοποιήσω την σημασία του να φοράει κανείς ζώνη ασφαλείας. |
καταλαβαίνω, κατανοώ, συμμερίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Capisco chiunque abbia sperimentato la morte del coniuge. |
συμμερίζομαι, συναισθάνομαι(κάτι όχι κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È un'insegnante straordinaria che comprende molto bene i suoi studenti. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(τι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È che non riesco a comprendere cosa te lo ha fatto fare. Απλά δεν μπορώ να καταλάβω τι σε έκανε να το κάνεις. |
παρερμηνεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A giudicare dai tuoi commenti, hai capito male le mie idee. |
συνειδητοποιώ ότι/πως, αντιλαμβάνομαι ότι/πως, καταλαβαίνω ότι/πως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Συνειδητοποίησες ότι η σχολική χρονιά ξεκινά την επόμενη Δευτέρα; |
διαβάζω τα χείλη κπ για να καταλάβω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Gli studenti capirono le istruzioni del professore tramite il labiale. |
δίνω οδηγίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ho spiegato come riparare il rubinetto ma sta ancora perdendo. |
γίνομαι κατανοητόςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Devo far capire a mio figlio che la droga non è la soluzione. Πρέπει να κάνω τον γιο μου να καταλάβει πως τα ναρκωτικά δεν είναι η λύση! |
που δεν τα πιάνει γρήγορα(peggiorativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιάνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξαφνικά πήρα χαμπάρι ότι αυτός που μίλαγα ήταν ο δίδυμος αδερφός του. |
καταλαβαίνω, κατανοώ(πώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Είναι αδύνατον να αντιληφθείς πώς λειτουργεί μια τόσο πολύπλοκη μηχανή. |
κάνω κπ να συνειδητοποιήσει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του capito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του capito
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.