Τι σημαίνει το raccolto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης raccolto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του raccolto στο Ιταλικό.
Η λέξη raccolto στο Ιταλικό σημαίνει μαζεύω, σηκώνω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, δρέπω τους καρπούς, μαζεύω, θερίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω, σηκώνω, παίρνω, βουτάω, βουτώ, μαζεύω, συγκεντρώνω, θερίζω, αποκομίζω, συγκεντρώνω, συγκεντρώνω, μαζεύω, συλλέγω, συγκεντρώνω, μαζεύω, επιστρατεύω, συγκεντρώνω, περιορίζω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, συλλέγω, συλλογή, συγκέντρωση, ψαρεύω, μαζεύω, βρίσκω, στεγνώνω, καθαρίζω, συνδυάζω, μαζεύω, κόβω, παραλαβή, μαζεύω, βρίσκω, μαζεύω, συγκεντρώνω, συναθροίζω, συγκεντρώνω, μαζεύω, μαζεύω, διαλέγω, επιλέγω, μαζεύω, σκουπίζω, καθαρίζω, βρίσκω, συγκεντρώνω, πιάνω, μαζεύω, συνδέω με άγκιστρο, που έχει συγκεντρωθεί, που έχει συλλεχθεί, συγκεντρωμένος, συσσωρευμένος, θερισμός, συσσώρευση, σοδειά, σοδειά, σοδειά, σοδειά, καρποί, κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος, συγκομιδή, συγκεντρωμένος, συγκεντρωμένος, μαζεμένος, που συγκεντρώθηκε, κουλουριασμένος, που τον έχω μαζέψει, συγκεντρωμένος, συγκεντρώνω δωρεές, brainstorming, πανάκι για το ρέψιμο, συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματα, μαζεύω τα κομμάτια μου, παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνία, συγκεντρώνω χρήματα, στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, δρέπω τα οφέλη, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, εξεύρεση πόρων, επανασυναρμολογώ, συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχεία, συγκεντρώνω βοήθεια, απολαμβάνω τα οφέλη από κτ, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, καθαρίζω, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ, συλλέγω, περισυλλέγω, μαζεύω στρείδια, μαζεύω μούρα, συγκεντρώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης raccolto
μαζεύω, σηκώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho raccolto il libro che era caduto sul pavimento. Σήκωσα το βιβλίο που είχε πέσει στο πάτωμα. |
μαζεύω, συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccolse tutte le informazioni che poté trovare sull'argomento. Μάζεψε όλες τις πληροφορίες που μπορούσε να βρει για το θέμα. |
συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (denaro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È rimasto là tutto il giorno a raccogliere soldi per i senzatetto. Στεκόταν εκεί όλη μέρα με το κουτί δωρεών, για να συγκεντρώσει χρήματα για τους άστεγους. |
δρέπω τους καρπούςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Linda ha effettuato qualche buon investimento nel mercato azionario e ora sta raccogliendo i frutti. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha raccolto qualche conchiglia come ricordo della vacanza. Συνέλεξε μερικά κοχύλια ως ενθύμιο των διακοπών της. |
θερίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (συνήθως σιτηρά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I braccianti sono fuori nei campi a raccogliere il mais. Οι εργάτες είναι στα χωράφια και μαζεύουν τα καλαμπόκια. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (agricoltura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I contadini erano impegnati a raccogliere i fasci di paglia. |
σηκώνω, παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I proprietari di cani dovrebbero raccogliere i bisogni dei propri cani e buttarli nel bidone. |
βουτάω, βουτώ(liquidi) (το υπόλοιπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (per mettere in ordine) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
θερίζω(agricoltura) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκομίζω(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa mostra raccoglie tutti i principali quadri di Picasso. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: sentimento) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine raccolse il coraggio per dire al suo capo che lui aveva torto. |
συλλέγω, συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le agenzie di intelligence stanno raccogliendo sempre più informazioni sulle nostre attività online. Οι υπηρεσίες πληροφοριών συλλέγουν όλο και περισσότερα δεδομένα για τις διαδικτυακές μας δραστηριότητες. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (fare il raccolto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno raccolto le patate a mano. Μάζεψαν τις πατάτες με το χέρι. |
επιστρατεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gareth voleva arrendersi ma in qualche modo raccolse la volontà di andare avanti. Ο Γκάρεθ ήθελε να τα παρατήσει, αλλά με κάποιον τρόπο βρήκε τη θέληση να συνεχίσει. |
συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (soldi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo raccolto cinquemila dollari per la beneficenza. Μαζέψαμε πέντε χιλιάδες δολάρια για το φιλανθρωπικό σκοπό. |
περιορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (acqua) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (legare, mettere insieme) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccolse il tessuto all'altezza della vita. |
