Τι σημαίνει το programma στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης programma στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του programma στο Ιταλικό.
Η λέξη programma στο Ιταλικό σημαίνει πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, σχέδιο, πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, διαφημιστικό φυλλάδιο, πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, στρατηγική, πλατφόρμα, πρόγραμμα, syllabus, σύλλαμπους, λογισμικό Η/Υ, τηλεοπτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα, πρόγραμμα, μετάδοση, πρόγραμμα, δίαιτα, στο πρόγραμμα, στο σχέδιο, στο πλάνο, λογισμικό, οργάνωση, διακήρυξη, πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιών, τηλεοπτικό πρόγραμμα, πρόγραμμα, σχέδιο, τμήμα, προγραμματίζω, γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμα, προγραμματίζω, προγραμματίζω, προεπιλογή, σχεδιάζω, προγραμματίζω, προορίζω κτ για κτ, γράφω κώδικα, γράφω κώδικα, διοργανώνω, προγραμματίζω, προκαθορίζω, προγραμματίζω, περιλαμβάνω κτ στο πρόγραμμα, σχεδιάζω, κανονίζω, μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM, δικαίωμα, παίζομαι, παίζω, σχεδιασμένος, διαμοιραζόμενο λογισμικό, κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομα, τηλεοπτική μετάδοση, τηλεμαραθώνιος, ζωντανή εκπομπή, πιλοτικό πρόγραμμα, προηχογραφημένη εκπομπή, ραδιοφωνική μετάδοση, ραδιοφωνική εκπομπή, ραδιοφωνική εκπομπή, τηλεοπτική εκπομπή, τηλεοπτική εκπομπή, κοινωνική πρόνοια, επεξεργαστής κειμένου, λογισμικό, chart show, σύστημα συλλογής προσφορών, κωμωδία, προεπιλεγμένο πρόγραμμα, πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσης, πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών, πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίων, πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους, εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης, διαιτολόγιο, πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεων, σειρά, εκπομπή μαγειρικής, εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατές, μαθήματα μουσικής, παρουσιαστής, παρουσιάστρια, λεπτομέρειες ταξιδιού, αυτόνομο λογισμικό, πρόγραμμα εγκατάστασης, αρχή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης programma
πρόγραμμαsostantivo maschile (piano) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il programma include tre corsi diversi. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα. |
πρόγραμμα(televisione, radio) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Che programma stai guardando ora? Il telegiornale? Τι πρόγραμμα παρακολουθείς; Τις ειδήσεις; |
πρόγραμμαsostantivo maschile (informatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Questo programma ti aiuterà ad accedere a più informazioni. Αυτό το πρόγραμμα θα σε βοηθήσει να έχεις πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες. |
πρόγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ha deciso di seguire un programma per perdere peso. |
πρόγραμμαsostantivo maschile (scaletta di artisti) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il terzo musicista del programma di stasera suonerà musica folk. |
πρόγραμμαsostantivo maschile (piano informativo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho comprato una copia del programma del concerto come souvenir, anche se era carissimo. |
σχέδιο, πρόγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È stato messo a punto un programma quinquennale per rivitalizzare l'economia. Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία. |
πρόγραμμαsostantivo maschile (programma pensionistico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Partecipa ad un piano di pensionamento. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Το πρόγραμμα της ημέρας περιλαμβάνει αρχειοθέτηση εγγράφων και συνάντηση με δύο πελάτες. |
διαφημιστικό φυλλάδιοsostantivo maschile Molti leggono il programma della clinica per cercare dei chirurghi. |
πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Όλοι οι μαθητές έχουν το ωρολόγιο πρόγραμμα για αυτό το τρίμηνο. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Allora qual è il programma di questa conferenza? |
πρόγραμμα(εκδηλώσεων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il programma della giornata includeva una sfilata e un festival nel parco. |
στρατηγική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πλατφόρμα(politico) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il programma di questo partito incita all'uscita del Regno Unito dall'UE. Η πλατφόρμα αυτού του κόμματος ζητά από το Ηνωμένο Βασίλειο να βγει από την Ευρώπη. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il programma indica che oggi ci sono due proiezioni del film. |
syllabus, σύλλαμπουςsostantivo maschile (corso di studio) (ανθρωπιστικές σπουδές) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il professore diede a tutti gli studenti una copia del programma per il semestre. Ο λέκτορας έδωσε σε όλους τους φοιτητές του ένα αντίγραφο της ύλης του εξαμήνου. |
