Τι σημαίνει το stima στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stima στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stima στο Ιταλικό.
Η λέξη stima στο Ιταλικό σημαίνει εκτίμηση, εκτίμηση, εκτίμηση, αποτίμηση, αναγνώριση, εκτίμηση, υπόληψη, εκτίμηση, εκτίμηση, αξιολόγηση, εκτίμηση, υπόληψη, εκτίμηση, κρίση, γνώμη, σεβασμός, χονδρικός υπολογισμός, αξία, σεβασμός, θαυμασμός, κύρος, προσέγγιση, προσέγγιση, αξιοπιστία, υπολογισμός, υπολογισμός, εκτίμηση, σκέφτομαι, εικασία, εκτίμηση, υπόληψη, αξία, εκτίμηση, εκτίμηση, υπόληψη, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ την αξία, εκτιμώ την αξία, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμάω, εκτιμώ, βάζω ψηλά, έχω ψηλά, εκτιμώ, υπολογίζω, εκτιμώ, λατρεύω, εκτιμάω, εκτιμώ, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, έχω σε εκτίμηση, αξιολογώ, εκτιμώ, εκτιμώ, αποτιμώ, υποθέτω, εκτιμώ, αξιολογώ, υπολογίζω, υπολογίζω, λογαριάζω, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμάω, εκτιμώ, εκτιμώ, υπολογίζω, υπολογίζω, εκτιμώ, προβλέπω, προβλέπω, κακός υπολογισμός, μεγάλου κύρους, κοστολόγηση, γνώμη, κρίση, αμοιβαία εκτίμηση, εµπεριστατωµένη εικασία, έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση, προσέγγιση, εκτίμηση, εκτιμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stima
εκτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La stima fatta da Dan in merito ai costi del progetto si è rivelata del tutto errata. Οι εκτιμήσεις του Νταν για τα έξοδα που συνεπαγόταν το έργο ήταν τελείως εσφαλμένες. |
εκτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il costruttore fece una stima sui lavori di ristrutturazione, di modo che potessimo grossomodo sapere quanto ci sarebbero costati. Ο οικοδόμος μας έδωσε μια εκτίμηση για τις εργασίες ανακαίνισης, οπότε τουλάχιστον ξέρουμε περίπου πόσο ενδέχεται να κοστίσει. |
εκτίμηση, αποτίμησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il banditore fece una stima del valore degli antichi gioielli. Ο δημοπράτης έκανε μια εκτίμηση της αξίας των παλαιών κοσμημάτων. |
αναγνώριση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι συνάδελφοι της Νατάσα έδωσαν στη δουλειά της την αναγνώριση που της άξιζε. |
εκτίμηση, υπόληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha guadagnato la mia stima, è un brav'uomo. Έχει ανέβει κατά πολύ στην εκτίμησή μου. Είναι καλός άνθρωπος. |
εκτίμησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La stima dei propri colleghi è essenziale. Ο σεβασμός των συναδέλφων σου είναι πολύ σημαντικός. |
εκτίμηση, αξιολόγησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il medico ha fatto una valutazione approfondita della malattia di Amy prima di prescriverle dei medicinali. Ο γιατρός πραγματοποίησε μια εις βάθος αξιολόγηση (or: εκτίμηση) της ασθένειας της Έιμι προτού της συνταγογραφήσει φάρμακα. |
εκτίμηση, υπόληψη(σεβασμός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È tenuto in grande considerazione da tutti i suoi studenti. |
εκτίμηση, κρίση, γνώμη(άποψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il pompiere ha guadagnato molta stima per il suo coraggio. Ο πυροσβέστης κέρδισε μεγάλο σεβασμό για το θάρρος του. |
χονδρικός υπολογισμός
|
αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σεβασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lavorava duro per guadagnarsi il rispetto dei suoi colleghi. Δούλεψε σκληρά για να κερδίσει τον σεβασμό των συναδέλφων του. |
θαυμασμός(εκτίμηση, αναγνώριση) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho da sempre una grande ammirazione per qualunque cosa abbia a che fare con la Svezia. |
κύρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Crede che un'automobile costosa contribuisca al suo prestigio. Νομίζει ότι ένα ακριβό αμάξι αυξάνει το κύρος του. |
προσέγγιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσέγγιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξιοπιστία(fiducia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo me il piano non ha alcun credito. |
υπολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Secondo i miei calcoli, il taxi dovrebbe raggiungere la stazione proprio quando arriverà il treno. |
υπολογισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Secondo i miei calcoli, dobbiamo ancora dei soldi alla banca. Με βάση τους υπολογισμούς μου, χρωστάμε ακόμα χρήματα στην τράπεζα. |
εκτίμησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Secondo la valutazione, il patrimonio della pop star ammonta a venti milioni di dollari. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η εκτίμηση του αυτοκινήτου από την ασφαλιστική εταιρία ήταν ικανοποιητική. |
σκέφτομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mostra un po' di considerazione per tuo fratello e invitalo alla festa. Σκέψου λίγο τον αδερφό σου και κάλεσέ τον στο πάρτι. |
εικασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua ipotesi era sbagliata perché c'erano più di cento persone nella stanza. Η μαντεψιά της ήταν λανθασμένη, γιατί υπήρχαν πάνω από εκατό άτομα στο δωμάτιο. |
εκτίμηση, υπόληψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Lei è tenuta in grande considerazione. Χαίρει υψηλής εκτίμησης. |
αξίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il perito ha fatto una valutazione su quest'oggetto di quattromila euro. Η εκτίμηση του εκτιμητή για την αξία του είναι τέσσερις χιλιάδες ευρώ. |
εκτίμηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sua onestà le ha fatto guadagnare una buona reputazione ai miei occhi. Την εκτιμώ για την ειλικρίνειά της. |
εκτίμηση, υπόληψηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho un'ottima considerazione di Luke. |
