Τι σημαίνει το ricoprire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ricoprire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ricoprire στο Ιταλικό.
Η λέξη ricoprire στο Ιταλικό σημαίνει κρύβω, επιστρώνω ξανά, στρώνω ξανά, πηγαινοέρχομαι, απλώνω κτ σε κτ, καλύπτω, αλείφω, καλύπτω, στρώνω, ξανακαλύπτω, καλύπτω, καλύπτω εσωτερικά, έχω θέση, έχω αναλάβει θέση, τοποθετώ σε θήκη, -, εκτείνομαι, επεκτείνομαι, τυλίγω, επικαλύπτω, σκεπάζω, καλύπτω, καλύπτω, στρώνω, περνώ καινούριο πέλμα, απλώνομαι, πέφτω, επενδύω, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, δίδω ένα σωρό, καλύπτω, επενδύω κτ εξωτερικά, καλύπτω κτ με χώμα, γλασάρω, λούζω με βρισιές, πιτσιλίζω, σβήνω κπ/κτ με σπρέι, αλείφω με παχιά στρώση, καλύπτω με χιόνι, βάζω πηλό, ρίχνω υλικό εδαφοκάλυψης, σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτ, δίνω σημασία σε κπ, αρμολογώ, στρώνω, καλύπτω, σκεπάζω, βουτάω κτ σε κτ, πασαλείβω κτ με κτ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζω, έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ, περιλούζω, λούζω, γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτω, βάζω στέγη, πνίγω κτ σε κτ, επιχαλκώνω, καλύπτω με δέρμα, καλύπτω κτ με θάμνους, καρμπονιζάρω, καλύπτω κτ με ιστούς αράχνης, καλύπτω με αχυροσκεπή, πασπαλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ricoprire
κρύβωverbo transitivo o transitivo pronominale (vegetazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστρώνω ξανά, στρώνω ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πηγαινοέρχομαι(di segni incrociati) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cortile anteriore era ricoperto da segni di pneumatici |
απλώνω κτ σε κτ
Dawn le ha ricoperto la faccia di trucco. Η Ντων άπλωσε μέικ-απ στο πρόσωπό της. |
καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il petrolio ha ricoperto velocemente l'intero lago. |
αλείφωverbo transitivo o transitivo pronominale (με λεπτό στρώμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ricopri la pelle con uno strato fine di crema. |
καλύπτω, στρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily ha ricoperto il pavimento di linoleum. Η Έμιλι κάλυψε το πάτωμα με λινοτάπητα. |
ξανακαλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i pavimenti della casa sono ricoperti dalla moquette. Η μοκέτα καλύπτει όλα τα πατώματα μέσα στο σπίτι. |
καλύπτω εσωτερικάverbo transitivo o transitivo pronominale La carta ricopriva i lati della scatola. Το χαρτί κάλυπτε εσωτερικά τις πλευρές του κουτιού. |
έχω θέση, έχω αναλάβει θέσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ricopre il ruolo di direttore marketing dell'azienda. |
τοποθετώ σε θήκη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il produttore caseario racchiuse la forma di formaggio in uno strato denso di cera. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Erano seduti sotto un albero, con i rami che sporgevano sopra. Κάθισαν κάτω από ένα δέντρο, με τα κλαδιά να κρέμονται πάνω τους. |
εκτείνομαι, επεκτείνομαι(pianta) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il glicine si arrampicava sul graticcio. |
τυλίγω(γύρω γύρω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επικαλύπτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκεπάζω, καλύπτω(letteralmente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore, copri il cibo che è avanzato, così possiamo mangiarlo più tardi. Σκέπασε, σε παρακαλώ, το φαγητό που περίσσεψε για να το φάμε αργότερα. Προσπάθησε να καλύψει τη μελανιά της με μέικ απ. |
καλύπτω, στρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi provare a usare del miele per cospargere la superficie della torta. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Άλειψε την κρούστα με αυγό για να την κάνει να γυαλίσει. |
περνώ καινούριο πέλμαverbo transitivo o transitivo pronominale (pneumatici) (ελαστικό αυτοκινήτου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλώνομαι, πέφτω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επενδύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La chiglia della barca era rivestita di rame. |
σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ(figurato) (μεταφορικά) Η εξαφάνιση της καλυπτόταν από πέπλο μυστηρίου. |
