Τι σημαίνει το inglese στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inglese στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inglese στο Ιταλικό.

Η λέξη inglese στο Ιταλικό σημαίνει αγγλικός, αγγλικά, αγγλική γλώσσα, αγγλικός, βρετανικός, Άγγλος, Αγγλίδα, Βρετανός, Άγγλος, Εγγλέζος, Εγγλέζα, εγγλεζικος, αγγλικός, Άγγλος, Αγγλίδα, μελέτη/εκμάθηση γλώσσας, αντί-Βρετανικός, είδος καλλιγραφίας, διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας, αγγλόφωνος, που μιλάει Αγγλικά, τόνος, κλειδί, κλειδί, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, αμερικάνικα Αγγλικά, Βρετανικά Αγγλικά, επαγγελματική γλώσσα, στοιχειώδης γνώση αγγλικών, καθομιλουμένη, καλά Αγγλικά, παρτέρι με γκαζόν, γαλλικό κλειδί, αγγλικό κόρνο, σέτερ, αγγλική αργκό, θειική μαγνησία, επίσημη αγγλική γλώσσα, πλήρες αγγλικό πρωινό, καθιερωμένη βρετανική προφορά, αγγλικά ως ξένη γλώσσα, Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας, αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών, αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα, διδασκαλία αγγλικής γλώσσας, αγγλόφωνος, αγγλικά πιτζίν, Κόκκινα Βέλη, κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο, στα βρετανικά Αγγλικά, αγγλόφωνος, ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία, της αγγλικής αργκό, τράιφλ, φλεγματικό χιούμορ, μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδου, αγγλικό κόρνο, με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά, Μέση Αγγλική, αφροαμερικάνικη αργκό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inglese

αγγλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questa è un'azienda inglese.
Αυτή είναι μια αγγλική εταιρεία.

αγγλικά

sostantivo maschile (lingua) (γλώσσα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
L'inglese è parlato da molti.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Του έδωσε οδηγίες σε άπταιστη αγγλική.

αγγλική γλώσσα

sostantivo maschile (materia: scuola, università, ecc.)

L'inglese è una materia obbligatoria nella scuola primaria.
Η αγγλική γλώσσα είναι υποχρεωτικό μάθημα στα δημοτικά σχολεία.

αγγλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Per i francesi a volte le parole inglesi sono difficili da pronunciare.
Οι Γάλλοι δυσκολεύονται μερικές φορές να προφέρουν τις αγγλικές λέξεις.

βρετανικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mio cugino mi ha mandato alcuni dolci britannici.
Η ξαδέλφη μου μου έστειλε μερικά αγγλικά γλυκά.

Άγγλος

sostantivo maschile (nazionalità)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Essendo inglese, l'accento di Ian era molto evidente a New York.

Αγγλίδα

sostantivo femminile (nazionalità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Pur avendo vissuto negli Stati Uniti per vent'anni, Penny si considera ancora un'inglese.

Βρετανός, Άγγλος

sostantivo maschile (usato in senso dispregiativo)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Εγγλέζος, Εγγλέζα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

εγγλεζικος, αγγλικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Άγγλος, Αγγλίδα

sostantivo maschile

μελέτη/εκμάθηση γλώσσας

(materia scolastica)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Generalmente sono richiesti quattro anni di studio di lingua per ottenere la maturità negli Stati Uniti.

αντί-Βρετανικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli anglofobi sono anti-inglesi per definizione.

είδος καλλιγραφίας

(stile raffinato di scrittura)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διδασκαλία αγγλικών ως δεύτερης γλώσσας

(acronimo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγλόφωνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Ci sono circa 125 milioni di anglofoni in India.

που μιλάει Αγγλικά

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'Australia, la Nuova Zelanda e gli Stati Uniti sono tutti paesi di lingua inglese.

τόνος

sostantivo femminile (1016 kg)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il fornaio ordinò una tonnellata inglese di farina.
Ο φούρναρης παρήγγειλε έναν τόνο αλεύρι.