εκτιμώ, υπολογίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il perito stimò il valore della casa intorno a 450.000 sterline. Ο εκτιμητής υπολόγισε την αξία του σπιτιού στις 450.000 λίρες Αγγλίας. |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stimo che la distanza da qui alla chiesa sia di circa un miglio. Υπολογίζω ότι η απόσταση από δω ως την εκκλησία είναι περίπου ένα μίλι. |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι κάτι είναι κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marco ha calcolato una probabilità di vincita del 30%. Ο Μάρκο υπολόγισε ότι η πιθανότητα να κερδίσει είναι 30%. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Glenn ha previsto che la sua squadra avrebbe perso. Ο Γκλεν εκτίμησε πως η ομάδα του θα έχανε. |
εκτιμώ, σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Το αφεντικό εκτιμούσε ιδιαιτέρως τη δουλειά της Σάρλοτ. |
εκτιμώ την αξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'agente immobiliare valutò la proprietà 250.000 sterline. |
εκτιμώ την αξία(dare un valore) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εκτιμώ, σέβομαι(stimare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come aspirante scrittore, io rispetto gli autori pubblicati. Ως επίδοξος συγγραφέας εκτιμώ (or: σέβομαι) τους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έχουν εκδοθεί. |
εκτιμάω, εκτιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nostra azienda valorizza i suoi uomini. Η εταιρία μας λογαριάζει (or: υπολογίζει) τους ανθρώπους της. |
βάζω ψηλά, έχω ψηλά(καθομ, μεταφορικά) Maggie apprezzava la sua amicizia con Lydia. Η Μάγκυ εκτιμούσε τη φιλία της με τη Λυδία. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (immobili) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa degli Anderson è stata valutata molto meno del suo reale valore di mercato. Το σπίτι των Άντερσον εκτιμήθηκε κατά πολύ κάτω από την αξία της αγοράς. |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È difficile prevedere quanto tempo servirà per la mossa. |
λατρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam ama Charlotte, quindi le ha chiesto di sposarlo. Ο Άνταμ υπέραγαπα την Σάρλοτ και για αυτό της ζήτησε να τον παντρευτεί. |
εκτιμάω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante mostra di apprezzare i suoi alunni. |
εκτιμώ, σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Molte culture portano rispetto per gli artisti. |
εκτιμώ, έχω σε εκτίμησηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αξιολογώ, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consulente ha valutato la situazione. Ο σύμβουλος αξιολόγησε (or: εκτίμησε) την κατάσταση. |
εκτιμώ, αποτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli amministratori valutarono i beni dell'azienda. Οι εκκαθαριστές υπολόγισαν την αξία των περιουσιακών στοιχείων της εταιρείας. |
υποθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda stimò che l'età dello sconosciuto fosse intorno ai cinquanta anni. Η Λίντα υπέθεσε ότι η ηλικία του ξένου θα ήταν γύρω στα πενήντα. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il valore della proprietà è stato stimato a un milione di euro. Εκτίμησαν την αξία της ιδιοκτησίας στο ένα εκατομμύριο Ευρώ. |
αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il consiglio valutava i candidati per il lavoro. Η επιτροπή αξιολόγησε τους υποψήφιους για τη δουλειά. |
υπολογίζω(stimare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ron cercò di misurare la distanza fra gli alberi. Ο Ρον προσπάθησε να υπολογίσει την απόσταση μέχρι τα δέντρα. |
υπολογίζω, λογαριάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non hai ponderato quanto li avrebbero offesi le tue parole. |
εκτιμώ, σέβομαι(κάποιον άλλο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il suo capo la tiene in grande considerazione. Χαίρει μεγάλης εκτίμησης από το αφεντικό της. |
εκτιμάω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il perito sta per valutare la casa. Ο ειδικός θα εκτιμήσει το σπίτι. |
εκτιμώ, υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Indicherei il costo in circa cinquecento dollari. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πόσο το κάνεις; Λες να κοστίσει πολλά χρήματα; |
υπολογίζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cercò di calcolare la distanza prima di saltare. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investitore ha svenduto le sue azioni perché un economista ha previsto un crollo del mercato. |
προβλέπωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'economista ha creato dei modelli statistici che possono prevedere i prezzi futuri del mercato con gran precisione. |
κακός υπολογισμός(μικρότερη αξία) |
μεγάλου κύρουςaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Lo stimato uomo d'affari era anche un filantropo. |
κοστολόγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non so quale sia il totale della stima dei costi per questo progetto. |
γνώμη, κρίσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κρίση (or: γνώμη) της για το αποτέλεσμα ήταν λανθασμένη καθώς βασίστηκε σε απλές εικασίες. |
αμοιβαία εκτίμησηsostantivo femminile Tra la responsabile e il suo staff c'era stima reciproca. |
εµπεριστατωµένη εικασίαsostantivo femminile Per dare una stima ragionata, direi che costerà sul mezzo milione. |
έχω σε υψηλή εκτίμηση, έχω σε ιδιαίτερη εκτίμηση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προσέγγιση, εκτίμηση(με γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In questa fase posso solo darle una stima approssimativa del danno. |
εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) So che è uno dei più famosi registi di tutti i tempi, ma non ho stima per lui. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stima στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του stima
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.