Τι σημαίνει το americano στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης americano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του americano στο Ιταλικό.
Η λέξη americano στο Ιταλικό σημαίνει αμερικανικός, αμερικάνικα, αμερικάνικος, αμερικανικός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Γιάνκης, Αμερικάνος, καναδός, αμερικάνικος, αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικος, Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανή, Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα, βρωμολατινοαμερικάνος, βρωμολατινοαμερικάνα, αφροαμερικανικός, ελάφι, ισπανόφωνος, Λατινόαμερικάνος, ισπανόφωνος, εντελώς αμερικάνικος, κράνμπερι, χίκορι το γλαυκόν, ατριχόρνις, φύλιρα, φυλίρα, μύρτιλλο, λάριξ, Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς, αμερικάνικα Αγγλικά, καφές φίλτρου, καφετιέρα, ποδοσφαιριστής, το αμερικάνικο όνειρο, μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζο, αμερικανικός κοκκινούρης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χυμός κράνμπερι, Αμερικανικό νανογλάρονο, κοκκινοβασιλίσκος, είδος γερακιού, κιτρινόκουκος, ευώνυμο, τυπικά αμερικανικά προϊόντα, η αστερόεσσα σημαία, μεσαία τάξη Αμερικάνων, Υγράμβαρη η στυρακοφόρος, Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή, παραδοσιακός αμερικάνικος, μεξικανοαμερικανικός, αμερικάνικο ποδόσφαιρο, χίκορι, λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολ, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ, σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, δύο πίντες, κράνμπερι, αμερικανοασιατικός, γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου, που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά, αγριόπρασο, η κουλτούρα των Αμερικάνων μεξικανικής καταγωγής, υγραμβάρη, υγραμβάρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης americano
αμερικανικόςaggettivo (delle Americhe) (Αμερικάνικη Ήπειρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) In senso lato, il Brasile è un paese americano. |
αμερικάνικαaggettivo (della lingua inglese americano) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Gli inglesi generalmente riescono a capire l'inglese americano senza problemi. Οι Βρετανοί συνήθως καταλαβαίνουν τ' αμερικάνικα αγγλικά χωρίς πρόβλημα. |
αμερικάνικος, αμερικανικόςaggettivo (degli U.S.A.) (των ΗΠΑ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alcuni preferiscono le auto americane. Πολλοί προτιμούν τα αμερικάνικα (or: αμερικανικά) αυτοκίνητα. |
Αμερικάνος, Αμερικανός(cittadino degli U.S.A.) (από τις ΗΠΑ) Sì, è americano; è cresciuto nell'Ohio. Ναι, είναι Αμερικάνος (or: Αμερικανός). Μεγάλωσε στο Οχάιο. |
Αμερικάνος, Αμερικανός(cittadino di un paese americano) I miei amici messicani mi ricordano che anche loro sono americani. |
Αμερικάνος, Αμερικανός(residente dell'emisfero occidentale) In un certo senso, un canadese è americano quanto un newyorkese. |
Γιάνκης
A Londra vivono decine di migliaia di americani. Δεκάδες χιλιάδες Γιάνκηδες ζουν στο Λονδίνο. |
Αμερικάνος, καναδόςsostantivo maschile (nordamericano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'americano vestito da turista e con una macchina fotografica al collo sembrava del tutto fuori posto. |
αμερικάνικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James gestisce un'azienda che importa auto americane nel Regno Unito. |
αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικοςaggettivo (ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανήsostantivo maschile |
Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάναsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
βρωμολατινοαμερικάνος, βρωμολατινοαμερικάναsostantivo maschile (προσβλητικό) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
αφροαμερικανικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελάφι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una mandria di wapiti arrivò in città per nutrirsi durante l'inverno. Το κοπάδι των ελαφιών μπήκε στην πόλη για να βρει τροφή το χειμώνα.n |
ισπανόφωνοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
Λατινόαμερικάνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli immigrati ispano-americani costituiscono la metà della popolazione del quartiere. |
ισπανόφωνοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
εντελώς αμερικάνικος
L'immagine della popstar è quella del ragazzo tipicamente americano. |
κράνμπεριsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) A Jay piacciono i mirtilli rossi americani secchi sui muffin. Στον Τζέι αρέσουν τα ξερά κράνμπερι στα μάφιν του. |
χίκορι το γλαυκόνsostantivo maschile (φυτολογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In questa zona crescono diverse specie di noce americano. |
