Τι σημαίνει το zona στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης zona στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του zona στο Ιταλικό.
Η λέξη zona στο Ιταλικό σημαίνει περιοχή, ζώνη, περιοχή, έκταση, περιοχή, μέρος, τμήμα, κομμάτι, περιοχή, κομμάτι γης, θέση, δήμος, τόπος κατοικίας, περιβάλλον, συνοικία, γειτονιά, κοινότητα, κτιριακό συγκρότημα, οικόπεδο, ακτή, ακρογιαλιά, αποστρατικοποιημένη ζώνη, τοπικός, στο μέσο του πλοίου, σχεδόν, πίστα για σκι, προάστιο, μετόπισθεν, ενδοχώρα, βομβαρδισμένη περιοχή, ευρωζώνη, απομακρυσμένη περιοχή, τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίας, παραμεθόριος, περιοχή του λιμανιού, δασική έκταση, περιοχή με κέντρα διασκέδασης, βάλτος, ηλιόλουστο απάγκιο, ηλιόλουστο σημείο, ουδέτερη ζώνη, περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικία, αποστρατιωτικοποιημένη ζώνη, πληγείσα ζώνη, περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγι, πεδίο μάχης, στο στοιχείο μου, επικίνδυνη ζώνη, περιοχή χωρίς σήμα, έρημος, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, ορεινή περιοχή, οικισμός, στεγαστική ανάπτυξη, βιομηχανική ζώνη, οσφυϊκή χώρα, στρατιωτική βάση, ουδέτερη ζώνη, απομακρυσμένη περιοχή, αστική περιοχή, ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεων, περιβάλλων χώρος, εύκρατη ζώνη, ζώνη του λυκόφωτος, ζώνη πολεμικών επιχειρήσεων, ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσης, οσφυική χώρα, πεζόδρομος, βομβαρδισμένη περιοχή, βιομηχανικό πάρκο, εμπορική περιοχή, περιοχή κάλυψης, σημείο παράδοσης, χώρος φαγητού, Πράσινη Ζώνη, χώρος για καπνίζοντες, γραμμή του μπικίνι, γκρίζα ζώνη, απομονωμένη περιοχή, πληγείσα περιοχή, κέντρο, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, η ζώνη της Χρυσομαλλούσας, εμπροσθοφυλακή, υπνοδωμάτιο, κάθομαι, παραμένω, πεζοδρομώ, παραλία, επικίνδυνη περιοχή, νεκρή ζώνη, το μέσο του πλοίου, ελεύθερος λιμένας, απομακρυσμένος, απομονωμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ζώνη τροπικών νηνεμιών, γειτονιά, hotspot. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης zona
περιοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra casa è situata in una bella zona. |
ζώνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha delimitato la zona dove si è verificata la fuoriuscita. |
περιοχή, έκτασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'era una zona di bosco lungo il fiume. Υπήρχε μια δασική περιοχή (or: έκταση) δίπλα στο ποτάμι. |
περιοχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci sentiamo fortunati a vivere in una regione che non presenta eventi atmosferici catastrofici. |
μέρος, τμήμα, κομμάτιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'era un campo da tennis in un'area del prato accanto alla casa. Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι. |
περιοχή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dovremmo viaggiare nelle zone (or: regioni) più tranquille del paese. Θα πρέπει να ταξιδέψουμε μέσα από τις ειρηνικές περιοχές της χώρας. |
κομμάτι γηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) C'è una bella zona in fondo al giardino che mi piacerebbe trasformare in un orto. Υπάρχει ένα ωραίο κομμάτι γης στο κάτω μέρος του κήπου, το οποίο σκοπεύω να μετατρέψω σε λαχανόκηπο. |
θέσηsostantivo femminile (baseball) (παίκτη στο μπέιζμπολ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Casey è entrato nella zona del battitore. |
δήμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τόπος κατοικίας(luogo in cui si vive) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
περιβάλλον
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ξύπνησα σ' ένα περιβάλλον που δεν αναγνώρισα. |
συνοικία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quel quartiere della città ha molti ristoranti e pub. |
γειτονιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Αυτή η γειτονιά έχει πολλά καλά εστιατόρια. |
κοινότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per pagare meno tasse, la famiglia si trasferì in una diversa località. |
κτιριακό συγκρότημα
La zona militare era potentemente sorvegliata. Το κτιριακό συγκρότημα του στρατού φυλασσόταν πολύ καλά. |
οικόπεδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακτή, ακρογιαλιά(θάλασσα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποστρατικοποιημένη ζώνη(abbreviazione: zona demilitarizzata) |
τοπικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στο μέσο του πλοίουlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχεδόν(localizzare approssimativamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πίστα για σκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προάστιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το Μπρίξτον είναι προάστιο του Λονδίνου. |
μετόπισθεν(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Quando da bambino vivevo nelle zone isolate dell'Australia sognavo di visitare una grande città. |
ενδοχώρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La zona centrale del paese è perlopiù rurale. |
βομβαρδισμένη περιοχήsostantivo femminile Una squadra forense sta setacciando la zona bombardata alla ricerca di indizi. |
ευρωζώνη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'economia della zona Euro è molto forte al momento. |
απομακρυσμένη περιοχήsostantivo femminile (μακριά) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τόπος αφθονίας, καλοπέρασης, ακολασίας(specifico: edificio) (αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo essere stato licenziato, Max trascorse diverse serate nei locali a luci rosse della città. |
παραμεθόριοςsostantivo femminile (λόγιος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
περιοχή του λιμανιούsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δασική έκτασηsostantivo femminile |
περιοχή με κέντρα διασκέδασηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάλτοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ηλιόλουστο απάγκιο, ηλιόλουστο σημείοsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ουδέτερη ζώνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devi avere un permesso se vuoi entrare nella zona cuscinetto. |
περιοχή επαγγελματικών επιχειρήσεων, εμπορική συνοικίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I grandi negozi al dettaglio si trovano nella zona commerciale. |
αποστρατιωτικοποιημένη ζώνηsostantivo femminile La zona demilitarizzata tra la Corea del nord e la Corea del sud è il confine più pesantemente armato del mondo. |