συγκεντρώνω, συσσωρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel corso della sua vita ha collezionato migliaia di libri. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccogli tutti i giocattoli e mettili al loro posto. |
μαζεύω(forze, energie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σταχυολογώ, ερανίζομαι, αλιεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (συγκεντρώνω σιγά σιγά, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Raccogli tutti i consigli che puoi da lei. |
συγκεντρώνω, συσσωρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel corso della sua vita mia nonna ha collezionato numerosi oggetti d'arte. Η γιαγιά μου συγκέντρωσε μια εξαιρετική συλλογή έργων τέχνης κατά τη διάρκεια της ζωής της. |
συλλέγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ricercatore ha raccolto numerosi dati nel corso di migliaia di test. |
συλλογή, συγκέντρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le susine del giardino sono pronte per la raccolta. |
ψαρεύω(αργκό, μεταφορικά: πελατεία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda cercava clienti inviando un volantino pubblicitario. Η εταιρεία ψάρευε πελάτες στέλνοντας διαφημιστικά έντυπα. |
μαζεύω, βρίσκω(coraggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bob ha preso coraggio e l'ha fatto. Ο Μπομπ μάζεψε το κουράγιο του και το επιχείρησε. |
στεγνώνω, καθαρίζω(del liquido rovesciato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vicky spanse il suo vino così dovetti asciugare il tappeto con un foglio di carta assorbente. |
συνδυάζω(κάτι με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A Charlie piace cogliere fiori per la sua ragazza. Στον Τσάρλι αρέσει να μαζεύει λουλούδια για το κορίτσι του. |
παραλαβή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Assicurati di portare fuori la spazzatura stamattina perché la raccolta è al pomeriggio. Φρόντισε να βγάλεις τα σκουπίδια έξω σήμερα το πρωί γιατί η αποκομιδή είναι το μεσημέρι. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le pecore si sono sparpagliate; dovremo radunarle di nuovo. Τα πρόβατα διασκορπίστηκαν και έτσι πρέπει να τα μαζέψουμε ξανά. |
βρίσκω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Riesci a mettere insieme i soldi entro la fine del mese? Θα μπορέσεις βρεις να τα χρήματα μέχρι το τέλος του μήνα; |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo ammucchiato le foglie secche in cumuli. Μαζέψαμε τα φύλλα σε σωρούς. |
συγκεντρώνω, συναθροίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In poco più di un mese abbiamo raccolto ben cento esemplari per la nostra collezione di francobolli. |
συγκεντρώνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se vogliamo giocare a football prima dovremo mettere insieme qualche giocatore. Άμα θέλουμε να παίξουμε ποδόσφαιρο πρέπει πρώτα να μαζέψουμε μερικούς παίκτες. |
μαζεύω(cose, persone) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαλέγω, επιλέγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Facciamo affidamento su testimonianze raccolte da varie fonti. Βασιζόμαστε σε μαρτυρίες που επιλέχθηκαν από διάφορες πηγές. |
μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho colto qualche fragola selvatica da mangiare. Έκοψα μερικές άγριες φράουλες για να φάω. |
σκουπίζω, καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (liquidi) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Servire con molto pane per tirare su il sughetto. Σερβίρετε το με αρκετό ψωμί για να σκουπίσετε (or: καθαρίσετε) τη σάλτσα. |
βρίσκωverbo transitivo o transitivo pronominale (coraggio) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono riuscita a trovare il coraggio di chiedergli un appuntamento. Δεν μπορούσα να βρω το κουράγιο για να του ζητήσω να βγούμε. |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli psicologi hanno messo insieme la saggezza collettiva degli studiosi precedenti per sviluppare una nuova teoria. Οι ψυχολόγοι έχουν συγκεντρώσει τη συνολική γνώση των παλαιών ερευνητών για να αναπτύξουν μια νέα θεωρία. |
πιάνω, μαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il disinfestatore ha catturato un gran numero di ratti e poi ha sistemato le trappole. |
συνδέω με άγκιστροverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει συγκεντρωθεί, που έχει συλλεχθεί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La chiesa intende donare in beneficenza i fondi raccolti. |
συγκεντρωμένος, συσσωρευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La scienza moderna si basa su secoli di conoscenze raccolte. |
θερισμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ben usciva presto da scuola in autunno per aiutare la sua famiglia con il raccolto. |
συσσώρευσηaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοδειάsostantivo maschile (agricoltura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il raccolto di grano è stato scarso quest'anno dopo le torrenziali piogge estive. Η σοδειά (or: συγκομιδή) καλαμποκιού αυτής της χρονιάς ήταν φτωχή μετά τις καταρρακτώδεις βροχές του καλοκαιριού. |
