Τι σημαίνει το pianto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pianto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pianto στο Ιταλικό.

Η λέξη pianto στο Ιταλικό σημαίνει κλαίω, χύνω, κλαίω, γκρινιάζω, κλαψουρίζω, θρηνώ, πενθώ, κλαίω γοερά, θρηνώ, θρηνώ για κπ/κτ, ουρλιάζω, θρηνώ για κπ/κτ, θρηνώ, θρηνώ, σπαράζω στο κλάμα, πλαντάζω στο κλάμα, φυτεύω, καρφώνω, μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα, φυτεύω, φυτεύω, φυτεύω, στήνω, χωρίζω με, εισάγω, τοποθετώ κατάλληλα, σκάβω, χωρίζω, εγκαταλείπω, παρατώ, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, παρατάω, παρατώ, σφηνώνω, ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω, φυτεύω, κλάμα, κλάμα, γοερό κλάμα, ζουμιά, κλάμα, κλάμα, θρήνος, κλάμα, θρήνος, κλαίω για κτ/κπ, σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος, έτοιμος να βάλει τα κλάμματα, ασυγκίνητος, δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα, παρηγορητής, παρηγορήτρια, ξεσπάω σε κλάμματα, κλαίω γοερά, κάνω κπ να να δακρύσει, κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος, κλαίω γοερά, ξεσπάω σε κλάματα, κλαίω, κλαίω, κλαψουρίζω, κλαίω για κπ/κτ, θρηνώ, πενθώ, πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ, δάκρυα, καταρρέω, θρηνώ, πενθώ, πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ, θρηνώ, πενθώ, θρηνώ, μοιρολογώ, κλαίω για κπ/κτ, κλαίω για κτ/κπ, κλαίω από κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pianto

κλαίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Piangeva per la morte di suo padre.
Έκλαψε όταν πέθανε ο πατέρας της.

χύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δάκρυα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lacrime che stava piangendo le scorrevano giù per il viso.

κλαίω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'uomo piangeva in un angolo della sala d'attesa.
Ο άντρας έκλαιγε σε μια γωνία της αίθουσας αναμονής.

γκρινιάζω, κλαψουρίζω

verbo intransitivo (neonato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θρηνώ, πενθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Piangiamo la scomparsa del nostro sacerdote, Padre Smith.
Θρηνούμε τον θάνατο του πατέρα Smith, του ιερέα μας.

κλαίω γοερά

verbo intransitivo

Al funerale c'erano delle donne che piangevano e si battevano il petto.
Οι γυναίκες θρηνούσαν και χτυπούσαν τα στήθη τους στην κηδεία.

θρηνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (la morte di [qlcn])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George piange la morte del suo adorato cane.
Ο Τζωρτζ πενθεί για τον θάνατο του αγαπημένου του σκύλου.

θρηνώ για κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale ([qlcn] che è morto)

A distanza di un anno, Fred piange ancora la morte di sua moglie.

ουρλιάζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bambino stava piangendo, così Edward gli cambiò il pannolino.

θρηνώ για κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La nazione pianse le vittime del terrorismo.

θρηνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (lutti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Piangiamo tutti la morte del nostro collega scomparso.

θρηνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπαράζω στο κλάμα, πλαντάζω στο κλάμα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rachel era stata lasciata dal ragazzo e piangeva nel bagno delle donne.

φυτεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Assicurati di aver irrobustito le tue piantine prima che arrivi il momento di piantarle nella terra.

καρφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con un martello)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho piantato un chiodo per appenderci il quadro.

μεταφυτεύω σε μεγαλύτερη γλάστρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φυτεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φυτεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pianteremo un albero in giardino.
Θα φυτέψουμε ένα δέντρο στον κήπο.

φυτεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (agricoltura)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La primavera è il periodo migliore per piantare.

στήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I campeggiatori hanno deciso di piantare la loro tenda vicino al ruscello.

χωρίζω με

(relazioni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Secondo me dovresti lasciare il tuo ragazzo.

εισάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (inserire in modo saldo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τοποθετώ κατάλληλα

verbo transitivo o transitivo pronominale (fissare saldamente i piedi a terra)

Il sollevatore di pesi ha piantato i piedi.

σκάβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il proprietario della miniera sta scavando un nuovo condotto in quella zona. Stiamo pianificando di scavare un pozzo.

χωρίζω

(informale: interrompere una relazione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Da quando ha scoperto che lo tradiva, ha chiuso con lei.
Όταν ανακάλυψε ότι η φίλη του ήταν άπιστη την χώρισε.

εγκαταλείπω, παρατώ

(colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σχεδιάζαμε ένα πάρτυ, αλλά οι περισσότεροι μας εγκατέλειψαν.

