Τι σημαίνει το area στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης area στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του area στο Ιταλικό.

Η λέξη area στο Ιταλικό σημαίνει περιοχή, εμβαδόν, εμβαδό, τομέας, κλάδος, μέρος, τμήμα, κομμάτι, περιοχή, έκταση, συνοικία, περιοχή, εργοτάξιο, γραμμής, κτιριακό συγκρότημα, επαρχία, περιοχή, γη, επιφάνεια εδάφους, περιοχή ενδημίας, ακτίνα, ζώνη, οικόπεδο, χώρος στάθμευσης, περιοχή κπ, μπροστινές σειρές, υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής, συστάδα δέντρων, συγκρότημα, τομέας, κλάδος, νερά, με αφρώδη παιχνίδια, παιδική χαρά, χώρος κατασκήνωσης, ευρωζώνη, παραμεθόριος, εγκαταλειμμένη βιομηχανική περιοχή, δίπλα στην αποβάθρα, χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων, περιαστική ζώνη, οικοδομημένη περιοχή, οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή, μητροπολιτική περιοχή, σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών, περιοχή χαμηλής πίεσης, καταφύγιο πουλιών, υποβαθμισμένη περιοχή, έρημος, ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου, περιοχή γύρω από τα δοκάρια, οικισμός, στεγαστική ανάπτυξη, επιφάνεια κρούσης, στρατιωτική βάση, περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου, περιοχή πέναλτι, απομακρυσμένη περιοχή, δημόσιος χώρος, πεζόδρομος, ζώνη συγκέντρωσης, βομβαρδισμένη περιοχή, υποβαθμισμένη περιοχή, χώρος φαγητού, χώρος για πικ νικ, παιδική χαρά, περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής, περιοχή έρευνας, τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος, σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης, θεματική περιοχή, οινοπαραγωγός περιοχή, χώρος εργασίας, ρεσεψιόν, τομέας δραστηριοποίησης, χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α., πληγείσα περιοχή, ιδιωτικό πάρκινγκ, στίβος με εμπόδια, δωμάτιο προσωπικού, χώρος υποδοχής, νερά που προσφέρονται για ψάρεμα, χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό, σταθμός ανάπαυσης, νομικός, χώρος άθλησης και αναψυχής, εμπορικό κέντρο, δίπλα στον τάφο, μεταίχμιο, καταφύγιο πουλιών, περιοχή πέναλτι, αυλή, Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών, σταθμός ανάπαυσης, απομακρυσμένος, απομονωμένος, μητροπολιτικός, χώρος στάθμευσης αεροσκαφών, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ανοιχτός χώρος, ερημιά, αλσύλλιο για ξύλευση, στάση για φορτηγά, στάση για οδηγούς. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης area

περιοχή

(spazio aperto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci sono veri e propri parchi e altre aree verdi intorno alla città.
Υπάρχουν επίσημα πάρκα και άλλοι χώροι πρασίνου σε όλη την πόλη.

εμβαδόν, εμβαδό

sostantivo femminile (geometria) (μαθηματικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'area dell'aiuola era di 2,79 metri quadrati. // La professoressa ha chiesto ai suoi allievi di calcolare l'area del triangolo.
Το εμβαδόν του παρτεριού ήταν τριάντα τετραγωνικά πόδια.

τομέας, κλάδος

(di studio)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I suoi studi erano nell'area delle lingue indoeuropee.

μέρος, τμήμα, κομμάτι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'era un campo da tennis in un'area del prato accanto alla casa.
Υπήρχε ένα γήπεδο του τένις στο μέρος του γκαζόν πίσω από το σπίτι.

περιοχή, έκταση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'era una zona di bosco lungo il fiume.
Υπήρχε μια δασική περιοχή (or: έκταση) δίπλα στο ποτάμι.

συνοικία, περιοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι Σμιθς μετακόμισαν σε διαφορετική συνοικία (or: περιοχή) στην άλλη πλευρά της πόλης.

εργοτάξιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nell'area in costruzione c'erano molti veicoli da lavoro.
Στο εργοτάξιο βρίσκονταν πολλά κατασκευαστικά οχήματα.

γραμμής

sostantivo femminile (αδόκιμο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chiederò consiglio al manager della mia area prima di parlare al capo.

κτιριακό συγκρότημα

La zona militare era potentemente sorvegliata.
Το κτιριακό συγκρότημα του στρατού φυλασσόταν πολύ καλά.

επαρχία

(διοικητικό τμήμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Αυτή είναι μια ειρηνική επαρχία με πολύ μεγάλη έκταση αγροτικής γης.

περιοχή, γη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'Africa è un continente gigante.

επιφάνεια εδάφους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιοχή ενδημίας

(di un animale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ακτίνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La polizia ha perlustrato un raggio di sedici chilometri in cerca del bambino scomparso.
Η αστυνομία κάλυψε ακτίνα δέκα μιλίων ψάχνοντας για το αγνοούμενο αγόρι.

ζώνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La polizia ha delimitato la zona dove si è verificata la fuoriuscita.

οικόπεδο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χώρος στάθμευσης

(οχημάτων, αεροσκαφών)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιοχή κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπροστινές σειρές

υπηρεσία τηλεπικοινωνιών ευρείας περιοχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συστάδα δέντρων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συγκρότημα

(di edifici)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo complesso ha più di mille case e una piscina.
Το συγκρότημα αυτό έχει πάνω από χίλιες κατοικίες και μια πισίνα.

τομέας, κλάδος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Gli accademici erano soliti rimanere nelle loro campo ma adesso molti adottano un approccio interdisciplinare.

νερά

(di colore)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

με αφρώδη παιχνίδια

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδική χαρά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Steve osservava i suoi figli che giocavano al parco giochi.
Ο Στηβ παρακολουθούσε τα παιδιά του να παίζουν στην παιδική χαρά.

χώρος κατασκήνωσης

(area di campeggio)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Torniamo allo stesso campeggio dove siamo stati l'anno scorso.

ευρωζώνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'economia della zona Euro è molto forte al momento.

παραμεθόριος

sostantivo femminile (λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εγκαταλειμμένη βιομηχανική περιοχή

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίπλα στην αποβάθρα

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

χώρος υπαίθριων εκδηλώσεων

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

περιαστική ζώνη

οικοδομημένη περιοχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il parco fornisce uno spazio verde nell'area edificata della città.

οικονομικά υποβαθμισμένη περιοχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'UE ha una politica regionale per offrire aiuto alle aree depresse.

μητροπολιτική περιοχή

sostantivo femminile

Chicago conta 2,8 milioni di abitanti, ma l'area metropolitana che la circonda ne conta quasi 10 milioni.

σταθμός εξυπηρέτησης αυτοκινητιστών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Ha lasciato l'autostrada e ha imboccato l'area di servizio per pranzare e usare i bagni.

περιοχή χαμηλής πίεσης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καταφύγιο πουλιών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il lago costiero è protetto come oasi avicola dall'Unione Europea.

υποβαθμισμένη περιοχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I poveri vivono in aree degradate.

έρημος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il deserto arabico è una regione desertica che si estende su una vasta area nel Medio Oriente.

ζώνη ελεύθερου εμπορίου, περιοχή ελεύθερου εμπορίου

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scopo della NAFTA è far sì che l'America del Nord sia una zona di libero scambio.

περιοχή γύρω από τα δοκάρια

sostantivo femminile (sport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel calcio, l'area piccola è il rettangolo più piccolo davanti alla porta, da non confondersi con la più vasta area di rigore.

οικισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La nuova zona residenziale ha un accesso facile alla tangenziale.
Ο νέος οικισμός έχει εύκολη πρόσβαση στον αυτοκινητόδρομο.

στεγαστική ανάπτυξη

sostantivo femminile (ΗΒ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vive in una di quelle anonime zone residenziali piene di casette tutte uguali.