ατριχόρνιςsostantivo maschile (uccelli) (ωδικό πτηνό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φύλιρα, φυλίραsostantivo maschile (δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μύρτιλλοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
λάριξsostantivo maschile (κωνοφόρο δέντρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμερικάνικα Αγγλικάsostantivo maschile Ci sono moltissime differenze ortografiche fra l'inglese americano e l'inglese britannico. |
καφές φίλτρου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Mi piace il caffè filtrato, non quello liofilizzato. Μ’ αρέσει ο καφές φίλτρου, όχι ο στιγμιαίος. |
καφετιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devo comprare degli altri filtri per la mia macchina per il caffè filtro. Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου. |
ποδοσφαιριστήςsostantivo maschile (football americano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Alcuni giocatori di football guadagnano cifre assurde. |
το αμερικάνικο όνειροsostantivo maschile (μεταφορικά) Sono immigrati di seconda generazione che stanno vivendo il sogno americano. Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο. |
μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζοsostantivo maschile Il gheppio americano, un piccolo falco, ha gli stessi tratti del muso a elmetto come il più grande falco pellegrino. |
αμερικανικός κοκκινούρηςsostantivo maschile (πτηνό) Il codirosso americano è l'unica silvia con piumaggio arancione e nero; la maggior parte delle silvie sono gialle e nere. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile |
χυμός κράνμπεριsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il succo di mirtillo rosso americano è molto salutare e pare che possa combattere le infezioni urinarie. |
Αμερικανικό νανογλάρονοsostantivo maschile (ornitologia) (είδος θαλάσσιου πουλιού) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοκκινοβασιλίσκοςsostantivo maschile (uccelli) (ζωολογία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
είδος γερακιούsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κιτρινόκουκοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευώνυμοsostantivo maschile (θάμνος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τυπικά αμερικανικά προϊόνταsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
η αστερόεσσα σημαία(εθνικός ύμνος των Η.Π.Α.) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεσαία τάξη Αμερικάνωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Υγράμβαρη η στυρακοφόροςsostantivo maschile (δέντρο) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Αμερικανός με μεξικανική καταγωγήsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παραδοσιακός αμερικάνικοςlocuzione aggettivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
μεξικανοαμερικανικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αμερικάνικο ποδόσφαιροsostantivo maschile Sì, gioca a football americano. Fa il quarterback. Ναι, παίζει αμερικάνικο ποδόσφαιρο· παίζει
επιθετικός. |
χίκοριaggettivo (ξύλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I manici degli attrezzi spesso sono di noce americano. |
λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È un grande appassionato di football americano; quando non è allo stadio, sta guardando una partita in televisione. |
αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ(football americano) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il Super Bowl è l'ultima partita di football della stagione professionistica americana. |
προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δύο πίντεςsostantivo maschile (misura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κράνμπεριlocuzione aggettivale (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) La mia bevanda preferita al mirtillo rosso americano contiene anche del succo di mela. Το αγαπημένο μου ποτό με κράνμπερι έχει και χυμό μήλου. |
αμερικανοασιατικόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρουsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέραlocuzione aggettivale (padre asiatico, madre statunitense) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικάlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγριόπρασοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
η κουλτούρα των Αμερικάνων μεξικανικής καταγωγήςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υγραμβάρηsostantivo maschile (ξύλο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υγραμβάρηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του americano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του americano
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.