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

(dito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

παρατάω, παρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale: fidanzato) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È ridotto a uno straccio da quando la fidanzata lo ha mollato.
Ο Μαρκ είναι χάλια από τότε που τον παράτησε η κοπέλα του.

σφηνώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
James ha piantato l'ascia nel ceppo.
Ο Τζέιμς σφήνωσε το τσεκουράκι στον κομμένο κορμό.

ανεγείρω, υψώνω, ορθώνω, στήνω

(κατασκευή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I marine montarono in fretta un gruppo di tende.

φυτεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È tempo di trapiantare le piantine.

κλάμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho fatto un bel pianto alla fine di quel film.

κλάμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pianto continuo del bambino ha svegliato il cane.

γοερό κλάμα

Abbiamo sentito il pianto di bambini provenire dall'asilo.
Ακούγαμε το κλάμα των παιδιών από τον παιδικό σταθμό.

ζουμιά

(ανεπίσημο, μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κλάμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il pianto crebbe di intensità mentre la bara veniva calata nella fossa.

κλάμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary si sentì meglio dopo un bel pianto.

θρήνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλάμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oliver si calmò e il suo piantò terminò.

θρήνος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Sentivamo i lamenti delle donne dentro la struttura.

κλαίω για κτ/κπ

verbo intransitivo

Ma per che cosa stai piangendo?
Το μικρό αγόρι έκλαιγε γιατί το τιμώρησαν. Γιατί στο καλό κλαις;

σπαρακτικός, σπαραξικάρδιος

(idiomatico) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έτοιμος να βάλει τα κλάμματα

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
John sembrava quasi sul punto di piangere quando Linda gli ha detto che era bruttissimo. Il suo labbro inferiore tremava sempre quando era sul punto di piangere.
Ο Τζον ήταν έτοιμος να βάλει τα κλάμματα αφότου η Λίντα τον αποκάλεσε άσχημο.

ασυγκίνητος

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δεν έχει νόημα να κλαις πάνω από το χυμένο γάλα

verbo intransitivo (idiomatico: quando è troppo tardi) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρηγορητής, παρηγορήτρια

(espressione)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ξεσπάω σε κλάμματα

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Helen è scoppiata a piangere quando ha ricevuto la triste notizia.

κλαίω γοερά

verbo intransitivo (idiomatico)

Quando la mia migliore amica è andata a vivere da un'altra parte ho pianto a fiumi.

κάνω κπ να να δακρύσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαίω μέχρι να με πάρει ο ύπνος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαίω γοερά

verbo intransitivo (idiomatico)

ξεσπάω σε κλάματα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κλαίω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il bambino sta strillando perché la madre non gli lascia continuare a guardare la televisione.

κλαίω, κλαψουρίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κλαίω για κπ/κτ

verbo intransitivo

Per favore non piangere per me.

θρηνώ, πενθώ

(για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Κάρεν ακόμη πενθούσε τη μητέρα της όταν πέθανε η καλύτερή της φίλη.

πενθώ για κπ, θρηνώ για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Sono vedova da dieci anni ma piango ancora la perdita di mio marito.

δάκρυα

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Sapeva esattamente quando piangere come una fontana per ottenere quello che voleva.

καταρρέω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stella è scoppiata a piangere quando la polizia l'ha informata dell'incidente di suo marito.
Η Στέλλα κατέρρευσε (or: ξέσπασε σε κλάμματα) όταν η αστυνομία την ενημέρωσε για το ατύχημα του συζύγου της.

θρηνώ, πενθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Piangemmo la scomparsa di mio padre al suo funerale.

πενθώ για κτ, θρηνώ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La coppia piange la perdita del loro bambino.

θρηνώ, πενθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (για κάποιον/κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'intera famiglia piange Julie, scomparsa la settimana scorsa.
Ολόκληρη η οικογένεια πενθεί για την Τζούλη που πέθανε την περασμένη εβδομάδα.

θρηνώ, μοιρολογώ

verbo intransitivo (tradizione funebre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le donne si radunarono al funerale per piangere il morto.
Οι γυναίκες μαζεύτηκαν στην κηδεία για να θρηνήσουν (or: μοιρολογήσουν).

κλαίω για κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La famiglia e gli amici continuarono a piangere Bill molto tempo dopo il suo funerale.

κλαίω για κτ/κπ

verbo intransitivo

Rose è una bambina davvero sensibile: piange per ogni più piccola cosa.

κλαίω από κτ

verbo intransitivo (emozioni)

Agnes non è triste, sta piangendo di gioia.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pianto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.