Τι σημαίνει το vantaggi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vantaggi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vantaggi στο Ιταλικό.

Η λέξη vantaggi στο Ιταλικό σημαίνει πλεονέκτημα, προνόμιο, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, προσόν, όφελος, όφελος, κέρδος, το πάνω χέρι, προβάδισμα, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, πλεονέκτημα, κέρδος, όφελος, προβάδισμα, όφελος, πλεονέκτημα, προνόμιο, προνόμιο, πλεονέκτημα, συν, προσόν, προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος, πλεονέκτημα, χρησιμότητα, όφελος, επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ, επωφελούμαι από κτ, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, γλύφτης, που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, προβάδισμα, συγκριτικό πλεονέκτημα, ηγετική θέση, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, γλύψιμο, κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ, παίρνω το πάνω χέρι, έχω πλεονέκτημα, έχω το πλεονέκτημα, παίρνω το πάνω χέρι, πλεονεκτώ, παίρνω προβάδισμα, χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου, είμαι πιο μπροστά, παίρνω προβάδισμα, κερδίζω, κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ, κυρίαρχος του παιχνιδιού, σκοπιμότητα, νερό στο μύλο, ξεπερνώ, εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ, αντιστρέφω τους όρους, αποκτώ πλεονέκτημα, υπερέχω, καθοριστικός, -, ωφελούμαι, επωφελούμαι, που προηγείται, προηγούμαι, αξιοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vantaggi

πλεονέκτημα, προνόμιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In questa battaglia è in vantaggio l'esercito che occupa le alture.

πλεονέκτημα

sostantivo maschile (tennis)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
In una partita di tennis, il giocatore che segna dopo il 40 pari ha il vantaggio.
Σε έναν αγώνα τένις, ο παίκτης που σκοράρει τον επόμενο πόντο μετά την ισοπαλία έχει το πλεονέκτημα.

πλεονέκτημα, προσόν

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uno dei vantaggi della nostra squadra è la flessibilità.
Ένα από τα πλεονεκτήματα αυτής της ομάδας είναι η προσαρμοστικότητά της.

όφελος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vieni alla riunione stasera, potresti averne beneficio.
'Ελα στην αποψινή συνάντηση και μπορεί να ακούσεις κάτι που θα είναι προς όφελός σου.

όφελος, κέρδος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non c'è guadagno nel comportarsi male con la gente.

το πάνω χέρι

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

προβάδισμα, πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dato che Mason sapeva che la nuova posizione sarebbe stata aperta oggi, aveva un vantaggio sugli altri candidati.

πλεονέκτημα

sostantivo maschile (ευνοϊκότερη θέση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La squadra di casa aveva un vantaggio sui suoi avversari perché i suoi componenti erano più alti.
Οι γηπεδούχοι είχαν το αβαντάζ συγκριτικά με τους αντιπάλους τους, επειδή ήταν ψηλότεροι.

πλεονέκτημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La ricchezza dei suoi genitori gli ha dato un certo vantaggio nella vita.

κέρδος, όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Imparare una nuova lingua straniera è difficile ma il risultato è che puoi comunicare con gente nuova.

προβάδισμα

sostantivo maschile (περιθώριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Aveva un vantaggio di tre minuti sul corridore successivo.
Είχε ένα προβάδισμα τριών λεπτών από τον επόμενο δρομέα.

όφελος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non c'è alcun vantaggio nel cercare di ingannare i clienti.

πλεονέκτημα, προνόμιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ci sono dei vantaggi nell'avere un'automobile.
Το να έχεις αυτοκίνητο έχει πλεονεκτήματα.

προνόμιο, πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
David ha goduto di alcuni privilegi tra cui la ricchezza e un'istruzione privata.

συν

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Η δουλειά της Τζόαν της παρέχει ευέλικτο ωράριο και αυτό είναι πλεονέκτημα.

προσόν

(vantaggio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È sempre un bene avere un atteggiamento flessibile.
Είναι πάντοτε προσόν να είναι κανείς εύελικτος.

