Τι σημαίνει το preoccupato στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης preoccupato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του preoccupato στο Ιταλικό.

Η λέξη preoccupato στο Ιταλικό σημαίνει ανησυχώ, προβληματίζομαι, ανησυχώ, απασχολώ, ανησυχώ, προβληματίζω, έχω κτ στο κεφάλι μου, ανησυχώ, ανήσυχος, ανήσυχος, που αντιμετωπίζει προβλήματα, φοβισμένος, τρομαγμένος, με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ, αγχώνομαι, ανησυχία, ανήσυχος, προβληματισμένος, φοβισμένος, τρομαγμένος, άβολα, αμήχανα, που έχει εμμονή, που τιτιβίζει, ανησυχητικός, τσιτωμένος, προβληματισμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης preoccupato

ανησυχώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non voglio preoccuparti ma verrà bocciato.
Δεν θέλω να σε ανησυχήσω, αλλά δεν θα περάσει το μάθημα.

προβληματίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era preoccupata per le sue abitudini spenderecce.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εδώ και πολλά χρόνια με βασανίζει το θέμα του εγγονού μου - είναι μπλεγμένος με ναρκωτικά.

ανησυχώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nel guardarli partire, Mary si preoccupava al pensiero che i freni della macchina erano danneggiati.

απασχολώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non metterti in ansia per via dei problemi degli altri.

ανησυχώ, προβληματίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sua salute mi preoccupa davvero.
Η υγεία του με ανησυχεί (or: προβληματίζει).

έχω κτ στο κεφάλι μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανησυχώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La paura dei terremoti mi tormenta tutti i giorni

ανήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La madre preoccupata chiamò la polizia per denunciare la scomparsa del figlio.
Η ανήσυχη μητέρα τηλεφώνησε στην αστυνομία για να καταγγείλει την εξαφάνιση του γιου της.

ανήσυχος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il genitore preoccupato ha parlato con l'insegnante.
Ο ανήσυχος γονιός μίλησε με τον δάσκαλο.

που αντιμετωπίζει προβλήματα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φοβισμένος, τρομαγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

με προβληματίζει κτ, με ανησυχεί κτ

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono davvero preoccupata per il modo in cui tratta mia figlia.
Με ενοχλεί ο τρόπος που συμπεριφέρεται στην κόρη μου.

αγχώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È normale essere ansiosi prima di un esame.

ανησυχία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il suo viso era triste e pieno di preoccupazione.

ανήσυχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προβληματισμένος

(ανησυχία)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Sembri preoccupato del fatto che io non sia d'accordo con te.

φοβισμένος, τρομαγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Il gatto timoroso non ha voluto mangiare il cibo finché Fiona non si è allontanata.
Η τρομοκρατημένη γάτα δεν ερχόταν να φάει το φαγητό πριν φύγει μακριά της η Φιόνα.

άβολα, αμήχανα

(νιώθω)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Η Αν ένιωθε αμήχανα όταν το αφεντικό της στεκόταν πίσω της και την παρακολουθούσε ενώ εκείνη δούλευε.

που έχει εμμονή

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Piantala di essere così ossessionato dal mio stile di guida!

που τιτιβίζει

aggettivo (για πουλί)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανησυχητικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tony fu colpito dal pensiero inquieto di aver lasciato aperta la porta di casa.
Τον Τόνι τον κατέκλυσε η δυσάρεστη σκέψη ότι είχε αφήσει ξεκλείδωτη την εξώπορτά του.

τσιτωμένος

aggettivo (αργκό)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Mio marito è spesso nervoso quando torna a casa dal lavoro.
Ο άντρας μου είναι συχνά τσιτωμένος όταν γυρνάει σπίτι από την δουλειά.

προβληματισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dallo sguardo inquieto di Simon ho capito che c'era qualcosa che non andava per niente.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του preoccupato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.