Τι σημαίνει το rispondere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rispondere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rispondere στο Ιταλικό.
Η λέξη rispondere στο Ιταλικό σημαίνει απαντάω, απαντάω, ανοίγω, απαντάω, απαντώ, αντιμιλώ, γράφω, μεταβιβάζω, αναμεταδίδω, απαντάω, απαντώ, απαντάω, απαντάω, απαντώ, αντιδρώ, αντιμιλώ, αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω, αντεπιτίθεμαι, ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεπληρώνω, δίνω αναφορά σε κπ, ενεργώ, ανταποδίδω, απαντώ, ανταπαντώ, προκαλώ κπ σχετικά με κτ, αποκρίνομαι, αντιτάσσω, αποδίδω, απαντάω, απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτ, απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτ, ικανοποιώ, καλύπτω, απαντάω, σηκώνω, υπεύθυνος, λογοδοσία, ικανοποιώ, απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά, δίνω λόγο, αληθοφάνεια, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση, πρέπει να λογοδοτήσω για κτ, καλύπτω προδιαγραφές ποιότητας, είμαι επαρκής/κατάλληλος, αρνούμαι να μιλήσω, σηκώνω το τηλέφωνο, σηκώνω το τηλέφωνο, ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκες, σηκώνω το τηλέφωνο, είμαι κατάλληλος, αντιμιλώ, απαντώ γρήγορα και απότομα, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, αντιστοιχώ σε κτ, συμφωνώ με κτ, παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μου, παίρνω εκδίκηση από κπ, τη λέω σε κπ, λογοδοτώ για κτ, απαντώ, αποκρίνομαι, παίρνω εντολές από κπ, γρήγορος, απαντώ καταφατικά, απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικά, γράφω σε κπ, απαντώ σε πρόσκληση, έχω να δώσω λόγο σε κπ, απαντάω, απαντώ, γυρίζω κουβέντες, αντιμιλώ, καταγγέλλω, απαντώ, αποκρίνομαι, απαντάω σε κπ, υποστηρίζω, αντιμιλώ, αποκρούω, ξεσπάω, ξεσπώ, απαντώ, απαντάω, απαντώ, απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά, ανταποκρίνομαι, καλύπτω, υπακούω σε κτ, αιτιολογώ, δικαιολογώ, έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσω, ανταποδίδω, ανταποδίδω κτ με κτ, ανταποδίδω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rispondere
απαντάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'ha chiamata e lei ha risposto. |
απαντάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli ho scritto, spero che risponda presto. Του έγραψα κι ελπίζω ότι θα απαντήσει σύντομα. |
ανοίγωverbo intransitivo (πόρτα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se era mezzogiorno, Eugene era ancora in pigiama quando rispose alla porta. |
απαντάω, απαντώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando non è sicuro della risposta ad una domanda, non risponde. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κοίταξε το κενό, αλλά δεν του αποκρίθηκε. |
αντιμιλώverbo intransitivo (in maniera aggressiva, in reazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non permetterti di rispondere ai tuoi genitori! Μην αντιμιλάς στους γονείς σου! |
γράφω(per iscritto) (έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Per favore, rispondimi presto. |
μεταβιβάζω, αναμεταδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαντάω, απαντώ(dare una risposta) (ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha risposto "sì". Ho risposto ringraziando per l'invito ma dicendo che ero troppo impegnato per partecipare. «Ναι», απάντησε. |
απαντάωverbo intransitivo (al telefono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ho lasciato squillare il telefono a lungo ma non ha risposto. Άφησα το τηλέφωνο να χτυπήσει για αρκετή ώρα αλλά δεν απάντησε. |
απαντάω, απαντώ(ribattere) (κάτι, ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ancora non è finita, ha replicato. |
αντιδρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John ha reagito male quando ha saputo la notizia. Ο Τζον αντέδρασε άσχημα όταν άκουσε τα νέα. |
αντιμιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fuori le mani dalle tasche e non replicare, giovanotto! |
αντεπιτίθεμαι, εκδικούμαι, αντεκδικούμαι, ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν την αδικήσεις, μπορεί να σε εκδικηθεί. |
αντεπιτίθεμαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se attacchi le minoranze, devi aspettarti che reagiscano. Αν επιτίθεσαι σε μειονότητες, πρέπει να περιμένεις ότι θα αντεπιτεθούν. |
ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεπληρώνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'Iran ha dichiarato che reagirà qualora gli Stati Uniti lo attaccassero. |
δίνω αναφορά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jamie dà sempre riscontro al suo line manager in maniera puntuale. Ο Τζέιμι πάντα δίνει, εγκαίρως, αναφορά στον ιεραρχικά ανώτερό του. |
ενεργώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Olga rispose all'email che aveva ricevuto. Η Όλγκα ανταποκρίθηκε στο μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου που έλαβε. |
ανταποδίδωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I genitori hanno replicato dicendo che le accuse rivolte ai loro figli sono infondate. Οι γονείς ανταπέδωσαν λέγοντας ότι οι κατηγορίες για τα παιδιά τους δεν έχουν βάση. |
απαντώ, ανταπαντώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo essere stato accusato, il politico ha risposto che il problema non era una sua colpa. |
προκαλώ κπ σχετικά με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αντιτάσσωverbo intransitivo (ότι, πως ή κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lui replicò che il piano non era fattibile. |
αποδίδω(avere una determinata prestazione) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La nostra nuova macchina funziona bene in queste strade di montagna piene di tornanti. |
απαντάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha cercato di rispondere a tutte le domande dei suoi alunni. Ο δάσκαλος προσπάθησε να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις των μαθητών. |
απαντάω σε κπ/κτ, απαντώ σε κπ/κτverbo intransitivo Kate ha risposto alla domanda di Ben con un cenno del capo. Η Κέιτ απάντησε στον Μπεν με ένα γνέψιμο. |
απαντάω σε κτ, απαντώ σε κτverbo intransitivo Spero che Robert risponda alla mia lettera. Ελπίζω ο Ρόμπερτ να απαντήσει στο γράμμα μου. |
ικανοποιώ, καλύπτωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nostro servizio risponde all'esigenza di assistenza domiciliare di qualità. |
απαντάω, σηκώνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Perché non risponde al telefono? Γιατί δεν σηκώνει (or: απαντάει) το τηλέφωνό της; |
υπεύθυνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando un progetto fallisce, è importante sapere chi è responsabile. Όταν ένα έργο αποτυγχάνει, είναι σημαντικό να ξέρουμε ποιος φέρει την ευθύνη. |
λογοδοσία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'azienda ha un registro dettagliato degli acquisti ai fini della responsabilità. Η εταιρεία κρατά λεπτομερή αρχεία όλων των αγορών χάριν λογοδοσίας. |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comitato controllò che il candidato soddisfacesse le condizioni per fare domanda per quel lavoro. Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας. |
απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά(informale) «Μη με ενοχλείς τώρα,» απάντησε απότομα. |
δίνω λόγο(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Crede di dover rispondere solo a Dio e a nessuna autorità umana. |
αληθοφάνεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικάverbo intransitivo Quando le chiesero se avrebbe fatto gli straordinari, l'infermiera disse di no. |
απαντάω σε ένα τηλεφώνημα, απαντάω σε μια κλήση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi spiace interrompere ma devo uscire a prendere una chiamata. Λυπάμαι για τη διακοπή, αλλά πρέπει να βγω έξω για να το σηκώσω. |
πρέπει να λογοδοτήσω για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alle prossime elezioni il governo dovrà rispondere di tutti i suoi errori per quanto riguarda l'economia. |
καλύπτω προδιαγραφές ποιότηταςverbo intransitivo I prodotti vennero rispediti al produttore perché non rispondevano ai requisiti di qualità. |
είμαι επαρκής/κατάλληλοςverbo intransitivo Non esitare e candidati per quel posto se rispondi ai requisiti. |
αρνούμαι να μιλήσωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nonostante fosse stato interrogato dalla polizia per ore, si rifiutò di rispondere. |
σηκώνω το τηλέφωνοverbo intransitivo (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per favore puoi rispondere tu al telefono? Ho le mani unte. |
σηκώνω το τηλέφωνοverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Speravo che rispondesse al telefono visto che era a un metro di distanza. |
ικανοποιώ τις ανάγκες, καλύπτω τις ανάγκεςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'appartamento non era lussuoso ma rispondeva alle mie esigenze. |
σηκώνω το τηλέφωνοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι κατάλληλος
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
αντιμιλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαντώ γρήγορα και απότομα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Larry ha inveito contro Karen e così lei gli ha dato una rispostaccia. |
λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπverbo intransitivo Dovrai rendere conto di aver copiato all'esame sia all'insegnante che al preside. |
αντιστοιχώ σε κτ, συμφωνώ με κτ
|
παίζω με χαρτί του ιδίου χρώματος με τον αντίπαλό μουverbo transitivo o transitivo pronominale (gioco di carte: stesso seme del compagno) (χαρτοπαίγνια) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se attacco a cuori, quando il mio compagno va in presa deve tornare lo stesso seme, cioè anche lui cuori, non picche! |