λογισμικό Η/Υsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I programmi dovrebbero sempre avere un manuale d'uso. |
τηλεοπτικό πρόγραμμα
Il mio programma preferito di sempre è "Scrubs". Η αγαπημένη μου σειρά όλων των εποχών είναι το «Scrubs». |
πρόγραμμα(televisione) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il mio programma televisivo preferito è il mercoledì alle otto. Η αγαπημένη μου τηλεοπτική εκπομπή παίζεται κάθε Τετάρτη στις οχτώ. |
πρόγραμμαsostantivo maschile (αθλητικής διοργάνωσης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μετάδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Milioni di persone nel mondo hanno ascoltato la trasmissione. |
πρόγραμμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il corso è elencato nell'orario delle lezioni. Το σεμινάριο έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα μαθημάτων. |
δίαιτα(φαγητό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sto provando una nuova dieta per perdere peso. Δοκιμάζω μια νέα δίαιτα για να χάσω βάρος. |
στο πρόγραμμα, στο σχέδιο, στο πλάνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λογισμικό(informatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La società di vendite sta investendo in software specialistici per rendere più facile tenere traccia degli ordini dei clienti. Η εταιρεία επενδύει σε ένα νέο εξειδικευμένο λογισμικό που θα διευκολύνει την παρακολούθηση των παραγγελιών των πελατών της. |
οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il viaggio richiede un'attenta pianificazione. Αυτό το ταξίδι απαιτεί προσεκτική οργάνωση. |
διακήρυξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il gruppo terroristico ha emesso un manifesto politico prima del suo primo attacco. |
πρόγραμμα εργασιών, χρονοδιάγραμμα εργασιώνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
τηλεοπτικό πρόγραμμαsostantivo maschile |
πρόγραμμαsostantivo maschile (γεγονότων, εκδηλώσεων) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il programma del festival sarà pubblicato questa settimana. |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Va tutto secondo i piani. |
τμήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Segue un corso accelerato nella sua scuola. Παρακολουθεί το εντατικό τμήμα στο σχολείο του. |
προγραμματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai programmato tu quel gioco? Bel lavoro. Εσύ το έγραψες αυτό το παιχνίδι; Ωραία δουλειά. |
γράφω κώδικα, γράφω πρόγραμμαverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo programmato tutta la notte per fare funzionare di nuovo il sito web. Γράφαμε κώδικα όλο το βράδυ ώστε να ξαναλειτουργήσει η ιστοσελίδα. |
προγραμματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il museo ha organizzato una serie di eventi per il mese della storia delle donne. Το μουσείο έχει προγραμματίσει μια σειρά εκδηλώσεων για τον Μήνα της Γυναικείας Ιστορίας. |
προγραμματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Assicurati di impostare la sveglia prima di andare a letto. Βεβαιώσου πως έχεις προγραμματίσει το ξυπνητήρι πριν πάμε για ύπνο. |
προεπιλογήverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σχεδιάζω, προγραμματίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assistente programmò il viaggio del capo con attenzione, in questo modo avrebbe potuto inserire tutto quello che doveva fare. Ο βοηθός σχεδίασε το ταξίδι της αφεντικίνας του με προσοχή ώστε να μπορέσει να χωρέσει όλα όσα έπρεπε να κάνει. |
προορίζω κτ για κτ
Το εργοστάσιο πάει για κλείσιμο. |
γράφω κώδικαverbo transitivo o transitivo pronominale (informatica) (κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So programmare programmi semplici e so qualcosa di web design. |
γράφω κώδικαverbo intransitivo (informatica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando Bert si mette a programmare, niente può distrarlo. Όταν ο Μπερτ γράφει κώδικα, τίποτα δεν του αποσπά την προσοχή. |
διοργανώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bill sta organizzando la festa per il quindicesimo compleanno di Ellen. Ο Μπιλ σχεδιάζει το πάρτι γενεθλίων για τα 50 χρόνια της Έλεν. Η Βανέσσα οργανώνει την ετήσια γενική συνέλευση της εταιρείας. |
προγραμματίζω(appuntamento) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Vuole fissare un appuntamento? Θα θέλατε να κανονίσουμε ένα ραντεβού; |
προκαθορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David ha programmato le registrazioni sul videoregistratore digitale. |
προγραμματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il direttore ha programmato gli eventi nel corso della giornata. Ο επικεφαλής προγραμμάτισε τις εκδηλώσεις για όλη τη διάρκεια της μέρας. |
περιλαμβάνω κτ στο πρόγραμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È importante programmare un po' di relax tra le faccende domestiche e gli appuntamenti. |
σχεδιάζω, κανονίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stiamo organizzando un barbecue aziendale per la primavera. Σχεδίαζουμε (or: Κανονίζουμε) ένα μπάρμπεκιου με τους εργαζόμενους της εταιρείας την άνοιξη. |
μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM(informatica) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Queste funzioni sono incorporate nel firmware e difficili da aggiornare. |
δικαίωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La famiglia gode di tutti i sussidi che concede la legge. |
παίζομαι, παίζω(teatro: colloquiale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cosa danno a teatro stasera? Τι παίζει απόψε; |
σχεδιασμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
διαμοιραζόμενο λογισμικό(informatica) (πληροφορική: σπάνιο) Ci sono programmi shareware gratuiti che si possono scaricare per modificare le immagini. |
κρατικό πρόγραμμα υγειονομικής περίθαλψης για υπέργηρα ή άπορα άτομαsostantivo maschile (USA) (ΗΠΑ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Luisa si è registrata nel Medicaid dopo aver perso il lavoro. |
τηλεοπτική μετάδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La trasmissione televisiva della partita di pugilato inizia alle 7:00. |
τηλεμαραθώνιος(για φιλανθρωπικό σκοπό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ζωντανή εκπομπή
Piuttosto delle trasmissioni in diretta preferisco quelle registrate. |
πιλοτικό πρόγραμμαsostantivo maschile (sperimentazione) L'azienda sperimentò un nuovo modo di fare pubblicità in alcuni punti vendita, all'interno di un programma pilota. |
προηχογραφημένη εκπομπήsostantivo maschile (TV, radio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Oggi mettiamo di nuovo in onda un programma registrato. |
ραδιοφωνική μετάδοσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ραδιοφωνική εκπομπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ραδιοφωνική εκπομπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ascolto un programma radiofonico in cui si parla di politica. |
τηλεοπτική εκπομπήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τηλεοπτική εκπομπήsostantivo maschile Gli show televisivi degli anni settanta mi paiono adesso abbastanza stupidi. Οι τηλεοπτικές εκπομπές από τη δεκαετία του 1970 μου φαίνονται αρκετά χαζές τώρα. |
κοινωνική πρόνοιαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il parlamento sta discutendo un nuovo progetto di assistenza sociale per le famiglie meno abbienti. |
επεξεργαστής κειμένουsostantivo maschile (Η/Υ) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) NEW:Ha ideato un nuovo programma di videoscrittura e ora lo farà brevettare. |
λογισμικόsostantivo maschile (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
chart showsostantivo maschile (μουσική εκπομπή) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σύστημα συλλογής προσφορών(τεχνική πωλήσεων) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κωμωδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προεπιλεγμένο πρόγραμμαsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per andare in internet ho impostato Firefox come programma predefinito. |
πρόγραμμα αφοσίωσης, πρόγραμμα επιβράβευσης αφοσίωσηςsostantivo maschile (πελατών) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητώνsostantivo maschile (università) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα συγκέντρωσης κεφαλαίωνsostantivo femminile (φιλανθρωπία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτουςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισηςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
διαιτολόγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρόγραμμα συνεταιρικών σχέσεωνsostantivo maschile (tra aziende) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σειρά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εκπομπή μαγειρικήςsostantivo maschile (TV) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εκπομπή που δέχεται κλήσεις από τους ακροατές ή τηλεθεατέςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Jeremy è l'ospite di un programma radiofonico con telefonate del pubblico. |
μαθήματα μουσικήςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παρουσιαστής, παρουσιάστριαsostantivo maschile (σε ραδιόφωνο ή τηλεόραση) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
λεπτομέρειες ταξιδιού
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτόνομο λογισμικόsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα εγκατάστασηςsostantivo maschile (informatica) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per risolvere questo problema ti serve una versione più recente del programma d'installazione. Για να λύσεις αυτό το πρόβλημα χρειάζεσαι τη νέα έκδοση του προγράμματος εγκατάστασης. |
αρχήsostantivo maschile (politica) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il no all'aborto è un punto del programma del Partito Repubblicano. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του programma στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του programma
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.