Τι σημαίνει το sospetto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sospetto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sospetto στο Ιταλικό.

Η λέξη sospetto στο Ιταλικό σημαίνει υποπτεύομαι, υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, έχω την υποψία ότι/πως, ύποπτος, ύποπτος, πιθανό κρούσμα, ύποπτος, ύποπτος, καχυποψία, υποψία, υποψία, δυσπιστία, καχυποψία, υποψία, τρομακτικός, επιφύλαξη, ύποπτος, ύποπτος, σκοτεινός, ύποπτος, ύποπτη, αμφιβολία, αντιπαθητικός, ύποπτος, ύποπτος, που κρύβει κτ, ύποπτος, υποπτεύομαι κπ για κτ, υποψιάζομαι κπ για κτ, έχω την εντύπωση ότι/πως. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sospetto

υποπτεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia sospettava il marito della vittima, ma non aveva trovato prove sufficienti per arrestarlo.
Η αστυνομία υποπτεύεται τον σύζυγο του θύματος, αλλά δεν έχει βρει ακόμα αρκετές αποδείξεις για να τον συλλάβει.

υποπτεύομαι, υποψιάζομαι

(ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'idraulico dice che può fare tutto il lavoro in un'ora, ma sospetto che ci vorrà più tempo.
Ο υδραυλικός λέει ότι μπορεί να κάνει όλη τη δουλειά σε μια ώρα, αλλά υποψιάζομαι ότι θα πάρει παραπάνω.

έχω την υποψία ότι/πως

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ύποπτος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
La polizia sta interrogando diversi sospetti riguardo alla recente ondata di rapine.
Η αστυνομία ανακρίνει διάφορους υπόπτους σε σχέση με το πρόσφατο κύμα κλοπών.

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La dottoressa ha mandato il paziente da un dermatologo per un neo sospetto.
Η γιατρός έστειλε τον ασθενή της στον δερματολόγο λόγω μιας ύποπτης ελιάς.

πιθανό κρούσμα

aggettivo (με γενική)

È stato mandato a letto con una sospetta influenza.
Της σύστησαν να μείνει στο κρεβάτι λόγω πιθανού κρούσματος γρίπης.

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il pacco sospetto è stato trovato stamattina fuori dalla porta.

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

καχυποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η καχυποψία της αδέσποτης γάτας απέναντι στους ανθρώπους ήταν τόσο μεγάλη που δεν ερχόταν να πάρει το φαγητό πριν βεβαιωθεί ότι δεν ήταν κανένας κοντά.

υποψία

sostantivo maschile (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'investigatrice non aveva ancora trovato alcuna prova ma si era formata un sospetto su chi aveva commesso il crimine.
Η ντετέκτιβ δεν είχε βρει ακόμα αποδείξεις, αλλά είχε υποψίες για το ποιος είχε διαπράξει το έγκλημα.

υποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Era venerdì sera, dopo il lavoro: James aveva il sospetto che avrebbe trovato Nancy al pub e aveva ragione.
Ήταν Παρασκευή απόγευμα μετά τη δουλειά. Ο Τζείμς είχα μια υποψία ότι θα βρει τη Νάνση στην παμπ και είχε δίκιο.

δυσπιστία, καχυποψία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sospetto tra colleghi sta danneggiando la qualità del lavoro.

υποψία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρομακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Οι τρομακτικές ταινίες με κάνουν να βλέπω εφιάλτες.

επιφύλαξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Rachel chiamò la polizia perché c'era un uomo che si comportava in modo sospetto in strada.
Η Ρέιτσελ κάλεσε την αστυνομία, επειδή στον δρόμο ήταν ένας άντρας που συμπεριφερόταν με ύποπτο τρόπο.

ύποπτος, σκοτεινός

(figurato, colloquiale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il poliziotto pensò che ci fosse qualcosa di poco chiaro riguardo l'alibi del sospettato.

ύποπτος, ύποπτη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Il sospetto è stato arrestato nelle prime ore di questa mattina.

αμφιβολία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αντιπαθητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quell'uomo orrendo ci sta seguendo. Ho sempre pensato che lo zio di Lana fosse un po' schifoso.
Πάντα πίστευα ότι ο θείος της Λάνα ήταν κάπως τρομακτικός.

ύποπτος

aggettivo (άτομο, συμπεριφορά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sta' attento se devi attraversare delle zone losche della città.

ύποπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'e-mail che le chiedeva i dati bancari sembrò sospetta a Wendy, quindi decise di non rispondere.
Το e-mail που ζητούσε τα τραπεζικά της στοιχεία φάνηκε ύποπτο στη Γουέντι οπότε δεν απάντησε.

που κρύβει κτ

aggettivo (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel è un po' losca, non sono sicuro di come guadagni i soldi.
Η Ρέητσελ μάλλον κρύβει κάτι. Δεν είμαι πραγματικά σίγουρος πως βγάζει τα χρήματά της.

ύποπτος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quella società è decisamente ambigua, ho sentito che sono coinvolti in ogni genere di affari sottobanco.

υποπτεύομαι κπ για κτ, υποψιάζομαι κπ για κτ

Sospetto che Tom abbia rubato quegli di articoli di cancelleria.
Υποπτεύομαι ότι ο Τομ έκλεψε τη γραφική ύλη.

έχω την εντύπωση ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho l'impressione che tu non ti fidi abbastanza di me.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sospetto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.