επιφάνεια κρούσης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'area d'impatto del meteorite risultò radioattiva per molti anni.

στρατιωτική βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è consentito scattare fotografie vicino ad un'installazione militare.

περιοχή με κοιτάσματα πετρελαίου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In questa area petrolifera, abbiamo pianificato la perforazione di cinque pozzi d'esplorazione.
Σχεδιάζουμε να κάνουμε πέντε διερευνητικές γεωτρήσεις σε αυτή την περιοχή.

περιοχή πέναλτι

sostantivo femminile (sport: calcio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απομακρυσμένη περιοχή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo il terremoto la Croce Rossa ha avuto delle difficoltà a portare aiuto nella zona remota.

δημόσιος χώρος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πεζόδρομος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ζώνη συγκέντρωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

βομβαρδισμένη περιοχή

sostantivo femminile

Hiroshima è diventata una delle più terribili zone bombardate che la storia avesse mai conosciuto.

υποβαθμισμένη περιοχή

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La regione del Messico subito a sud del confine presso San Diego è un'area particolarmente depressa.

χώρος φαγητού

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χώρος για πικ νικ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'area picnic di questo parco per diverimenti è tenuta molto pulita.

παιδική χαρά

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I bambini hanno un'area giochi ben lontana dalla strada principale.

περιοχή αναψυχής, ζώνη αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιοχή έρευνας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τμήμα σελίδας εκτός της περιοχής εκτύπωσης και της περιοχής ξακρίσματος

sostantivo femminile (stampa) (βιβλιοδεσία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σειρά καταστημάτων γύρω από χώρο στάθμευσης

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

θεματική περιοχή

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οινοπαραγωγός περιοχή

sostantivo femminile

χώρος εργασίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

ρεσεψιόν

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

τομέας δραστηριοποίησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χωριστό τμήμα του κήπου διαμορφωμένο με δέντρα, δρομάκια κ.α.

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πληγείσα περιοχή

sostantivo femminile

ιδιωτικό πάρκινγκ

στίβος με εμπόδια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δωμάτιο προσωπικού

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χώρος υποδοχής

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νερά που προσφέρονται για ψάρεμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

χώρος σε σπα όπου διατίθεται ιαματικό νερό

(terme, spa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σταθμός ανάπαυσης

sostantivo femminile (punto di raccolta militare)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

νομικός

(persona che pratica la professione)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χώρος άθλησης και αναψυχής

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εμπορικό κέντρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίπλα στον τάφο

sostantivo femminile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μεταίχμιο

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καταφύγιο πουλιών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περιοχή πέναλτι

sostantivo femminile (calcio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il portiere può usare le mani solo nell'area di rigore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο επιθετικός ήταν μέσα στην περιοχή του πέναλτι όταν του έκαναν φάουλ, με αποτέλεσμα να δωθεί πέναλτι.

αυλή

(σχολείου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Όλα τα παιδιά ξεχύθηκαν στην αυλή στο διάλειμμα.

Σταθμός Εξυπηρέτησης Αυτοκινητιστών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σταθμός ανάπαυσης

sostantivo femminile (punto di raccolta)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

απομακρυσμένος, απομονωμένος

(για μέρος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μητροπολιτικός

sostantivo femminile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'area metropolitana di New York è la più grande degli Stati Uniti.

χώρος στάθμευσης αεροσκαφών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quel giorno c'erano cinque velivoli nell'area di stazionamento.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (golf)

La golfista ha scelto la sua area di partenza e si è avvicinata al tee.

ανοιχτός χώρος

sostantivo femminile

ερημιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non c'era niente per chilometri lì intorno, era una landa selvaggia.
Δεν υπήρχε τίποτα για μίλια. Ήταν ερημιά.

αλσύλλιο για ξύλευση

(con alberi)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La maggior parte del terreno era stata ripulita per la semina, ma c'erano ancora alcune aree boscose qua e là per fornire legna per l'inverno.

στάση για φορτηγά

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

στάση για οδηγούς

(su strada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του area στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.