Τι σημαίνει το promettente στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης promettente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του promettente στο Ιταλικό.

Η λέξη promettente στο Ιταλικό σημαίνει θετικός, αισιόδοξος, πολλά υποσχόμενος, πολλά υποσχόμενος, που βελτιώνεται, που καλυτερεύει, αυξανόμενος, αναπτυσσόμενος, ευνοϊκός, αίσιος, ευμενής, ευοίωνος, πολλά υποσχόμενος, ελπιδοφόρος, ανερχόμενος, εξελισσόμενος, υπόσχομαι, τάζω κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ ότι/πως, υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ, υπόσχομαι, προμηνύω, προαναγγέλω, ορκίζομαι, υπόσχεση, υπόσχομαι, δεσμεύομαι, ορκίζομαι, δεν είναι πολλά υποσχόμενος, πολλά υποσχόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης promettente

θετικός, αισιόδοξος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I clienti gradiscono il prodotto e stanno pensando di piazzare un'ordinazione più consistente, il che è promettente.

πολλά υποσχόμενος

(λόγιος, εμφατικό)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Henry è intelligente e lavora sodo: è uno studente molto promettente.

πολλά υποσχόμενος

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Da bambina era molto promettente.

που βελτιώνεται, που καλυτερεύει

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αυξανόμενος, αναπτυσσόμενος

aggettivo (attività)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Elena ha finto la scuola solo l'anno scorso, ma ha già una promettente carriera come presentatrice televisiva.

ευνοϊκός, αίσιος, ευμενής, ευοίωνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il preside mi riferisce delle cose promettenti sul tuo lavoro.

πολλά υποσχόμενος

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Abbiamo un paio di candidati promettenti.
Έχουμε καναδυό πολλά υποσχόμενους υποψήφιους.

ελπιδοφόρος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La vita era promettente per il ragazzo.

ανερχόμενος, εξελισσόμενος

aggettivo (persona)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Chuck è una stella emergente della musica country.

υπόσχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Taglierò il prato. Prometto.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αφού υποσχέθηκα δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Θα σε πάω στο πάρκο.

τάζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Glenn ha promesso il suo cuore a Emma.
Ο Γκλεν έταξε την καρδιά του στη Έμμα.

υπόσχομαι σε κπ ότι/πως

(di fare qualcosa)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho promesso a mia madre che avrei comprato dei francobolli oggi.
Υποσχέθηκα στη μαμά μου ότι θα αγοράσω γραμματόσημα σήμερα.

υπόσχομαι κτ σε κπ, υπόσχομαι σε κπ κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

I miei genitori mi hanno promesso una bicicletta per Natale.

υπόσχομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli spot pubblicitari promettono molte cose mirabolanti.

προμηνύω, προαναγγέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il cielo grigio prometteva neve.
Ο γκρι ουρανός προανήγγειλε χιόνι.

ορκίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ, να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prometto di fare del mio meglio per stare fuori dai guai.
Ορκίζομαι ότι θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ για να μείνω μακριά από μπελάδες.

υπόσχεση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il filantropo ha promesso di dare in beneficenza 2 milioni di euro.

υπόσχομαι, δεσμεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως θα κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Wendy ha promesso che non lo avrebbe mai lasciato.
Η Γουέντι ορκίστηκε ότι δεν θα τον άφηνε ποτέ.

ορκίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non lo farò più, prometto!
Δεν θα το ξανακάνω. Το υπόσχομαι!

δεν είναι πολλά υποσχόμενος

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πολλά υποσχόμενος

sostantivo maschile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Questo giovane pilota di Formula 1 sembra un valido candidato per la prossima stagione.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του promettente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.