σοδειά(agricoltura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quest'anno il raccolto è stato eccezionale per i coltivatori di mais. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η φετινή απόδοση των χωραφιών ήταν η καλύτερη της τελευταίας δεκαετίας. |
σοδειάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σοδειάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καρποί(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
κουλουριασμένος, τυλιγμένος, μαζεμένος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Trovò il cane tutto raggomitolato e comodo nel suo letto. |
συγκομιδή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La raccolta delle mele nell'orto è durata un giorno intero. |
συγκεντρωμένος(cose) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Donald gettò le foglie raccolte nel falò. |
συγκεντρωμένος, μαζεμένοςaggettivo (persone) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) La folla radunata ha applaudito l'artista di strada. |
που συγκεντρώθηκεparticipio passato (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il denaro raccolto andrà in beneficenza. |
κουλουριασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) I tre cuccioli erano pigiati in una poltrona. |
που τον έχω μαζέψειaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Metti i fagioli che hai raccolto vicino al lavandino e io li laverò più tardi. Βάλε τα φασόλια που μάζεψες στον νεροχύτη και θα τα πλύνω αργότερα. |
συγκεντρωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Il presidente ha iniziato il suo discorso ringraziando la folla riunita per essere venuta. |
συγκεντρώνω δωρεέςverbo transitivo o transitivo pronominale (για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stiamo raccogliendo dei fondi per beneficenza. Μαζεύουμε χρήματα για φιλανθρωπίες. |
brainstorming(μέθοδος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il brainstorming della mattina era stato produttivo e il gruppo sviluppò molte nuove idee. Η πρωινή μας συνάντηση για ανταλλαγή ιδεών ήταν εποικοδομητική και η ομάδα πρότεινε πλήθος νέων ιδεών. |
πανάκι για το ρέψιμοsostantivo maschile (del lattante) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συγκεντρώνω χρήματα, μαζεύω χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stiamo raccogliendo soldi per gli aiuti alle persone colpite dal terremoto. |
μαζεύω τα κομμάτια μουverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo quest'altra relazione andata male, Gianni dovrà raccogliere i pezzi della sua vita distrutta e andare avanti. |
παίρνω τη σκυτάλη, παίρνω τα ηνίαverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συγκεντρώνω χρήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δρέπω τα οφέληverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά, λόγιος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξεύρεση πόρωνverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I boy scout adesso stanno raccogliendo fondi per la loro escursione annuale in campeggio. |
επανασυναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνω στοιχεία, μαζεύω στοιχεία, συλλέγω στοιχείαverbo transitivo o transitivo pronominale (αποδείξεις) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La polizia se n'è andata senza raccogliere prove dalla scena del delitto. |
συγκεντρώνω βοήθειαverbo transitivo o transitivo pronominale È stato programmato un evento di raccolta fondi per sostenere il nostro candidato. |
απολαμβάνω τα οφέλη από κτverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se ti eserciti al pianoforte ogni giorno, presto raccoglierai i frutti del tuo duro lavoro. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dovrai raccogliere tutte le tue forze se vorrai trovare il coraggio per superare questa ardua prova. |
καθαρίζω(figurato) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Crei sempre problemi e sono sempre io che devo passarti dietro a raccogliere i cocci. Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά. |
μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις για να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il corridore dovette radunare tutte le sue forze per restare in testa. |
συλλέγω, περισυλλέγωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lewis ha raccolto il divano tra i rifiuti della discarica cittadina. |
μαζεύω στρείδιαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per raccogliere le ostriche si usano delle draghe. |
μαζεύω μούραverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In estate andiamo a raccogliere bacche lungo le siepi. |
συγκεντρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ψήφους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il candidato del partito laburista ha raccolto più voti del candidato conservatore e così ha vinto le elezioni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του raccolto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του raccolto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.