Τι σημαίνει το amichevole στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης amichevole στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amichevole στο Ιταλικό.
Η λέξη amichevole στο Ιταλικό σημαίνει φιλικός, φιλικός, φιλικός, φιλικός, διπλό, φιλικός, φιλικός, φιλικός, προσιτός, φιλικός, ευμενής, προσηνής, εγκάρδιος, φιλικός, ήπιος, πράος, καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός, φιλικός, ευχάριστος, κοινωνικός, της γειτονιάς, φιλικός, εντάξει, φιλικός, προστατευτική και στοργική συμπεριφορά, φιλικά, φιλική συζήτηση, φιλική κουβέντα, φιλική υπενθύμιση, ευγενική υπενθύμιση, γίνομαι πιο ζεστός με κπ, συμπεριφέρομαι υπερβολικά φιλικά σε κπ, συμπεριφέρομαι φιλικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης amichevole
φιλικόςaggettivo (για άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, direi che i nostri vicini sono abbastanza amichevoli. Ναι, νομίζω πως οι γείτονές μας είναι αρκετά φιλικοί. |
φιλικόςaggettivo (diritto: accordo tra le parti) (νομικό: καλή τη πίστει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli avvocati stanno lavorando a una composizione amichevole della controversia. Οι δικηγόροι καταβάλλουν προσπάθειες για τη φιλική διευθέτηση του θέματος. |
φιλικόςsostantivo femminile (αθλητικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le due nazionali giocheranno un'amichevole sabato. Οι δύο εθνικές ομάδες θα δώσουν έναν φιλικό αγώνα το άλλο Σάββατο. |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una persona talmente amichevole. Piace a tutti. Είναι τόσο φιλικό άτομο! Όλοι τον συμπαθούν. |
διπλό(αγώνας ανάμεσα στους συμπαίκτες) Prima del primo incontro ufficiale, la squadra giocherà una partita di allenamento. |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate è amichevole con tutti i colleghi. |
φιλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προσιτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La personalità socievole di Jane la rende una persona amichevole agli occhi di tutti. Η φιλική προσωπικότητα της Τζέιν την έκανε προσιτή σε όλους. |
φιλικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευμενής, προσηνής, εγκάρδιοςaggettivo (atteggiamento) (συμπεριφορά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Se ti comporti in modo amichevole, le persone tenderanno ad includerti. |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La titolare del B&B era una signora gentile e disponibile. |
ήπιος, πράος(άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred era di animo gentile e amato da tutti. Ο Φρεντ ήταν ένας πράος άνθρωπος, αγαπητός από όλους. |
καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικόςaggettivo (persona) (χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alla festa erano tutti amici, nonostante le diverse vedute politiche. |
φιλικός, ευχάριστος, κοινωνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
της γειτονιάςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Invitarli a venire con noi è una cosa cortese da fare. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είχαμε μια φιλική κουβέντα πριν από τη σύσκεψη. |
εντάξει(ανεπίσημο) È una ragazza a posto, sebbene sua sorella sia molto più socievole. Καλή είναι. Η αδερφή της όμως είναι πολύ πιο φιλική. |
φιλικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stata amichevole con la nuova ragazza che ha apprezzato la sua gentilezza. Ήταν φιλική με το καινούριο κορίτσι, το οποίο εκτίμησε την καλοσύνη της. |
προστατευτική και στοργική συμπεριφορά(psicologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φιλικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Avevo litigato con mio cugino, ma ora siamo di nuovo in rapporti amichevoli. |
φιλική συζήτηση, φιλική κουβένταsostantivo femminile (ανεπίσημη συζήτηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suo capo la convocò nel suo ufficio per una "conversazione amichevole", ma lei sapeva di essere nei guai! |
φιλική υπενθύμισηsostantivo maschile Solo un sollecito amichevole, domani è il mio compleanno. |
ευγενική υπενθύμισηsostantivo maschile |
γίνομαι πιο ζεστός με κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμπεριφέρομαι υπερβολικά φιλικά σε κπverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμπεριφέρομαι φιλικά
|
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amichevole στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του amichevole
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.