Τι σημαίνει το americano στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης americano στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του americano στο Ιταλικό.

Η λέξη americano στο Ιταλικό σημαίνει αμερικανικός, αμερικάνικα, αμερικάνικος, αμερικανικός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Αμερικάνος, Αμερικανός, Γιάνκης, Αμερικάνος, καναδός, αμερικάνικος, αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικος, Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανή, Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα, βρωμολατινοαμερικάνος, βρωμολατινοαμερικάνα, αφροαμερικανικός, ελάφι, ισπανόφωνος, Λατινόαμερικάνος, ισπανόφωνος, εντελώς αμερικάνικος, κράνμπερι, χίκορι το γλαυκόν, ατριχόρνις, φύλιρα, φυλίρα, μύρτιλλο, λάριξ, Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς, αμερικάνικα Αγγλικά, καφές φίλτρου, καφετιέρα, ποδοσφαιριστής, το αμερικάνικο όνειρο, μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζο, αμερικανικός κοκκινούρης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χυμός κράνμπερι, Αμερικανικό νανογλάρονο, κοκκινοβασιλίσκος, είδος γερακιού, κιτρινόκουκος, ευώνυμο, τυπικά αμερικανικά προϊόντα, η αστερόεσσα σημαία, μεσαία τάξη Αμερικάνων, Υγράμβαρη η στυρακοφόρος, Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή, παραδοσιακός αμερικάνικος, μεξικανοαμερικανικός, αμερικάνικο ποδόσφαιρο, χίκορι, λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολ, αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ, προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ, σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, δύο πίντες, κράνμπερι, αμερικανοασιατικός, γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου, που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα, με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά, αγριόπρασο, η κουλτούρα των Αμερικάνων μεξικανικής καταγωγής, υγραμβάρη, υγραμβάρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης americano

αμερικανικός

aggettivo (delle Americhe) (Αμερικάνικη Ήπειρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
In senso lato, il Brasile è un paese americano.

αμερικάνικα

aggettivo (della lingua inglese americano)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Gli inglesi generalmente riescono a capire l'inglese americano senza problemi.
Οι Βρετανοί συνήθως καταλαβαίνουν τ' αμερικάνικα αγγλικά χωρίς πρόβλημα.

αμερικάνικος, αμερικανικός

aggettivo (degli U.S.A.) (των ΗΠΑ)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alcuni preferiscono le auto americane.
Πολλοί προτιμούν τα αμερικάνικα (or: αμερικανικά) αυτοκίνητα.

Αμερικάνος, Αμερικανός

(cittadino degli U.S.A.) (από τις ΗΠΑ)

Sì, è americano; è cresciuto nell'Ohio.
Ναι, είναι Αμερικάνος (or: Αμερικανός). Μεγάλωσε στο Οχάιο.

Αμερικάνος, Αμερικανός

(cittadino di un paese americano)

I miei amici messicani mi ricordano che anche loro sono americani.

Αμερικάνος, Αμερικανός

(residente dell'emisfero occidentale)

In un certo senso, un canadese è americano quanto un newyorkese.

Γιάνκης

A Londra vivono decine di migliaia di americani.
Δεκάδες χιλιάδες Γιάνκηδες ζουν στο Λονδίνο.

Αμερικάνος, καναδός

sostantivo maschile (nordamericano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'americano vestito da turista e con una macchina fotografica al collo sembrava del tutto fuori posto.

αμερικάνικος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
James gestisce un'azienda che importa auto americane nel Regno Unito.

αμερικανο-κινεζικός, αμερικανο-κινέζικος

aggettivo (ανεπίσημο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Αφροαμερικάνος, Αφροαμερικανή

sostantivo maschile

Λατινοαμερικάνος, Λατινοαμερικάνα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

βρωμολατινοαμερικάνος, βρωμολατινοαμερικάνα

sostantivo maschile (προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

αφροαμερικανικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάφι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una mandria di wapiti arrivò in città per nutrirsi durante l'inverno.
Το κοπάδι των ελαφιών μπήκε στην πόλη για να βρει τροφή το χειμώνα.n

ισπανόφωνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

Λατινόαμερικάνος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli immigrati ispano-americani costituiscono la metà della popolazione del quartiere.

ισπανόφωνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

εντελώς αμερικάνικος

L'immagine della popstar è quella del ragazzo tipicamente americano.