δίδω ένα σωρόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il re ricoprì i suoi uomini di ricompense. Ο βασιλιάς έδωσε ένα σωρό βραβεία στους άνδρες του. |
καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il davanti della casa era ricoperto di calcare. Το μπροστινό μέρος του σπιτιού ήταν καλυμμένο με ασβεστόλιθο. |
επενδύω κτ εξωτερικάverbo transitivo o transitivo pronominale |
καλύπτω κτ με χώμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È ora di interrare le patate. |
γλασάρω(γλάσο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λούζω με βρισιέςverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puoi ricoprirmi di insulti quanto vuoi, ma non cambia la situazione di tanto così. |
πιτσιλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σβήνω κπ/κτ με σπρέιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλείφω με παχιά στρώσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύπτω με χιόνι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζω πηλόverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω υλικό εδαφοκάλυψηςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il nostro giardiniere ricopre di pacciame il terreno una volta al mese. |
σκεπάζω κτ με κτ, καλύπτω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Quando abbiamo riverniciato il soffitto, abbiamo ricoperto i mobili con dei vecchi lenzuoli. Όταν βάψαμε το ταβάνι καλύψαμε τα έπιπλα με παλιά σεντόνια. |
δίνω σημασία σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ieri il capo si è portato il cane in ufficio e tutti hanno riempito l'animale di attenzioni. Εχτές, το αφεντικό έφερε το σκυλί του στη δουλειά και όλοι ασχολούνταν μ' αυτό. |
αρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (pavimentare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha ricoperto l'ingresso con il linoleum. Έστρωσε λινοτάπητα στο διάδρομο. |
καλύπτω, σκεπάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uno strato di ghiaccio ricoprì le piante. Ένα στρώμα πάγου κάλυψε (or: σκέπασε) τα φυτά. |
βουτάω κτ σε κτ(figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πασαλείβω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) Rick voltò le spalle per un minuto e i bambini sparsero il gelato su tutto il divano. Ο Ρικ γύρισε την πλάτη του για ένα λεπτό και τα παιδιά παράλειψαν με παγωτό όλον τον καναπέ. |
περιλούζω, λούζω, γεμίζω, στολίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (με έπαινο κλπ., μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I critici hanno ricoperto l'autore di elogi dopo la pubblicazione del suo primo romanzo. Οι κριτικοί γέμισαν τον συγγραφέα με επαίνους, μετά την έκδοση του πρώτου του μυθιστορήματος. |
έχω και δεύτερο ρόλο ως κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il regista è anche un attore in questo film. Ο σκηνοθέτης κάνει και τον ηθοποιό στην ταινία. |
περιλούζω, λούζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ: κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I suoi fan lo hanno inondato di affetto dopo la sua ultima vittoria. |
γεμίζω, λούζω, σκεπάζω, καλύπτωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (κπ/κτ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La foto mostrava lo sposo e la sposa inondati dai coriandoli. Στη φωτογραφία ο γαμπρός και η νύφη ήταν λουσμένοι σε κονφετί. |
βάζω στέγη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πνίγω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) Sally ha ricoperto di salsa il petto di pollo. |
επιχαλκώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sheila placcò in bronzo le scarpe da bebè di suo figlio come ricordo. |
καλύπτω με δέρμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύπτω κτ με θάμνουςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dovremmo ricoprire la moto di foglie per mimetizzarla. |
καρμπονιζάρω(chimica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καλύπτω κτ με ιστούς αράχνηςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλύπτω με αχυροσκεπή(tetti, coperture) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πασπαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cospargete la torta con dello zucchero a velo. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ricoprire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του ricoprire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.