Τι σημαίνει το riconosciuto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης riconosciuto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του riconosciuto στο Ιταλικό.

Η λέξη riconosciuto στο Ιταλικό σημαίνει αναγνωρίζω, παραδέχομαι, ομολογώ, αναγνωρίζω, ξέρω, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ, καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι, παραδέχομαι, ξεχωρίζω, διακρίνω, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ, δηλώνω, ανακοινώνω, αναγνωρίζω, διακρίνω, παραδέχομαι, εντοπίζω, παραδέχομαι ότι/πως, γνωστός, αναγνωρισμένος, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, αναγνωρίζω κτ σε κπ, αναγνωρίζω επίσημα, πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω επίσημα, αρνούμαι να αναγνωρίσω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ, διαπιστεύω, αναγνωρίζω, παραδέχομαι, μοιράζω κτ σε κπ, αναγνωρίζω, μυρίζω, αναγνωρίζω, αποδέχομαι, αναγνωρίζω, αναγνωρίζω, ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου, επιτρέπω, δέχομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης riconosciuto

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, ότι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il padre ha riconosciuto la paternità del bambino in base alla forte somiglianza fisica.
Ο πατέρας αναγνώρισε ότι το παιδί ήταν δικό του, βασιζόμενος στη μεγάλη εξωτερική ομοιότητα.

παραδέχομαι, ομολογώ

(confessare) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'omicida ha riconosciuto la propria colpevolezza in tribunale.
Ο δολοφόνος παραδέχτηκε την ενοχή του στο δικαστήριο.

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il testimone ha identificato il criminale.
Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον εγκληματία.

ξέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho riconosciuto mio padre non appena l'ho visto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήξερα (or: Κατάλαβα) ότι ήσουν εσύ μόλις σε είδα.

θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo attore ha un aspetto molto familiare, ma non riesco a riconoscerlo.

καταλαβαίνω, κατανοώ, αντιλαμβάνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spero che Lei possa riconoscere il mio punto di vista.
Ελπίζω να μπορείς να καταλάβεις την άποψή μου.

παραδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ammetto che questa volta mi sbaglio.
Παραδέχομαι ότι αυτή τη φορά έχω άδικο.

ξεχωρίζω, διακρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (διακρίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non riconosce un fiore da un'erbaccia.
Δεν μπορεί να ξεχωρίσει (or: διακρίνει) ένα λουλούδι από ένα αγριόχορτο.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dave aveva ammesso di essere geloso di suo fratello minore.
Ο Ντέιβ είχε παραδεχθεί ότι ζήλευε τον μικρότερό του αδελφό.

αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riconosco tutto il lavoro che hai dedicato, ma ora devo subentrare io.
Αναγνωρίζω όλη τη δουλειά που έχεις κάνει, αλλά τώρα πρέπει να αναλάβω εγώ.

παραδέχομαι, αναγνωρίζω, ομολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devi ammettere che non hai capito la domanda.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι παρανόησες την ερώτηση.

δηλώνω, ανακοινώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγνωρίζω, διακρίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La donna ha identificato il ladro in un confronto all'americana.
Η γυναίκα αναγνώρισε τον κλέφτη στην αναγνωριστική παράταξη υπόπτων.

παραδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il candidato ha ammesso la sconfitta.
Ο υποψήφιος παραδέχθηκε την ήττα του.

εντοπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto ha individuato il criminale e ha cominciato a rincorrerlo.
Ο αστυνομικός εντόπισε τον κακοποιό κι άρχισε να τον κυνηγάει.

παραδέχομαι ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha ammesso di essere stato lui a romperlo.

γνωστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli investigatori fecero una lista dei fatti riconosciuti in quel caso.

αναγνωρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ruth è un'esperta riconosciuta di storia greca antica.

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

(κάτι, ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riconosco che avrei potuto prendere decisioni migliori.
Αναγνωρίζω (or: παραδέχομαι) ότι θα μπορούσα να είχα πάρει καλύτερες αποφάσεις.

αναγνωρίζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (ringraziare)

Durante una cerimonia il presidente ha riconosciuto il suo contributo (or: le ha dato un riconoscimento per il suo contributo).
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει να σου αναγνωρίσω ότι έκανες καταπληκτική δουλειά.

αναγνωρίζω επίσημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

Molti stati occidentali hanno riconosciuto ufficialmente il Kosovo.
Πολλές Δυτικές χώρες έχουν αναγνωρίσει επισήμως το Κόσοβο.

πρέπει να αναγνωρίσω κτ σε κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi riconoscerlo alla squadra: avranno perso le ultime dieci partite, ma non hanno mai smesso di crederci!

αρνούμαι να αναγνωρίσω

(αγνοώ, αψηφώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il testimone ha riconosciuto il sospettato.
Ο μάρτυρας αναγνώρισε τον ύποπτο.

αναγνωρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Teresa ha dato il merito a Simon ammettendo la sua responsabilità dell'errore.

αναγνωρίζω επίσημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι/κάποιον ως κάτι)

αρνούμαι να αναγνωρίσω

(ότι/πως)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cantante ammise che il suo rivale aveva indubbiamente talento.
Ο τραγουδιστής παραδέχτηκε ότι ο ανταγωνιστής του ήταν πραγματικά ταλαντούχος.

δίνω τα εύσημα σε κπ για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Molti commentatori hanno dato il merito a Karzai per aver guidato il paese al risanamento.

διαπιστεύω

(ανάλογα με τα συμφραζόμενα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγνωρίζω, παραδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata) (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Riconosco che potrei avere torto.
Αναγνωρίζω ότι μπορεί να κάνω λάθος.

μοιράζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Lo stato riconosce dei benefici a coloro che dimostrino di essere in condizioni di necessità.

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (dare riconoscimento)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo ha approvato la performance della sua squadra.
Το αφεντικό αναγνώρισε την επίδοση της ομάδας του.

μυρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha sentito odore di aglio e ha capito che il suo amico stava cucinando.
Μύρισε σκόρδο, και κατάλαβε οτι μαγείρευε ο φίλος της.

αναγνωρίζω, αποδέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (approvare pubblicamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stato riconosciuto come il capo.
Τον αποδέχτηκαν ως αρχηγό.

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (accettare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La maggior parte dei paesi riconosce la Convenzione di Ginevra.
Τα περισσότερα κράτη αναγνωρίζουν τις συμβάσεις της Γενεύης.

αναγνωρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (accettare come legittimo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha riconosciuto ufficialmente il nuovo stato.
Η κυβέρνηση αναγνώρισε επίσημα τη νέα χώρα.

ξέρω ποια είναι η θέση μου, ξέρω τη θέση μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιτρέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti potrebbero essere riconosciute le spese di viaggio.

δέχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι, πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La legge riconosce che ci potrebbero essere delle esenzioni.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του riconosciuto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.