Τι σημαίνει το affascinante στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης affascinante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του affascinante στο Ιταλικό.
Η λέξη affascinante στο Ιταλικό σημαίνει καθηλωτικός, εκθαμβωτικός, συναρπαστικός, αξιαγάπητος, συμπαθητικός, λαμπρός, λαμπερός, κομψός, εντυπωσιακός, εκθαμβωτικός, γκλαμουράτος, ακαταμάχητος, καθηλωτικός, γοητευτικός, συναρπαστικός, ελκυστικός, γοητευτικός, μαγευτικός, καθηλωτικός, γοητευτικός, μαγευτικός, θελκτικός, αξιαγάπητος, ενδιαφέρων, σαγηνευτικός, γοητευτικός, γοητευτικός, συναρπαστικός, μαγευτικός, καθηλωτικός, σαγηνευτικός, ελκυστικός, γοητευτικός, εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστος, γοητεύω, καταγοητεύω, σαγηνεύω, κάνω κπ να ερωτευτεί, σαγηνεύω, μαγεύω, γοητεύω, γοητεύω, εξάπτω την περιέργεια, κινώ το ενδιαφέρον, υπνωτίζω, μαγεύω, μαγνητίζω, γοητεύω, σαγηνεύω, συναρπάζω, βάζω σε πειρασμό, μαγεύω, ελκυστικός, θελκτικός, γόης, ωραιοποιώ, ευχάριστα, μοντέρνος άνθρωπος, πιο γοητευτικός, χαριτωμένα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης affascinante
καθηλωτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La critica ha descritto la performance come affascinante. |
εκθαμβωτικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'attore ha avuto una carriera affascinante. Η ηθοποιός είχε μια εντυπωσιακή καριέρα. |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αξιαγάπητος, συμπαθητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ragazza di Rob è affascinante: sembra che piaccia a tutti. Η κοπέλα του Ρομπ είναι ελκυστική, φαίνεται να αρέσει σε όλους. |
λαμπρός, λαμπερός, κομψός, εντυπωσιακόςaggettivo (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha sempre un aspetto affascinante, anche a lavoro. |
εκθαμβωτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sei davvero incantevole con quel vestito. |
γκλαμουράτοςaggettivo (καθομιλουμένη, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ακαταμάχητοςaggettivo (μτφ: επιθυμητός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il sorriso affascinante di Mario mi ha convinto a uscire con lui. |
καθηλωτικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dan lanciò ad Emily un sorriso affascinante. Ο Νταν χάρισε στην Έμιλυ ένα γοητευτικό χαμόγελο. |
γοητευτικός(nei modi) (το άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tizio che nel bar cercava di attaccare bottone con le donne evidentemente pensava di essere davvero affascinante. Ο τύπος που προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα σε γυναίκες στο μπαρ προφανώς πίστευε ότι είναι πολύ γοητευτικός. |
συναρπαστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo spettacolo di luci era affascinante. |
ελκυστικός, γοητευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lana ha un aspetto davvero attraente con quel cappello. |
μαγευτικός, καθηλωτικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il pubblico ha trovato lo spettacolo avvincente; non c'è stato un solo rumore fino alla fine della performance. |
γοητευτικός, μαγευτικός, θελκτικός, αξιαγάπητος(persona) (άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ενδιαφέρων
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Il filosofo pose una domanda intrigante e ad oggi non ne conosciamo ancora la risposta. Ο φιλόσοφος έκανε μια ενδιαφέρουσα ερώτηση και δεν ξέρουμε την απάντηση ακόμα και σήμερα. |
σαγηνευτικός, γοητευτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo visto una rappresentazione affascinante dell'Amleto. Απολαύσαμε μια σαγηνευτική παράσταση του «Άμλετ». |
γοητευτικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Chi è quel signore galante laggiù? |
συναρπαστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini hanno trovato lo spettacolo al circo coinvolgente e sono restati senza parole mentre lo guardavano. |
μαγευτικός, καθηλωτικός, σαγηνευτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ελκυστικός, γοητευτικόςaggettivo (rivolto a persone) (φυσική ομορφιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lei è carina, ma sua sorella è ancora più bella. Είναι ελκυστική (or: γοητευτική), αλλά η αδερφή της είναι ακόμα πιο όμορφη. |
εμφανίσιμος, ευπαρουσίαστοςaggettivo (estetica, rivolto a persone) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ma guarda un po'! Che bel giovanotto che sei diventato! |
γοητεύω, καταγοητεύω, σαγηνεύω(ελκύω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tuo anello mi affascina, che tipo di pietra è? |
κάνω κπ να ερωτευτεί(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) John è diventato una star della televisione e ha conquistato i teenager di tutto il mondo. |
σαγηνεύω, μαγεύω, γοητεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γοητεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ragazzina affascinò il venditore e questo le offrì un cono gelato. Το μικρό κορίτσι μάγεψε τον μαγαζάτορα και της έδωσε ένα δωρεάν παγωτό χωνάκι. |
εξάπτω την περιέργεια, κινώ το ενδιαφέρονverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I fotoritratti dell'era vittoriana mi hanno sempre intrigato. Πάντα με ιντρίγκαραν οι Βικτωριανές φωτογραφίες πορτρέτα. |
υπνωτίζω, μαγεύω, μαγνητίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La performance impeccabile della ballerina ha incantato il pubblico. Ο άψογος χορός της χορεύτριας υπνώτισε το κοινό. |
γοητεύω, σαγηνεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molte persone sono attratte dall'attrice, ma io non vedo il suo fascino. |
συναρπάζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo spettacolo del mago ha ammaliato i bambini. |
βάζω σε πειρασμό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ci ha stuzzicato con aromi d'aglio ed erbe arrosto. |
μαγεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I fuochi d'artificio incantarono i bambini. Η επίδειξη των βεγγαλικών μάγεψε τα παιδιά. |
ελκυστικός, θελκτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Indossava un vestito molto seducente. Φορούσε ένα πολύ ελκυστικό φόρεμα. |
γόης
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nuovo fidanzato di Lindsey è un seduttore: scommetto che ha avuto molte fidanzate in passato! |
ωραιοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sandy pensa che i programmi televisivi non dovrebbero rendere glamour le gravidanze durante l'adolescenza. |
ευχάρισταlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μοντέρνος άνθρωποςsostantivo femminile Una volta la gente seguiva la moda delle persone affascinanti. |
πιο γοητευτικόςaggettivo (άνδρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Attenta, non c'è uomo più affascinante di mio fratello. Πρόσεχε! Δε θα γνωρίσεις πιο γοητευτικό άντρα από τον αδερφό μου. |
χαριτωμέναlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του affascinante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του affascinante
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.