Τι σημαίνει το isola στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης isola στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του isola στο Ιταλικό.
Η λέξη isola στο Ιταλικό σημαίνει νησί, νησίδα, όαση, νησί, μονώνω, θερμομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείω, απόζευξη, επιλέγω, διαλέγω, βάζω σε απομόνωση, μονώνω, απομονώνω, απομονώνω, μονώνω, μονώνω, ηχομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, απομονώνω, αποκλείω, διαχωρίζω, απομονώνω, στεγανοποιώ, προστατεύω από ρεύματα αέρος, θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση, κόβω, γειώνω, ακυρώνω, εγκαταλείπω, προστατεύω, κλείνω, Νέα Γη, νησάκι, έρημο νησί, ερημονήσι, Χώρα του Ποτέ, καταφύγιο, νησίδα, παραδεισένιο νησί, Νότιο Νησί, τροπικό νησί, νήσος Μπάφιν, Νιοφάουντλαντ, ουδέτερη ζώνη, γάτα Μανξ, Νησί του Πάσχα, φραγματική νησίδα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης isola
νησίsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sei mai stato alle isole Hawaii? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχεις πάει ποτέ στις Κανάριες Νήσους; |
νησίδαsostantivo femminile (in mezzo al traffico) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno piantato dei fiori sull'isola dello spartitraffico. |
όασηsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La casa era un'isola di pace nel tumulto della guerra. |
νησίsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Molti nativi vivono in quell'isola remota. |
μονώνω, θερμομονώνω(isolamento termico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isolate le pareti della vostra abitazione con fibra di vetro o schiume isolanti. Μονώστε (or: θερμομονώστε) τους τοίχους του σπιτιού σας με φάιμπεργκλας ή αφρό. |
απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομονώνω, σφραγίζω, αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il luogo dell'incidente automobilistico è stato isolato dalla polizia. Ο τόπος του τροχαίου ατυχήματος είχε αποκλειστεί από την αστυνομία. |
απόζευξη(elettricità) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιλέγω, διαλέγω(scegliere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω σε απομόνωσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il doganiere ha isolato il viaggiatore mettendolo in quarantena per due giorni perché si temeva che fosse infetto. Ο υπάλληλος του τελωνείου έβαλε τον ταξιδιώτη σε απομόνωση για δυο μέρες από φόβο πως ήταν μολυσμένος. |
μονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (isolamento termico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi isolare il tuo materasso con un cuscinetto di lana. |
απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il medico ha isolato il ceppo di vaiolo che causava l'epidemia. Ο γιατρός απομόνωσε το στέλεχος της ευλογιάς που προκαλούσε την επιδημία. |
απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'elettricista ha dovuto assicurarsi di isolare bene i circuiti per evitare un cortocircuito. |
μονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti isolare i tubi della tua soffitta in modo che non gelino e si rompano. |
μονώνω, ηχομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo insonorizzato lo studio per evitare disturbi sonori. Μονώσαμε (or: ηχομονώσαμε) το στούντιο για να αποφύγουμε την ηχορύπανση. |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul si è trasferito nel Montana perché voleva isolarsi dalla società. Lavorare da casa ha allontanato Serena dalla società. Ο Πωλ μετακόμισε στη Μοντάνα γιατί ήθελε να απομονωθεί από την κοινωνία. Η εργασία από το σπίτι απομόνωσε τη Σερίνα από την κοινωνία. |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομονώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Laura si dava da fare per isolare i fatti da tutte le storie insensate per poter scrivere la sua storia. Η Λώρα δούλευε για να ξεχωρίσει τα γεγονότα από τα παραμύθια ώστε να γράψει την ιστορία της. |
αποκλείωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha delimitato l'area intorno al luogo dell'incidente mentre gli investigatori ne indagavano le cause. Η αστυνομία απέκλεισε την περιοχή γύρω από το σημείο του ατυχήματος, την ώρα που αξιωματούχοι της προσπαθούσαν να διαλευκάνουν τα αίτια του συμβάντος. |
διαχωρίζω, απομονώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dei ricercatori hanno isolato l'enzima in alcune rane. Ερευνητές απομόνωσαν το ένζυμο στα βατράχια. |
στεγανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προστατεύω από ρεύματα αέροςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando abbiamo isolato porte e finestre, la mia bolletta del riscaldamento è scesa del 10%. |
θέτω υπό περιορισμό, θέτω υπό κράτηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι φυλακισμένοι ήταν έγκλειστοι για ως και 20 ώρες την ημέρα. |
κόβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mentre eravamo su internet ci hanno isolato (or:siamo rimasti isolati). Ενώ ήμαστε στο ίντερνετ κόπηκε η σύνδεση. |
γειώνω, ακυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (persone non gradite) (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho sorriso a Rita e l'ho salutata, ma lei mi ha ignorato. Forse non mi ha riconosciuto. |
εγκαταλείπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo aver perso i soldi, fu abbandonato dagli amici. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα. |
προστατεύω(dall'acqua) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Impermeabilizzerò gli stivali di pelle con uno spray di silicone. |
κλείνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nuovi proprietari di casa hanno murato il vecchio camino. |
Νέα Γη(νησί) (κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.) |
νησάκιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έρημο νησί, ερημονήσιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il marinaio naufragò su un'isola deserta. |
Χώρα του Ποτέsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Non possiamo continuare a vivere sull'isola che non c'è, dobbiamo prenderci più cura delle risorse della Terra. Δεν γίνεται να συνεχίσουμε να ζούμε με χίμαιρες. Θα πρέπει να φροντίσουμε καλύτερα τους πόρους της Γης. |
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo aver attraversato un periodo così difficile, lei sentiva di aver finalmente raggiunto un porto sicuro. |
νησίδα(μτφ: στην κουζίνα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
παραδεισένιο νησί
|
Νότιο Νησί(Νέα Ζηλανδία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τροπικό νησίsostantivo femminile |
νήσος Μπάφινsostantivo femminile (Canada) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Νιοφάουντλαντsostantivo femminile (geografia) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
ουδέτερη ζώνηsostantivo femminile (autostrada) |
γάτα Μανξsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Νησί του Πάσχαsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φραγματική νησίδαsostantivo femminile |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του isola στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του isola
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.