κλειδί

sostantivo femminile (utensile) (εργαλείο: π.χ. γαλλικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il meccanico usò una chiave inglese per allentare il dado.
Ο μηχανικός χρησιμοποίησε ένα κλειδί για να χαλαρώσει το παξιμάδι.

κλειδί

(meccanica) (μεταφορικά: εργαλείο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Passami quella chiave nella mia cassetta, per favore.

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

sostantivo maschile (didattica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laurie ha insegnato inglese come lingua straniera per due anni.

αμερικάνικα Αγγλικά

sostantivo maschile

Ci sono moltissime differenze ortografiche fra l'inglese americano e l'inglese britannico.

Βρετανικά Αγγλικά

sostantivo maschile

In inglese britannico ascensore si dice "lift" invece di "elevator".

επαγγελματική γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Marisa sta facendo un corso di inglese commerciale.

στοιχειώδης γνώση αγγλικών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dato il mio inglese scolastico ho qualche problema quando mi trovo all'estero.

καθομιλουμένη

sostantivo maschile (αγγλική γλώσσα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha iniziato a fare un corso di inglese colloquiale.

καλά Αγγλικά

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Uno dei requisiti per questo tipo di lavoro è una buona conoscenza dell’inglese.

παρτέρι με γκαζόν

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Davanti alla villa c'era un prato all'inglese ben rasato, che la proprietaria annaffiava regolarmente.

γαλλικό κλειδί

sostantivo femminile (εργαλείο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Passami la chiave inglese per favore.

αγγλικό κόρνο

sostantivo maschile (μουσικό όργανο)

σέτερ

sostantivo maschile (razza canina: tipo di setter) (ράτσα σκύλου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il setter inglese è un segugio da punta con pelo relativamente lungo.

αγγλική αργκό

sostantivo maschile

Nell'inglese gergale "bloke" sta per "tizio".

θειική μαγνησία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Prende il sale inglese come rimedio per l'indigestione.

επίσημη αγγλική γλώσσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πλήρες αγγλικό πρωινό

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasti in pochi a concedersi la classica colazione all'inglese.

καθιερωμένη βρετανική προφορά

sostantivo femminile (GB)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Στην τηλεόραση οι εκφωνητές των ειδήσεων έχουν την καθιερωμένη βρετανική προφορά.

αγγλικά ως ξένη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Διδασκαλία της Αγγλικής ως Δεύτερης Γλώσσας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγγλικά για ομιλητές άλλων γλωσσών

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αγγλικά ως δεύτερη γλώσσα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διδασκαλία αγγλικής γλώσσας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγλόφωνος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγγλικά πιτζίν

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Pensava che parlando una sorta di pidgin inglese la gente lo avrebbe capito.

Κόκκινα Βέλη

sostantivo femminile (ομάδα αεροπορικών ακροβασιών)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κάνω μαθήματα αγγλικών σε βασικό επίπεδο

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στα βρετανικά Αγγλικά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La parola in inglese britannico per marciapiede è "pavement".

αγγλόφωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ειρωνικό χιούμορ, ειρωνεία

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il comico è conosciuto per il suo umorismo all'inglese.
Ο κωμικός έγινε διάσημος για το ειρωνικό χιούμορ του.

της αγγλικής αργκό

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τράιφλ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Questa zuppa inglese è così abbondante che non riuscirei a mangiarne un'altra porzione.
Το τράιφλ ήταν τόσο πλούσιο στη γεύση που δεν μπορούσα να φάω και άλλη μερίδα.

φλεγματικό χιούμορ

sostantivo maschile (χιούμορ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non molte persone apprezzano l'umorismo inglese di Dennis.

μέση αγγλική γλώσσα, αγγλική γλώσσα μέσης περιόδου

sostantivo maschile

αγγλικό κόρνο

sostantivo maschile (μουσικό όργανο)

με βρετανικά και αμερικανικά χαρακτηριστικά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Μέση Αγγλική

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il manoscritto è scritto in inglese medio.

αφροαμερικάνικη αργκό

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inglese στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.