κράνμπερι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
A Jay piacciono i mirtilli rossi americani secchi sui muffin.
Στον Τζέι αρέσουν τα ξερά κράνμπερι στα μάφιν του.

χίκορι το γλαυκόν

sostantivo maschile (φυτολογία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In questa zona crescono diverse specie di noce americano.

ατριχόρνις

sostantivo maschile (uccelli) (ωδικό πτηνό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φύλιρα, φυλίρα

sostantivo maschile (δέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μύρτιλλο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λάριξ

sostantivo maschile (κωνοφόρο δέντρο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Αμερικανός από Γιαπωνέζους γονείς

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αμερικάνικα Αγγλικά

sostantivo maschile

Ci sono moltissime differenze ortografiche fra l'inglese americano e l'inglese britannico.

καφές φίλτρου

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Mi piace il caffè filtrato, non quello liofilizzato.
Μ’ αρέσει ο καφές φίλτρου, όχι ο στιγμιαίος.

καφετιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Devo comprare degli altri filtri per la mia macchina per il caffè filtro.
Πρέπει ν' αγοράσω μερικά φίλτρα για την καφετιέρα μου.

ποδοσφαιριστής

sostantivo maschile (football americano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Alcuni giocatori di football guadagnano cifre assurde.

το αμερικάνικο όνειρο

sostantivo maschile (μεταφορικά)

Sono immigrati di seconda generazione che stanno vivendo il sogno americano.
Είναι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ζουν το αμερικάνικο όνειρο.

μικρό γεράκι, αμερικανικό βραχοκιρκίνεζο

sostantivo maschile

Il gheppio americano, un piccolo falco, ha gli stessi tratti del muso a elmetto come il più grande falco pellegrino.

αμερικανικός κοκκινούρης

sostantivo maschile (πτηνό)

Il codirosso americano è l'unica silvia con piumaggio arancione e nero; la maggior parte delle silvie sono gialle e nere.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo maschile

χυμός κράνμπερι

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il succo di mirtillo rosso americano è molto salutare e pare che possa combattere le infezioni urinarie.

Αμερικανικό νανογλάρονο

sostantivo maschile (ornitologia) (είδος θαλάσσιου πουλιού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοκκινοβασιλίσκος

sostantivo maschile (uccelli) (ζωολογία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

είδος γερακιού

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κιτρινόκουκος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ευώνυμο

sostantivo maschile (θάμνος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυπικά αμερικανικά προϊόντα

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

η αστερόεσσα σημαία

(εθνικός ύμνος των Η.Π.Α.)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μεσαία τάξη Αμερικάνων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Υγράμβαρη η στυρακοφόρος

sostantivo maschile (δέντρο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Αμερικανός με μεξικανική καταγωγή

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραδοσιακός αμερικάνικος

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

μεξικανοαμερικανικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αμερικάνικο ποδόσφαιρο

sostantivo maschile

Sì, gioca a football americano. Fa il quarterback.
Ναι, παίζει αμερικάνικο ποδόσφαιρο· παίζει επιθετικός.

χίκορι

aggettivo (ξύλο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I manici degli attrezzi spesso sono di noce americano.

λάτρης του αμερικάνικου φούτμπολ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È un grande appassionato di football americano; quando non è allo stadio, sta guardando una partita in televisione.

αγώνας αμερικάνικου ποδοσφαίρου, αγώνας φούτμπολ

(football americano)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il Super Bowl è l'ultima partita di football della stagione professionistica americana.

προπόνηση αμερικάνικου ποδοσφαίρου, προπόνηση φούτμπολ

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σεζόν στο αμερικάνικο φούτμπολ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δύο πίντες

sostantivo maschile (misura)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κράνμπερι

locuzione aggettivale

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La mia bevanda preferita al mirtillo rosso americano contiene anche del succo di mela.
Το αγαπημένο μου ποτό με κράνμπερι έχει και χυμό μήλου.

αμερικανοασιατικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

γήπεδο αμερικάνικου ποδοσφαίρου

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

που έχει Ασιάτη στρατιωτικό πατέρα και Αμερικανίδα μητέρα

locuzione aggettivale (padre asiatico, madre statunitense)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγριόπρασο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η κουλτούρα των Αμερικάνων μεξικανικής καταγωγής

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

υγραμβάρη

sostantivo maschile (ξύλο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υγραμβάρη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του americano στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.