προνόμιο, πλεονέκτημα, όφελος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Assicurazione e assistenza legale sono tra i benefici che hanno i soci.
Η ασφάλιση και η παροχή νομικών συμβουλών περιλαμβάνονται στα προνόμια της συνδρομής.

πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους.

χρησιμότητα

(χρήση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

όφελος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

επωφελούμαι από κτ, ωφελούμαι από κτ

Se tu volessi consigliarci, potremmo trarre grossi vantaggi dalla tua esperienza.
Η εταιρεία θα βγάλει κέρδος από τη συγχώνευση.

επωφελούμαι από κτ

(trarre vantaggio da [qlcs])

Il mio collega ha cercato di approfittare del mio errore.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

Possiamo tutti trarre vantaggio da questa informazione.
Εάν είχατε τη διάθεση να μας συμβουλέψεις, θα κερδίζαμε από τις γνώσεις σας.

γλύφτης

(al proprio tornaconto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Bruce ha giocato d'anticipo perché ha riparato il tetto prima che arrivassero le piogge.

προβάδισμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mia sorella minore corre piano quindi le concedo una partenza in vantaggio.

συγκριτικό πλεονέκτημα

sostantivo maschile (οικονομία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ηγετική θέση

sostantivo femminile

I dati delle vendite del primo quadrimestre hanno confermato la posizione eminente della nostra azienda nel mercato.

ανταγωνιστικό πλεονέκτημα

sostantivo maschile

γλύψιμο

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κτ είναι θετικό για κπ, κτ είναι καλό για κπ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
So che non sei un linguista, ma imparare il francese andrebbe a tuo vantaggio dato che abitiamo in Francia.

παίρνω το πάνω χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La partita è andata avanti quattro ore prima di che una squadra andasse in vantaggio.

έχω πλεονέκτημα

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Lui usa sempre materiali superiori per essere in vantaggio sulla concorrenza.

έχω το πλεονέκτημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella ha il vantaggio di essere bella.

παίρνω το πάνω χέρι

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλεονεκτώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παίρνω προβάδισμα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρησιμοποιώ κτ προς όφελός μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mio padre ha frequentato questa università; perciò sfrutterò questo elemento a mio vantaggio e lo farò presente nel saggio della mia candidatura.

είμαι πιο μπροστά

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Rispetto al Regno Unito, la Svezia è in vantaggio in termini di sicurezza dell'occupazione.

παίρνω προβάδισμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κερδίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Che profitto ci trai dal mentire sulla faccenda?
Κερδίζει πολλά λεφτά παίζοντας στο καζίνο.

κερδίζω από κτ, επωφελούμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutti possiamo trarre vantaggio dall'essere pazienti.

κυρίαρχος του παιχνιδιού

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

σκοπιμότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Clark è più interessato al vantaggio personale che alla compassione.

νερό στο μύλο

sostantivo maschile (στην έκφραση grist for the mill)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ξεπερνώ

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκμεταλλεύομαι, αξιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo si è messo in moto per cercare di utilizzare al meglio le proprie risorse petrolifere.
Η κυβέρνηση εργαζόταν για να βρει τρόπους να εκμεταλλευτεί τους πετρελαϊκούς πόρους της.

αντιστρέφω τους όρους

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκτώ πλεονέκτημα

locuzione aggettivale

υπερέχω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καθοριστικός

locuzione aggettivale (sport: goal, punto, ecc.)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

-

locuzione avverbiale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
La squadra è in vantaggio per uno a zero sugli avversari.
Η ομάδα προηγείται του αντιπάλου με ένα - μηδέν.

ωφελούμαι, επωφελούμαι

(από κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La compagnia beneficerà dell'aumento delle vendite.
Η εταιρεία θα έχει κέρδος (or: όφελος) από την αύξηση των πωλήσεων.

που προηγείται

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προηγούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Aveva un vantaggio sull'avversario di trenta metri.
Προηγούταν του άλλου δρομέα κατά 30 μέτρα.

αξιοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha usato abilmente le sue capacità manageriali per divenire direttore dell'azienda.
Αξιοποίησε τις ικανότητές του στο μάρκετινγκ για να γίνει διευθυντής της εταιρείας.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vantaggi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.