Τι σημαίνει το trattarsi στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης trattarsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του trattarsi στο Ιταλικό.
Η λέξη trattarsi στο Ιταλικό σημαίνει φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπ, εφαρμόζω, χειρίζομαι, περιποιούμαι, φροντίζω, διαπραγματεύομαι, αντιμετωπίζω, συζητάω, συζητώ, αναλύω, συζητώ, επεξεργάζομαι, θίγω, πραγματεύομαι, αφορώ, παζαρεύω, αντιμετώπιση, επεξεργάζομαι, διεκπεραιώνω, κάνω παζάρια, καλύπτω, κάλυψη, χειρισμός, συναλλάσσομαι, χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα, παζάρια, κανονίζω, εμπορεύομαι, προσεγγίζω, παστώνω, καλύπτω, διαπραγματεύομαι, συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτ, αδιαφορώ, περιφρονώ, κακομεταχειρίζομαι, δείχνω υπερβολική ανοχή, αφορώ, σχετικά με, μετατρέπω σε θειϊκή ένωση, οι τρόποι κπ, αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση, μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντι, αγνοώ, το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό, φέρομαι άσχημα σε κπ, μιλάω πατροναριστικά σε κπ, πατρονάρω, ενανθρακώνω, φέρομαι σκληρά σε κπ, τη λέω σε κπ, παίρνω δείγμα, πατρονάρω, αντικειμενοποιώ, κακομεταχειρίζομαι, κακοποιώ, μιλώ υποτιμητικά για κτ, προσβάλω, περιφρονώ, αγνοώ, πουλάω, πουλώ, φέρομαι σαν να είναι μωρό, επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιο, επεξεργάζομαι κτ με θειϊκή ένωση, επεξεργάζομαι με νιτρικό άλας, επεξεργάζομαι με λευκό πηλό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης trattarsi
φέρομαι σε κπ, συμπεριφέρομαι σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale La tratta male. Της φέρεται (or: συμπεριφέρεται) άσχημα. |
εφαρμόζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha trattato il tavolo con una soluzione pulente protettiva. Άλειψε το τραπέζι με ένα προστατευτικό καθαριστικό διάλυμα. |
χειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho intenzione di trattare questa questione con serietà. |
περιποιούμαι, φροντίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha curato il paziente. Ο γιατρός περιποιήθηκε τον ασθενή. |
διαπραγματεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questo corso intende insegnare ai venditori a negoziare. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affrontato la situazione come se non fosse successo niente. Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. |
συζητάω, συζητώ(κάτι, για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri del comitato hanno discusso i vantaggi di un rialzo delle tasse. Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων. |
αναλύω, συζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'articolo non affrontava nemmeno la questione principale. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo trattarlo con una soluzione chimica per fargli cambiare colore. |
θίγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo articolo non tratta i problemi del Sudan. |
πραγματεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo articolo tratta la pena di morte. Το άρθρο πραγματεύεται τη θανατική ποινή. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo libro tratta di storia. Αυτό το βιβλίο ασχολείται με την ιστορία. |
παζαρεύω(τιμή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I negozianti trattarono intensamente, ma alla fine il consiglio comunale non cambiò il regolamento. Οι καταστηματάρχες διαπραγματεύτηκαν σκληρά, τελικά όμως το δημοτικό συμβούλιο δεν άλλαξε την πολιτική. |
αντιμετώπισηverbo intransitivo (letteratura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace il modo in cui questo libro tratta dei bambini. |
επεξεργάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tratta il legno per produrre carbone per cucinare. |
διεκπεραιώνω(materia di un processo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo caso deve essere trattato in modo efficace, o potremmo perdere in tribunale. |
κάνω παζάρια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho spuntato un buon prezzo per la mia macchina nuova perché ho dovuto contrattare col venditore. Αγόρασα το αυτοκίνητό μου σε καλή τιμή γιατί έκανα σκληρά παζάρια με τον πωλητή. |
καλύπτω(giornalismo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha seguito la Casa Bianca per il giornale per due anni. |
κάλυψη(giornalismo) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella stazione radio è la migliore per come segue i problemi dell'istruzione. Εκείνος ο ραδιοφωνικός σταθμός προσφέρει την καλύτερη κάλυψη σε εκπαιδευτικά θέματα. |
χειρισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Το βάζο υπέστη άγρια μεταχείριση από τους μεταφορείς και είχε μερικά σπασίματα. |
συναλλάσσομαι(οικονομικές συναλλαγές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χορηγώ φάρμακα, δίνω φάρμακα(mediante farmaci) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devi curare il mal di gola: non si cura da solo. |
παζάριαverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Prima di raggiungere un accordo finale, gli avvocati delle parti hanno contrattato a lungo. |
κανονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa cinematografica è riuscita a negoziare un accordo con l'agente di una grande star hollywoodiana. Το κινηματογραφικό στούντιο κατάφερε να κλείσει μια συμφωνία με τον ατζέντη ενός μεγάλου σταρ του Χόλυγουντ. |
εμπορεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha realizzato le sue fortune commerciando in armi illegali. Έκανε περιουσία εμπορευόμενος παράνομα όπλα. |
προσεγγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Einstein approcciava i problemi in un modo unico. Ο Αϊνστάιν προσέγγιζε τα προβλήματα με μοναδικό τρόπο. |
παστώνω(cibi: con sale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questo prosciutto non è cotto, bensì sotto sale. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα παλιά χρόνια πάστωναν το κρέας γιατί δεν υπήρχαν ψυγεία για να το διατηρήσουν. |
καλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa rivista si occupa dei problemi attuali dell'istruzione. |
διαπραγματεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi ha negoziato il rilascio degli ostaggi? Ποιος διαπραγματεύτηκε την απελευθέρωση των ομήρων; |
συμπεριφέρομαι σε κπ με κτ, φέρομαι σε κπ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Gli anziani vanno trattati con rispetto. Στους ηλικιωμένους αξίζει να τους φερόμαστε με σεβασμό. |
αδιαφορώ, περιφρονώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κακομεταχειρίζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δείχνω υπερβολική ανοχή(επίσημο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non viziare Wendy; sta solo cercando attenzioni. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mia presentazione riguarda gli effetti dell'alcol. |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa presentazione riguarda la Rivoluzione Francese e i conseguenti cambiamenti nella società. |
μετατρέπω σε θειϊκή ένωση(χημεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οι τρόποι κπ(detto di medici) Il nostro medico di famiglia tratta i pazienti molto bene: sempre cordiale, interessato e rassicurante. Οι τρόπου του οικογενειακού μας γιατρού είναι υπέροχοι, είναι πάντα φιλικός, ενδιαφέρεται και μας καθησυχάζει. |
αλαζονική συμπεριφορά, υπεροπτική συμπεριφορά, αλαζονική στάση, υπεροπτική στάση(αποδοκιμασίας) Pensa di essere meglio di noi e ci tratta sempre con un brutto atteggiamento di superiorità. |
μεταχειρίζομαι κπ/κτ με το γάντιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αγνοώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το παίζω ανώτερος, το παίζω αφεντικό
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φέρομαι άσχημα σε κπ(informale, figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλάω πατροναριστικά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πατρονάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Henry pensa di essere molto meglio di Imogen e la tratta sempre con sufficienza. |
ενανθρακώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φέρομαι σκληρά σε κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τη λέω σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω δείγμα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πατρονάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντικειμενοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se vuoi una relazione vera, devi smetterla di trattare le donne con cui esci come degli oggetti. |
κακομεταχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La moglie gelosa ha maltrattato la nuova bella governante. |
κακοποιώ(κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μιλώ υποτιμητικά για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il politico passa tanto tempo a parlare male delle politiche dell'avversario, ma molto meno a parlare della sua. Ο πολιτικός αφιερώνει πολύ χρόνο στο να μιλάει υποτιμητικά για την πολιτική του αντιπάλου του, αλλά όχι αρκετό στο να μιλάει για τη δική του. |
προσβάλω(figurato: maltrattare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non farti mettere i piedi in testa in quel modo! |
περιφρονώ, αγνοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un aumento e migliori incentivi? La cosa non è da prendere sottogamba! |
πουλάω, πουλώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Commerciano in videogiochi. |
φέρομαι σαν να είναι μωρόverbo transitivo o transitivo pronominale (αρνητικό: σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Vorrei che i miei la smettessero di trattarmi come un bambino. Μακάρι οι γονείς μου να σταματούσαν να μου φέρονται σαν να είμαι μωρό. |
επεξεργάζομαι κτ με υδροκυάνιοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επεξεργάζομαι κτ με θειϊκή ένωσηverbo transitivo o transitivo pronominale (χημεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επεξεργάζομαι με νιτρικό άλαςverbo transitivo o transitivo pronominale (χημεία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επεξεργάζομαι με λευκό πηλόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του trattarsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του trattarsi
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.