Τι σημαίνει το rispetto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rispetto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rispetto στο Ιταλικό.
Η λέξη rispetto στο Ιταλικό σημαίνει εκτιμώ, σέβομαι, σέβομαι, σέβομαι, που ακολούθησε, που προέκυψε, εκτιμώ, σέβομαι, υπακούω σε κτ, συμμορφώνομαι με κτ, τηρώ, προσαρμόζομαι, ικανοποιώ, κρατάω, τηρώ, συμμορφώνομαι, θαυμάζω, εκτιμώ, τηρώ, που συμμορφώνεται με κτ, τηρώ, συμμορφώνομαι με κτ, υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτ, τηρώ, εκτιμώ, σέβομαι, εκτιμώ, σέβομαι, μη εκτελεστός, εφαρμόζω, υπακούω τους κανόνες, εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους, υπακούω/τηρώ κανονισμούς, συμμορφώνομαι με τις εντολές κπ, τηρώ μια προθεσμία, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, ζω οικολογικά, παρακούω, παραβαίνω, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, δεν κλέβω, παίζω σύμφωνα με τους κανόνες, τρέχω, τιμώ, κάνω πίσω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rispetto
εκτιμώ, σέβομαι(stimare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Come aspirante scrittore, io rispetto gli autori pubblicati. Ως επίδοξος συγγραφέας εκτιμώ (or: σέβομαι) τους συγγραφείς, των οποίων τα έργα έχουν εκδοθεί. |
σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (assecondare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rispettava il desiderio di sua moglie di fare l'artista. Σεβάστηκε την επιθυμία της γυναίκας του να ζήσει μποέμικα. |
σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non ha mai rispettato la privacy dei suoi figli. Ποτέ δεν σεβάστηκε την προσωπική ζωή των παιδιών του. |
που ακολούθησε, που προέκυψε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Erano stati dati i suggerimenti, ma non sono mai stati rispettati. |
εκτιμώ, σέβομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
υπακούω σε κτ
Tutti dovrebbero rispettare la legge. Όλοι πρέπει να υπακούουν τους νόμους. |
συμμορφώνομαι με κτ
Gli avvocati devono rispettare severamente le regole della condotta professionale. Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. |
τηρώ(legge, regolamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti dovrebbero rispettare la legge. |
προσαρμόζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comitato controllò che il candidato soddisfacesse le condizioni per fare domanda per quel lavoro. Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας. |
κρατάω, τηρώ(promesse) (μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Diversamente da altra gente, io mantengo le promesse. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
συμμορφώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Αν αρνηθείς να συμμορφωθείς, διατρέχεις κίνδυνο να σου επιβληθεί ποινή. |
θαυμάζω, εκτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Kristin ammira i dottori che fanno volontariato nei paesi del terzo mondo. Η Κριστίν θαυμάζει τους γιατρούς που εθελοντικά εργάζονται σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cathy ha deciso di attenersi alle regole. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ως ευσυνείδητοι πολίτες πρέπει να συμμορφωνόμαστε προς τους νόμους. |
που συμμορφώνεται με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il direttore deve assicurare che il suo ristorante sia conforme ai requisiti igienico-sanitari e di sicurezza. |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αν δεν τηρείς τους κανόνες, θα μπεις σε μπελάδες. |
συμμορφώνομαι με κτ
Cerca di attenersi ai precetti della chiesa, ma non è facile. Προσπαθεί να συμμορφωθεί με τις διδαχές της εκκλησίας αλλά δεν είναι εύκολο. |
υπακούω σε κτ, υποτάσσομαι σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Ogni cosa nell'universo rispetta le leggi della fisica. Τα πάντα στο σύμπαν υπακούνε στους νόμους της φυσικής. |
τηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente spesso osserva un minuto di silenzio il giorno dell'Armistizio. Οι άνθρωποι τηρούν ενός λεπτού σιγή την Ημέρα Ανακωχής. |
εκτιμώ, σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo rispettavano tutti per il suo duro lavoro. Όλοι τον υπολήπτονται για την εργατικότητά του. |
εκτιμώ, σέβομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ για κάτι που έκανε) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rispetto molto Phoebe per il suo volontariato in ospedale. Εκτιμώ πραγματικά τη Φοίβη που έγινε εθελόντρια στο νοσοκομείο. |
μη εκτελεστός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εφαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο διευθυντής εφάρμοσε τους κανόνες χωρίς να κάνει καθόλου εξαιρέσεις. |
υπακούω τους κανόνες
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le cose funzionano meglio quando tutti rispettiamo le regole. Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες. |
εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρουςverbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se non rispetti i termini del contratto, potresti essere denunciato per violazione contrattuale. |
υπακούω/τηρώ κανονισμούςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovete rispettare le regole! Πρέπει να τηρείς τους κανονισμούς. |
συμμορφώνομαι με τις εντολές κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τηρώ μια προθεσμίαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ζω οικολογικά
|
παρακούω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παραβαίνω(legge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) All'inizio della partita l'arbitro ha ricordato ai giocatori di rispettare le regole. |
δεν κλέβω(μεταφορικά: σε παιχνίδι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ehi, rispetta le regole! Togliti subito quell'asso dalla manica! |
παίζω σύμφωνα με τους κανόνεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se si vuole andare d'accordo con gli altri colleghi, è consigliabile rispettare le regole. |
τρέχω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non guidare troppo veloce altrimenti la polizia ti ritira la patente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχετε υπερβεί κατά πολύ το όριο ταχύτητας και θα πρέπει να υποβληθείτε σε αλκοτέστ. |
τιμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'università ha onorato il professore per la sua ricerca rivoluzionaria. Το πανεπιστήμιο τίμησε τον καθηγητή για την πρωτοποριακή του έρευνα. |
κάνω πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rispetto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rispetto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.