παίρνω εκδίκηση από κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La vittima della tentata rapina ha reagito ai suoi aggressori che sono scappati a mani vuote. |
τη λέω σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λογοδοτώ για κτverbo intransitivo Sarà costretto a rispondere del crimine che ha commesso. Διέπραξε ένα έγκλημα και θα αναγκαστεί να λογοδοτήσει γι' αυτό. |
απαντώ, αποκρίνομαιverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho risposto all'azienda che non avei prolungato il contratto senza aumento salariale. |
παίρνω εντολές από κπverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo l'organigramma io rispondo al direttore, e undici persone rispondono a me. |
γρήγορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il team del servizio clienti della compagnia è molto preparato alle domande. Η ομάδα εξυπηρέτησης πελατών της εταιρείας απαντά γρήγορα (or: ανταποκρίνεται γρήγορα) στα ερωτήματα που λαμβάνει. |
απαντώ καταφατικά
|
απαντάω αρνητικά, απαντώ αρνητικάverbo intransitivo Quando gli chiesero se avesse assassinato l'anziana, l'imputato rispose di no. |
γράφω σε κπ(έμφαση στο είδος της επικοινωνίας) |
απαντώ σε πρόσκλησηinteriezione (formale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) R.S.V.P. entro il primo ottobre. |
έχω να δώσω λόγο σε κπverbo intransitivo (figurato: rendere conto a [qlcn]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) In quanto ricco di famiglia, non doveva rispondere a nessuno. |
απαντάω, απαντώverbo intransitivo (σε κάτι/κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rispose immediatamente alla nostra lettera. Απάντησε αμέσως στο γράμμα μας. |
γυρίζω κουβέντες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando rispose seccamente alla maestra venne punito. |
αντιμιλώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ragazzina, non ti permettere di rispondermi male! Μην τολμήσεις να μου αντιμιλήσεις, νεαρά! |
καταγγέλλωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: reato, malfatta) (δημοσίως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαντώ, αποκρίνομαιverbo intransitivo (γραπτώς) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απαντάω σε κπverbo intransitivo La pop star ha risposto alle critiche con una serie di tweet. |
υποστηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αντιμιλώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se fa la prepotente, controbattile. |
αποκρούωverbo intransitivo (μτφ: αντικρούω λόγια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Avrebbe voluto poter rispondere più a tono. Ευχήθηκε να μπορούσε να τον είχε αποκρούσει με μεγαλύτερη ευστοχία. |
ξεσπάω, ξεσπώverbo intransitivo (figurato, informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non si è trattenuto dal rispondere male al suo capo e così l'hanno licenziato. |
απαντώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli ho lasciato un messaggio ma non mi ha risposto. Του άφησα ένα μήνυμα αλλά δε μου απάντησε. |
απαντάω, απαντώverbo intransitivo (dare una risposta) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non mi ha risposto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν απάντησε. |
απαντώ απότομα, απαντώ νευρικά
"Non puoi controllarmi", rispose a tono il ragazzo arrabbiato alla madre. |
ανταποκρίνομαιverbo intransitivo (σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La buona notizia è che pare che il cancro stia rispondendo alla chemioterapia. Τα καλά νέα είναι πως ο καρκίνος δείχνει να ανταποκρίνεται στη χημειοθεραπεία. |
καλύπτωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per molti adolescenti il centro della gioventù risponde a un'esigenza di senso di comunità. |
υπακούω σε κτverbo intransitivo (μεταφορικά) Questa auto sportiva risponde al più piccolo tocco sul volante. Αυτό το σπορ αυτοκίνητο ανταποκρίνεται στο ελάχιστο άγγιγμα του τιμονιού. |
αιτιολογώ, δικαιολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Siamo stati chiamati a rendere conto delle nostre azioni. Μας ζητήθηκε να δώσουμε εξηγήσεις για τις πράξεις μας. |
έχω να χειριστώ, έχω να αντιμετωπίσωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il candidato ha risposto abilmente a una serie di domande dei giornalisti. |
ανταποδίδω(sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανταποδίδω κτ με κτ
Ha contrastato la mossa del suo avversario con un rapido colpo. |
ανταποδίδω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rispondere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rispondere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.