Τι σημαίνει το allegro στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης allegro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του allegro στο Ιταλικό.
Η λέξη allegro στο Ιταλικό σημαίνει αλέγκρο, αλέγκρο, αλέγκρο, ψιλομεθυσμένος, ζαλισμένος, χαρούμενος, εύθυμος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαρωπός, εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος, ευδιάθετος, κεφάτος, χαρωπός, κεφάτος, χαρούμενος, ζωηρός, χαρούμενος, χαρωπός, ευχάριστος, εύθυμος, καλός, χαρούμενος, χαζογελώντας, γελώντας νευρικά, παιχνιδιάρης, χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευχάριστος, ευδιάθετος, εύθυμος, ευτυχισμένος, χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαρος, χαρούμενος, ευχάριστος, ευδιάθετος, πρόσχαρος, κεφάτος, καλόκαρδος, πρόσχαρος, καλοσυνάτος, αθλητικός, εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος, ζωηρός, χαρούμενος, κεφάτος, θορυβώδης, ζωηρός, εύθυμος, χαρωπός, κεφάτος, εύθυμος, ευδιάθετος, χαρωπός, κεφάτος, χαρούμενος, ευχάριστος, διασκεδαστικός, χαρούμενος, ευχάριστος, γιορταστικός, γιορτινός, αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστος, γλεντζές, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης allegro
αλέγκροaggettivo (musica: andamento) (μουσική: ζωηρά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quella melodia lenta e triste cambiò completamente quando la suonarono con andamento allegro. |
αλέγκροaggettivo (musica: andamento) (μουσική: ζωηρός) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il terzo movimento del brano pianistico dovrebbe essere allegro. |
αλέγκροsostantivo maschile (musica: andamento) (μουσική: ζωηρό κομμάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ha concluso il concerto con un vivace allegro di Mozart. |
ψιλομεθυσμένος, ζαλισμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Ero un po' alticcio e non volevo dire niente di cui mi sarei potuto pentire. Ήμουν ψιλομεθυσμένος και δεν ήθελα να πω κάτι που θα το μετάνιωνα. |
χαρούμενος, εύθυμος(persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gerald è un allegro anziano che ha sempre tempo per gli altri. Ο Τζέραλντ είναι ένας πρόσχαρος ηλικιωμένος και πάντα έχει χρόνο για τους άλλους. |
εύθυμος, πρόσχαρος, χαρωπόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La receptionist all'accettazione è sempre allegra e amichevole. |
εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευδιάθετος, κεφάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Η κόσμος αποζητά την παρέα της γιατί είναι πάντα τόσο χαρωπή. |
κεφάτος, χαρούμενος, ζωηρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος, χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona di solito è allegra (or: felice) di mattina. Η Φιόνα είναι συνήθως χαρούμενη (or: ευδιάθετη) το πρωί. |
ευχάριστος, εύθυμος, καλός, χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La festa per il pensionamento di Henry fu un evento allegro con molte celebrazioni. |
χαζογελώντας, γελώντας νευρικάaggettivo (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le ragazze erano chiacchierone e divertenti dopo la festa. |
παιχνιδιάρηςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος, ευτυχισμένοςaggettivo (situazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken ha augurato a tutti un felice Natale e se ne è andato a casa. Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι. |
ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questa stazione radio passa solo musica rock movimentata. |
ευδιάθετοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il solo pensiero di lei lo ha reso allegro per tutto il giorno. |
εύθυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευτυχισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando ci frequentavamo la scorsa primavera ero felice. Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε. |
χαρούμενος, εύθυμος, πρόσχαροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jen è sempre allegra. Η Τζεν έχει πάντα πρόσχαρη διάθεση. |
χαρούμενος, ευχάριστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il rapporto dà una valutazione ottimistica del mercato immobiliare. Η αναφορά δίνει μια αισιόδοξη εικόνα όσον αφορά την αγορά ακινήτων. |
ευδιάθετος, πρόσχαρος, κεφάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La stanza era gioiosa al mattino presto, quando la luce solare si diffondeva attraverso le finestre grandi. |
καλόκαρδος, πρόσχαρος, καλοσυνάτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il vecchio gioviale accoglieva sempre i visitatori nella sua casa. |
αθλητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Larry era di umore allegro dopo la bella giornata di lavoro. |
εύθυμος, ανάλαφρος, ξέγνοιαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζωηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una donna minuta e vivace saltellò giù per le scale. |
χαρούμενος, κεφάτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli studenti erano allegri perché scoprirono che le lezioni erano state cancellate a causa della tempesta di neve. |
θορυβώδης, ζωηρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύθυμος, χαρωπός, κεφάτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εύθυμος, ευδιάθετος, χαρωπός, κεφάτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Χαρούμενα τραγούδια ακούγονταν από το πάρτι στο διπλανό σπίτι. |
ευχάριστος, διασκεδαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kate ha trascorso delle ore piacevoli al mercato. |
χαρούμενος, ευχάριστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il party doveva essere un'occasione festosa ma Brian è stato coinvolto in una rissa. |
γιορταστικός, γιορτινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La musica crea una graziosa atmosfera di festa. Η μουσική δημιουργεί ωραία γιορτινή ατμόσφαιρα. |
αμέριμνος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, ξένοιαστοςlocuzione aggettivale (di persona ingenua) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
γλεντζές, γλεντοκόπος, χαροκόπος, ξεφαντωτήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του allegro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του allegro
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.