Τι σημαίνει το piantare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης piantare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του piantare στο Ιταλικό.
Η λέξη piantare στο Ιταλικό σημαίνει φυτεύω, φυτεύω, τοποθετώ κατάλληλα, φυτεύω, καρφώνω, μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα, φυτεύω, στήνω, εισάγω, σκάβω, χωρίζω με, χωρίζω, εγκαταλείπω, παρατώ, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, παρατάω, παρατώ, σφηνώνω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, φυτεύω, ξεκρέμαστος, μελοδραματικός, τελειώνω μία σχέση, φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους, εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη του, καρφώνω, φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρους, διαλύω αρραβώνα, παρατάω, περιβάλλω με πυκνούς θάμνους, καρφώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης piantare
φυτεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pianteremo un albero in giardino. Θα φυτέψουμε ένα δέντρο στον κήπο. |
φυτεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (agricoltura) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La primavera è il periodo migliore per piantare. |
τοποθετώ κατάλληλαverbo transitivo o transitivo pronominale (fissare saldamente i piedi a terra) Il sollevatore di pesi ha piantato i piedi. |
φυτεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Assicurati di aver irrobustito le tue piantine prima che arrivi il momento di piantarle nella terra. |
καρφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (con un martello) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho piantato un chiodo per appenderci il quadro. |
μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυτεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I campeggiatori hanno deciso di piantare la loro tenda vicino al ruscello. |
εισάγωverbo transitivo o transitivo pronominale (inserire in modo saldo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκάβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il proprietario della miniera sta scavando un nuovo condotto in quella zona. Stiamo pianificando di scavare un pozzo. |
χωρίζω με(relazioni) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Secondo me dovresti lasciare il tuo ragazzo. |
χωρίζω(informale: interrompere una relazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Da quando ha scoperto che lo tradiva, ha chiuso con lei. Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε. |
εγκαταλείπω, παρατώ(colloquiale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν. |
πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο(dito) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο. |
παρατάω, παρατώverbo transitivo o transitivo pronominale (informale: fidanzato) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È ridotto a uno straccio da quando la fidanzata lo ha mollato. Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του. |
σφηνώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) James ha piantato l'ascia nel ceppo. Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό. |
ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω(κατασκευή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I marine montarono in fretta un gruppo di tende. |
φυτεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È tempo di trapiantare le piantine. |
ξεκρέμαστοςverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quando la lasciò, la piantò in asso senza entrate e senza un posto dove vivere. |
μελοδραματικόςverbo transitivo o transitivo pronominale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È una che pianta scenate volentieri, urla sempre senza motivo. Είναι σκέτο μελόδραμα, πάντα κλαίει χωρίς λόγο. |
τελειώνω μία σχέση(relazione) Sarah e John stavano per sposarsi il mese prossimo, ma lei ha scoperto che lui aveva un'amante e ha troncato. |
φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρουςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È sempre meglio piantare alberi in primavera o in autunno. Είναι πάντοτε καλύτερα να φυτέψεις δέντρα την άνοιξη ή το φθινόπωρο. |
εγκαταλείπω στη μοίρα του, αφήνω στην τύχη τουverbo transitivo o transitivo pronominale (lasciare in difficoltà [qlcn]) (κάποιον) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καρφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φυτεύω, σπείρω, σπέρνω σπόρουςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαλύω αρραβώνα(terminare relazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Suzie ha lasciato il suo ragazzo dopo 5 anni di fidanzamento per andare dietro a un altro uomo. |
παρατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (idiomatico, informale: abbandonare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιβάλλω με πυκνούς θάμνους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La contadina sta piantando delle siepi intorno ai suoi campi. |
καρφώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il campeggiatore ha piantato il paletto nel terreno. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του piantare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του piantare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.