πληγείσα ζώνηsostantivo femminile (από καταστροφή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli aiuti potevano giungere alla zona del disastro solo attraverso un piccolo aeroporto. |
περιοχή κυνηγιού, περιοχή για κυνήγιsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I funzionari stanno cercando di trovare un equilibrio tra la difesa dell'ambiente e l'accesso alle zone di caccia. |
πεδίο μάχηςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La tregua momentanea ha reso possibile alla Croce Rossa di evacuare i feriti dalla zona di combattimento. |
στο στοιχείο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επικίνδυνη ζώνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cartello segnalava il cantiere come zona pericolosa. |
περιοχή χωρίς σήμα(telefonia cellulare) (κινητή τηλεφωνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È impossibile chiamare, siamo in una zona senza copertura. |
έρημοςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il deserto arabico è una regione desertica che si estende su una vasta area nel Medio Oriente. |
ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lo scopo della NAFTA è far sì che l'America del Nord sia una zona di libero scambio. |
ορεινή περιοχήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le zone collinari toscane sono famose per la loro bellezza. |
οικισμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La nuova zona residenziale ha un accesso facile alla tangenziale. Ο νέος οικισμός έχει εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο. |
στεγαστική ανάπτυξηsostantivo femminile (ΗΒ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vive in una di quelle anonime zone residenziali piene di casette tutte uguali. |
βιομηχανική ζώνηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho un magazzino nella zona industriale. Abbiamo in progetto di costruire la nostra fabbrica nella zona industriale fuori città. Έχω μια αποθήκη που βρίσκεται στη βιομηχανική ζώνη. Σχεδιάζουμε να χτίσουμε το εργοστάσιο στη βιομηχανική ζώνη έξω από την πόλη. |
οσφυϊκή χώραsostantivo femminile (medicina) (ανατομία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρατιωτική βάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non è consentito scattare fotografie vicino ad un'installazione militare. |
ουδέτερη ζώνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απομακρυσμένη περιοχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo il terremoto la Croce Rossa ha avuto delle difficoltà a portare aiuto nella zona remota. |
αστική περιοχήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nuova zona residenziale è molto carina, ma troppo lontana dal centro della città. |
ζώνη υψηλών ατμοσφαιρικών πιέσεωνsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sul paese c'è una zona di alta pressione, quindi dovrebbe essere bello per i prossimi giorni. |
περιβάλλων χώροςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εύκρατη ζώνηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Buenos Aires si trova nell'emisfero australe sulla fascia temperata. |
ζώνη του λυκόφωτοςsostantivo femminile (figurato: zona intermedia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ζώνη πολεμικών επιχειρήσεωνsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La croce rossa ha evacuato tutti i civili dalla zona di guerra. |
ράμπα φορτοεκφόρτωσης, πλατφόρμα φορτοεκφόρτωσηςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fare retromarcia con un autoarticolato in una zona di carico è difficile. |
οσφυική χώραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La forma della mia sedia è studiata per supportare la zona lombare. |
πεζόδρομοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βομβαρδισμένη περιοχήsostantivo femminile Hiroshima è diventata una delle più terribili zone bombardate che la storia avesse mai conosciuto. |
βιομηχανικό πάρκοsostantivo femminile (βιομηχανίες, βιοτεχνίες) |
εμπορική περιοχήsostantivo femminile (για οικονομία, εμπόριο) |
περιοχή κάλυψηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Tutte le compagnie telefoniche affermano che la propria copertura è più ampia delle altre. |
σημείο παράδοσης(persona da un veicolo) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χώρος φαγητούsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
Πράσινη Ζώνη(storia) (κέντρο Βαγδάτης) |
χώρος για καπνίζοντεςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γραμμή του μπικίνι(depilazione) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γκρίζα ζώνηsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) La storia inglese del diciottesimo secolo è per me un po' una zona grigia. |
απομονωμένη περιοχήsostantivo femminile |
πληγείσα περιοχήsostantivo femminile |
κέντρο(figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questa città è una delle mete turistiche più gettonate al mondo. |
νερά που προσφέρονται για ψάρεμα
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
η ζώνη της Χρυσομαλλούσαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εμπροσθοφυλακή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπνοδωμάτιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κάθομαι, παραμένωverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se rimani nei paraggi dopo i titoli di coda riuscirai a vedere la scena extra del film. |
πεζοδρομώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραλίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επικίνδυνη περιοχήsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nei giorni del congresso questa parte della città è zona interdetta. |
νεκρή ζώνηsostantivo femminile (oceano) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
το μέσο του πλοίουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ελεύθερος λιμέναςsostantivo femminile |
απομακρυσμένος, απομονωμένος(για μέρος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo intransitivo (baseball) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo femminile (baseball) |
ζώνη τροπικών νηνεμιώνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Temporali violenti possono formarsi senza preavviso nella zona delle calme equatoriali. |
γειτονιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
hotspotsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του zona στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του zona
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.