Τι σημαίνει το aggiunta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aggiunta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aggiunta στο Ιταλικό.

Η λέξη aggiunta στο Ιταλικό σημαίνει προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, γράφω επάνω σε κτ, συνδέω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, προσαρτώ, συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο, εισάγω, προσθέτω, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω απαλά, ενσωματώνω απαλά, ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω, ενσωματώνω, συνδυάζω, συμπεριλαμβάνω, εξηγώ, ρίχνω κτ σε κτ, προσθέτω, προσθήκη, πρόσθεση, προσθήκη, εισαγωγή, προσθήκη, συμπερίληψη, πρόσθετος, επέκταση, ενσωμάτωση, ένταξη, βοηθητικός, υποστηρικτικός, προσθήκη, ένεση, προσαρτημένος, βοηθός, επιπλέον, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, ρίχνω αλκοόλ σε κτ, βάζω αλκοόλ σε κτ, το κερασάκι στην τούρτα, προσθέτω προζύμι, προσθέτω μαγιά, ανεβάζω την αξία, προσθέτω κτ στο μίγμα, προσθέτω κτ σε κτ, προσθέτω το πρόθημα κτ σε κτ, επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο, αποθηκεύω κτ στους σελιδοδείκτες, συμπεριλαμβάνω, μετακινούμαι με το tab, χρεώνω, επενδύω μουσικά, βάζω υποσημειώσεις σε κτ, βάζω, αλατίζω, καρυκεύω, στολίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aggiunta

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La famiglia ha aggiunto una stanza alla casa.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avete qualcosa da aggiungere alla discussione?
Έχεις να προσθέσεις κάτι στη συζήτηση;

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le spezie danno un intenso sapore a questo piatto.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε ομιλία ή κείμενο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (extra, sovrapprezzo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I ristoranti aggiungono l'IVA dopo aver calcolato il conto.

γράφω επάνω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (a uno scritto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συνδέω, προσθέτω

(κάτι σε κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'avvocato aggiunse due ulteriori prove nella comparsa.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (matematica: addizione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La cioccolata calda ha un sapore particolarmente buono se aggiungi un po' di sale.
Η ζεστή σοκολάτα αποκτά ιδιαίτερη νοστιμιά αν βάλεις και λίγο αλάτι.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι άσχετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσαρτώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il proprietario della boutique ha deciso di espandere i propri affari e ha annesso il magazzino vuoto dell'edificio accanto.

συμπεριλαμβάνω κτ σε κτ άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Αυτό το εστιατόριο αυτομάτως συμπεριλαμβάνει χρέωση υπηρεσιών στον λογαριασμό.

εισάγω, προσθέτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'editore ha inserito alcuni commenti per l'autore nel manoscritto.
Ο εκδότης πρόσθεσε κάποια σχόλια στο χειρόγραφο για τον συγγραφέα.

ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter ha inserito il suo disegno preferito nel logo.
Ο Πήτερ ενσωμάτωσε τα αγαπημένα του σχέδια στο λογότυπό του.

περιλαμβάνω, συμπεριλαμβάνω

(informale, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se compri questo computer, ti metto dentro una stampante gratis.
Αν αγοράσεις αυτό τον υπολογιστή, θα συμπεριλάβω και έναν εκτυπωτή δωρεάν.

ενσωματώνω απαλά

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina) (μαγειρική)

Quando le uova e il burro sono ben mescolati, incorpora la farina.
Όταν έχουν ανακατευτεί καλά τα αυγά και το βούτυρο, ενσωματώστε απαλά το αλεύρι.

ενσωματώνω απαλά

verbo transitivo o transitivo pronominale (cucina) (μαγειρική)

Aggiungere i bianchi d'uovo nell'impasto girando con una frusta finché non sono bene amalgamati.

ενσωματώνω, συμπεριλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim ha inserito le sue idee politiche nella presentazione scolastica.
Ο Τζιμ ενσωμάτωσε τις πολιτικές του ιδέες στην παρουσίαση για τη σχολή του.

ενσωματώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il documento va bene, ma riesci a inserire una citazione del lavoro di John?
Μου αρέσει η αναφορά, αλλά θα μπορούσες κάπως να ενσωματώσεις μία μνεία στην συνεισφορά του Τζον;

συνδυάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ με κτ, κτ και κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Metti insieme il totale di questa colonna e il totale dell'altra per ottenere l'importo complessivo.
Συνδύασε το ποσό απ΄αυτήν την στήλη με το ποσό από εκείνη τη στήλη για να δεις το συνολικό ποσό.

συμπεριλαμβάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se dovessi fare una lista dei miei dieci cantanti preferiti, non aggiungerei lei.
Εάν έκανα μια λίστα με τους δέκα αγαπημένους μου τραγουδιστές δεν θα την συμπεριλάμβανα.

εξηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Lei dorme già", ha spiegato lui.
«Κοιμάται ήδη», ξεκαθάρισε.

ρίχνω κτ σε κτ

(in cibi e bevande)

Abbiamo messo del lassativo nel suo cibo.

προσθέτω

(inserire) (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha incluso un tocco di umorismo nel suo discorso.

προσθήκη, πρόσθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'aggiunta di un commesso al team dovrebbe aiutarli a vendere i prodotti.
Η προσθήκη ενός πωλητή στην ομάδα θα πρέπει να τους βοηθήσει να πουλήσουν τα προϊόντα τους.

προσθήκη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Guarda in fondo al programma per vedere l'aggiunta.

εισαγωγή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Puoi migliorare il tuo saggio mettendo alcune aggiunte alla parte principale.

προσθήκη, συμπερίληψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutte queste aggiunte dell'ultimo minuto mi scombinano l'assegnazione dei posti a sedere.
Αυτές οι προσθήκες (or: συμπεριλήψεις) της τελευταίας στιγμής θα μπερδέψουν το πλάνο των τραπεζιών που έχω διαμορφώσει.

πρόσθετος

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επέκταση

(edilizia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sulla casa di Sarah è stato costruito un ampliamento.
Η Σάρα έκανε μια επέκταση στο σπίτι της.

ενσωμάτωση, ένταξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βοηθητικός, υποστηρικτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσθήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il professore utilizza delle risorse multimediali a sostegno dei classici metodi didattici.

ένεση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'unica cosa che può salvare il progetto è un contributo in denaro.
Μια ένεση ρευστού είναι το μόνο που μπορεί να σώσει το έργο.

προσαρτημένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

βοηθός

sostantivo maschile (assistente)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

επιπλέον

Il valore aggiunto di questa stanza d'albergo è la splendida vista che si ha dal balcone.
Αυτό το δωμάτιο του ξενοδοχείου έχει το επιπλέον πλεονέκτημα της όμορφης θέας από το μπαλκόνι.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I condimenti aggiungono sapore al cibo.
Τα καρικεύματα προσθέτουν γεύση στο φαγητό.

προσθέτω

(matematica) (μαθηματικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se sommi uno e sei, il totale è sette.

προσθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim ha intenzione di aggiungere il suo lavoro al progetto.

ρίχνω αλκοόλ σε κτ, βάζω αλκοόλ σε κτ

(bevande)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter si è ubriacato molto quando qualche idiota gli ha corretto il drink.
Ο Πήτερ μέθυσε άσχημα όταν κάποιος ηλίθιος του έριξε αλκοόλ στο ποτό του.

το κερασάκι στην τούρτα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Χάθηκαν στο δάσος. Το κερασάκι στην τούρτα ήταν ότι τους είχαν τελειώσει τα τρόφιμα.

προσθέτω προζύμι, προσθέτω μαγιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aggiungere il lievito aiuta a far lievitare il pane.

ανεβάζω την αξία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un giardino ben progettato aggiunge valore alla casa.

προσθέτω κτ στο μίγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσθέτω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (a una parola)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Generalmente, per formare il gerundio in inglese bisogna aggiungere al verbo il suffisso "-ing".

προσθέτω το πρόθημα κτ σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se si aggiunge il prefisso "in" a una parola, questa assume una connotazione negativa.

επισυνάπτω κτ σε κτ άλλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

αποθηκεύω κτ στους σελιδοδείκτες

verbo transitivo o transitivo pronominale (internet)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A Carol piace salvare nei preferiti le pagine web delle sue ricette preferite.

συμπεριλαμβάνω

(κπ/κτ σε κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aggiungiamo questa pubblicazione in bibliografia.
Ας συμπεριλάβουμε αυτό το βιβλίο στις πηγές.

μετακινούμαι με το tab

verbo transitivo o transitivo pronominale (κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Jane mise una tabulazione nel punto in cui voleva che iniziasse il testo.

χρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi aggiungere al mio conto?

επενδύω μουσικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (film) (την ταινία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando il resto fu terminato, lo studio aggiunse una colonna sonora al film.

βάζω υποσημειώσεις σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il negoziante ha messo un costo aggiuntivo sull'acquisto per le spese di trasporto.

αλατίζω, καρυκεύω, στολίζω

(μεταφορικά: διανθίζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η εφημερίδα έβαλε αλατοπίπερο στην ιστορία, για να προσελκύσει περισσότερο το ενδιαφέρον των αναγνωστών της.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aggiunta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.