Τι σημαίνει το affermato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης affermato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του affermato στο Ιταλικό.

Η λέξη affermato στο Ιταλικό σημαίνει διατείνομαι, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, ισχυρίζομαι, διαβεβαιώνω, διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω, δηλώνω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, ανακοινώνω, διακηρύσσω, διεκδικώ, βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, ανακοινώνω, αναγγέλλω, βεβαιώνω, διαβεβαιώνω, δηλώνω, ανακοινώνω, ισχυρίζομαι ότι/πως, εκφράζω, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, διατείνομαι, δηλώνω, σύμφωνα με, λέω, δηλωθείς, επιτυχημένος, πετυχημένος, καθιερωμένος, παγιωμένος, πετυχημένος, δηλωμένος, είναι σίγουρο, είναι αλήθεια, δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές, κάνω λάθος δήλωση, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, ανακοινώνω, αναγγέλλω, υποστηρίζω, ισχυρίζομαι, ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ, ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ, ισχυρίζομαι, υποστηρίζω, αυτοαποκαλούμαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης affermato

διατείνομαι, ισχυρίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Afferma di conoscere personalmente diversi governatori.
Διατείνεται (or: ισχυρίζεται) ότι γνωρίζει αρκετούς κυβερνήτες προσωπικά.

υποστηρίζω, ισχυρίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giornale affermava che la coppia viveva separata.
Η εφημερίδα υποστηρίζει (or: ισχυρίζεται) ότι το ζευγάρι ζει χωριστά.

ισχυρίζομαι

(ότι είμαι κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η έρευνα της Άμπερ ισχυρίζεται πως αποδεικνύει πως η κατανάλωση της σοκολάτας κάνει καλό.

διαβεβαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vivian affermò che il cane non era il responsabile di quel trambusto.
Η Βίβιαν διαβεβαίωσε ότι ο σκύλος της δεν ευθυνόταν για την ακαταστασία.

διαβεβαιώνω, επιβεβαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha affermato che avrebbe procurato dei finanziamenti per il gruppo.
Διαβεβαίωσε ότι θα παρείχε χρηματοδότηση στον όμιλο.

δηλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la sua toccante omelia il prete affermò la bontà di tutto il genere umano.

βεβαιώνω, διαβεβαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανακοινώνω, διακηρύσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Olivia ha affermato la sua intenzione di diventare la prima donna presidente.
Η Ολίβια δήλωσε την πρόθεσή της να γίνει η πρώτη γυναίκα πρόεδρος.

διεκδικώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth affermò il suo diritto a un processo equo.
Ο Σεθ διεκδίκησε το δικαίωμά του για μια δίκαιη δίκη.

βεβαιώνω, επιβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι

(ως κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry si presentava come un esperto.
Ο Λάρυ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ειδικό.

ανακοινώνω, αναγγέλλω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente ha annunciato le proprie dimissioni.
Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του.

βεβαιώνω, διαβεβαιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il testimone affermò di non conoscere l'imputato.

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ισχυρίζομαι ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale ([qlcs] su se stessi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

εκφράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quentin si è messo in ginocchio e ha professato il suo amore eterno nei miei confronti.
Ο Κουέντιν έπεσε στα γόνατα και δήλωσε την αιώνια αγάπη του για μένα.

ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι ή ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sosteneva che lo sparatore indossasse un maglione nero.
Ισχυρίστηκε (or: Υποστήριξε) ότι ο σκοπευτής φορούσε ένα μαύρο πουλόβερ.

ισχυρίζομαι, διατείνομαι, υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo scienziato sosteneva che il riscaldamento globale è perlopiù frutto dell'operato dell'uomo.
Ο επιστήμονας υποστήριζε πως η υπερθέρμανση του πλανήτη είναι κυρίως εξαιτίας της ανθρώπινης δραστηριότητας.

ισχυρίζομαι, διατείνομαι

(ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Roger sostiene di aver visto gli alieni.
Ο Ρότζερ ισχυρίζεται ότι έχει δει εξωγήινους.

δηλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo sposo ha dichiarato il suo amore per la sposa.
Ο γαμπρός διακήρυξε την αγάπη του για τη νύφη.

σύμφωνα με

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La leggenda racconta che i laghi sono le orme di un gigante.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si dice che sia la migliore pittrice della sua generazione.
Λέγεται πως είναι η καλύτερη ζωγράφος της γενιάς της.

δηλωθείς

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Το δηλωθέν εισόδημά της ξεπερνά τα πέντε εκατομμύρια.

επιτυχημένος, πετυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ο γιος μας είναι φτασμένος γιατρός.

καθιερωμένος, παγιωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

πετυχημένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ora è un dirigente di successo, ma un tempo lavorava nell'ufficio di smistamento della posta.

δηλωμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ned ha rispettato la sua intenzione dichiarata e ha fatto esattamente ciò che ha detto che avrebbe fatto.

είναι σίγουρο, είναι αλήθεια

verbo transitivo o transitivo pronominale (ανεπιφύλακτα, με σιγουριά)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Si può affermare con sicurezza che alla maggior parte dei bambini piace la pizza.

δηλώνω/επισημαίνω κάτι ήδη προφανές

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω λάθος δήλωση

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il romanzo si presenta come l'autobiografia di un uomo di cent'anni.

ανακοινώνω, αναγγέλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Julie ha dichiarato che si sarebbe presa il pomeriggio libero.
Η Τζούλι ανακοίνωσε πως θα δεν θα δούλευε το απόγευμα.

υποστηρίζω, ισχυρίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Molti fisici sostengono che i buchi neri esistono.
Πολλοί φυσικοί υποστηρίζουν (or: ισχυρίζονται) ότι υπάρχουν μαύρες τρύπες.

ισχυρίζομαι ότι/πως κάνω κτ, υποστηρίζω ότι/πως κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questa marchio di vernici sostiene di coprire un'area più ampia rispetto a quella coperta dal concorrente.
Αυτή η εταιρεία βαφών ισχυρίζεται ότι καλύπτει μεγαλύτερη επιφάνεια σε σχέση με του ανταγωνιστές της.

ισχυρίζομαι ότι είμαι κτ, διατείνομαι ότι είμαι κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Affermi di essere un musicista, ma sarà vero? // Il giovane affermava di essere il figlio che lei non vedeva più da anni.
Ισχυρίζεσαι (or: Διατείνεσαι) πως είσαι μουσικός, αλλά είναι αλήθεια αυτό;

ισχυρίζομαι, υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως έχω κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Weston ha sostenuto di aver inventato un nuovo metodo per la produzione del rame.
Ο Γουέστον υποστήριξε πως έχει εφεύρει μια νέα μέθοδο για την παραγωγή χαλκού.

αυτοαποκαλούμαι

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha affermato di essere il figlio del defunto che era stato via per lungo tempo e adesso è tornato per reclamare l'eredità.
Δήλωσε ότι είναι ο από καιρό χαμένος γιος του αποθανόντος, που επέστρεψε για να διεκδικήσει την κληρονομιά του.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του affermato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.