Τι σημαίνει το amica στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης amica στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του amica στο Ιταλικό.

Η λέξη amica στο Ιταλικό σημαίνει φίλη, φιλενάδα, φίλη, φίλη, φιλενάδα, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φιλαράκι, φίλος, φιλαράκος, φίλος, φίλος, φίλη, φίλε, μικρέ, φίλος μου, μικρέ, φιλαράκι, φίλε, φίλος, φιλαράκος, φιλικός, φίλε, φιλαράκι, κολλητέ, φίλε, φιλαράκι, σύντροφος, συντρόφισσα, φίλος, φίλη, έχω καλές σχέσεις, γείτονα, γειτόνισσα, φίλος, αδερφός, φιλικός, φίλε, φίλε, φιλαράκι, παλιόφιλος, φίλος, ο φίλος μου, καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός, φιλαράκι, φίλος, φιλαράκος, κολλητός, φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας, συνέταιρος, συνεταίρος, συνεργάτης, εσύ, φίλος, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φίλος, αδερφικός, παλιόφιλος, φίλος, φίλη, φίλος, φίλη, φίλε, φιλαράκι, γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες, στενή φίλη, έμπιστη φίλη, αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης amica

φίλη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Becky è andata a vedere lo spettacolo con le sue amiche.
Η Μπέκυ πήγε να δει το έργο με τις φιλενάδες της.

φιλενάδα, φίλη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλη, φιλενάδα

(figurato, gergale: amica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ha molti amici.
Έχει πολλούς φίλους.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile (social network)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Siamo amici su Facebook.
Είμαστε φίλοι στο facebook.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Amico o nemico?

φίλος, φίλη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Non si dovrebbero criticare gli amici della nostra nazione in periodi di crisi.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Conosci già il mio amico Kevin?
Γνώρισες το φιλαράκι μου τον Κέβιν;

φιλαράκι

sostantivo maschile (colloquiale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Siamo amici fin dai tempi della scuola elementare.
Είμαστε παλιόφιλοι από το δημοτικό.

φίλος, φιλαράκος

sostantivo maschile (colloquiale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ehi, amico, mi daresti una moneta?

φίλος

interiezione (informale, figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Joe è mio amico e stiamo insieme tutto il tempo.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile (uso colloquiale)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

φίλε, μικρέ

interiezione (καθομ: προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φίλος μου

sostantivo maschile (άντρας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pierre è un mio buon amico.

μικρέ

sostantivo maschile (appellativo)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

φιλαράκι

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φίλε

sostantivo maschile (appellativo) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φίλος, φιλαράκος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φιλικός

aggettivo (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vieni al pub con me per una chiacchierata amica.

φίλε, φιλαράκι, κολλητέ

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Grazie, amico!
Ευχαριστώ, φιλαράκι!

φίλε, φιλαράκι

sostantivo maschile (appellativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σύντροφος, συντρόφισσα

(σπάνιο, παλαιό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ehi amici! Andiamo a mangiare da qualche parte!

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

έχω καλές σχέσεις

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nonostante la conosca appena siamo amici.
Παρότι την γνωρίζω ελάχιστα, έχω καλές σχέσεις μαζί της.

γείτονα, γειτόνισσα

interiezione (χαιρετισμός)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ehi amico, che fai?
Γεια σου γείτονα, τι κάνεις;

φίλος, αδερφός

sostantivo maschile (familiare)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ehi amico, puoi venire ad aiutarmi qui?
Ε, φιλαράκι, μπορείς να έρθεις να με βοηθήσεις με αυτό;

φιλικός

aggettivo (fuoco)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un soldato è morto in seguito a fuoco amico perché altri soldati lo hanno scambiato per il nemico.

φίλε

(informale) (προσφώνηση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Come va, amico?
Φίλε (or: Φιλαράκι), τι κάνεις;

φίλε, φιλαράκι

interiezione (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ehi amico, come va?

παλιόφιλος

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
E allora come ti va, vecchio amico?

φίλος

sostantivo maschile (χωρίς ερωτική σχέση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sandra si incontra con il suo amico Tom ogni domenica per un caffé.

ο φίλος μου

sostantivo maschile (appellativo informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καλοσυνάτος, γλυκομίλητος, ευκοινώνητος, συμπαθητικός

aggettivo (persona) (χαρακτήρας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Alla festa erano tutti amici, nonostante le diverse vedute politiche.

φιλαράκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Adrian si incontra con i suoi amici al pub.
Ο Άντριαν θα δει τα φιλαράκια του στην παμπ.

φίλος, φιλαράκος, κολλητός

sostantivo maschile (come appellativo)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ho incontrato un mio amico al centro commerciale.

φιλαράκος, κολλητός, φιλάρας

sostantivo maschile (appellativo) (αργκό,ειρωνικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È un piacere vederti, amico!

συνέταιρος, συνεταίρος, συνεργάτης

sostantivo maschile (δουλειά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εσύ

interiezione

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)

φίλος

sostantivo maschile (allocuzione)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
"Tutto a posto, fratello?", disse Ben quando incontrò Adam fuori dal cinema.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ah, lui è Sam. È un mio amico.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
I due sono amici dai tempi in cui andavano a scuola insieme.
Οι δυο άνδρες είναι φίλοι από τότε που ήταν μαζί στο σχολείο.

φίλος

sostantivo maschile (informale)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αδερφικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mo si comporta in modo fraterno con tutti i suoi cugini più piccoli.

παλιόφιλος

sostantivo maschile (informale) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ciao vecchio amico. Non ci vediamo da tempo.

φίλος, φίλη

sostantivo maschile (informale)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il miglior amico di Tom è venuto in visita.
Ο καλύτερος φίλος του Τομ, ο Νταν, ήρθε για επίσκεψη.

φίλος, φίλη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Bill e Joe sono compagni d'avventure fin dalle scuole superiori.
Ο Μπιλ και ο Τζο είναι κολλητοί από το γυμνάσιο.

φίλε, φιλαράκι

interiezione (appellativo, peggiorativo) (ειρωνικό, καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ascolta, bello, perché non ti fai i fatti tuoi?
Άκου, φιλαράκι, γιατί δεν κοιτάς τη δουλειά σου;

γυναίκα που της αρέσουν οι ομοφυλόφιλοι άντρες

(gergale, offensivo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στενή φίλη, έμπιστη φίλη

Kirsten è una mia amica intima che è estremamente fidata.

αγαπητέ φίλε, αγαπητή φίλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του amica στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.