Τι σημαίνει το passante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης passante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του passante στο Ιταλικό.

Η λέξη passante στο Ιταλικό σημαίνει περαστικός, που έχει υψωμένο το μπροστινό του πόδι, παριστάμενος, περνάω, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, ξεπερνάω, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι κάτι, δίνω, πάσα στον αντίπαλο, περνάω, περνώ, περνάω γρήγορα, περνάω, πολτοποιώ, περνάω, περνώ, -, περνάω, περνάω, περνώ, γίνομαι αποδεκτός, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, πάω πάσο, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, επισκέπτομαι, πασάρω, περνώ, περνάω, περνώ, περνάω, περνώ, υφίσταμαι, κυλώ αργά, περνώ, κάνω μετάζευξη, δίνω κτ σε κπ άλλο, δίνω, ζω, τρίβω, περνάω, περνώ, -, ανεβαίνω, σκαρφαλώνω, φεύγω, κάνω ντούκου, κάνω check, περνάω, περνώ, πασάρω, κυλάω, σιδηροδρομικές υπηρεσίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης passante

περαστικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La polizia parlò con un passante che aveva assistito all'incidente dall'inizio alla fine.

που έχει υψωμένο το μπροστινό του πόδι

aggettivo (araldica, stemma: posizione animale) (ζώο σε έμβλημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παριστάμενος

(persona per la strada)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Dei passanti hanno segnalato un furgone rosso che si allontanava a grande velocità dal luogo del reato.
Οι παριστάμενοι ανέφεραν ότι ένα κόκκινο φορτηγάκι έφυγε με ταχύτητα από το σημείο.

περνάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla osservava il corteo che passava.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η πομπή.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando Emily era ammalata, rimaneva seduta accanto alla finestra e salutava tutti quelli che passavano.
Όταν η Έμιλι ήταν άρρωστη καθόταν κοντά στο παράθυρο και χαιρετούσε όποιον περνούσε.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non posso credere che le vacanze siano già finite. Il tempo è passato così in fretta!
Δεν μπορώ να πιστέψω ότι οι διακοπές τέλειωσαν κιόλας. Πέρασε πολύ γρήγορα ο καιρός!

περνάω, ξεπερνάω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Era caduta una frana sulla strada e non potevamo passare.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (a casa di qualcuno)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Steve è passato prima, mentre eri fuori. Gli ho detto che lo avresti chiamato al tuo rientro.

επισκέπτομαι κάτι

(informale: fare visita)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fiona disse che sarebbe passata per controllare che tutto andasse bene.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passo sempre i miei libri preferiti a mia sorella.

πάσα στον αντίπαλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (football: palla)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il quarterback ha passato la palla al running back.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La folla guardava passare la sfilata.
Το πλήθος παρακολουθούσε καθώς περνούσε η παρέλαση.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω

(tessere ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Passate la tessera nel lettore e digitate il vostro codice sul tastierino.
Πέρασε την κάρτα σου και πληκτρολόγησε το PIN σου.

πολτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (culinaria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna passare le verdure prima di aggiungerle alla ricetta.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'autobus è passato senza fermarsi per farci salire.
Το λεωφορείο πέρασε χωρίς να σταματήσει για εμάς.

-

verbo intransitivo (senza fermarsi) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sei appena passato col rosso!
Πέρασε με κόκκινο.

περνάω

verbo intransitivo (μεταφορικά: από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Passerò domani mattina andando al lavoro.
Θα περάσω αύριο το πρωί, πηγαίνοντας στη δουλειά.

περνάω, περνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il divano non passerà mai dalla porta.

γίνομαι αποδεκτός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Al Congresso la mozione passerà.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
È passato al livello di gioco successivo.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sembra che il tempo passi ogni anno più veloce.

πάω πάσο

verbo intransitivo (giochi di società)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puoi passare oppure giocare una carta.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (andare via)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quell'opportunità purtroppo è passata.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (esami, ecc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
"Com'è andato il test?" "L'ho passato!".

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mentre passava, John salutava con la mano dal finestrino dell'auto.

επισκέπτομαι

(a trovare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Peter ha detto che sarebbe passato nel pomeriggio.
Ο Πίτερ είπε πως θα περάσει κάποια στιγμή το απόγευμα.

πασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per giocare bene in squadra bisogna passare la palla, anziché tenerla solo per sé.

περνώ

(χρόνος, ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Trascorse un'ora prima che la polizia finalmente arrivasse.

περνάω, περνώ

(figurato: passare)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Saltava da un lavoro all'altro.
Πήδαγε από τη μια εργασία στην άλλη.

περνάω, περνώ

(scuola)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πέρασε δέκα μαθήματα στις εξετάσεις

υφίσταμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha dovuto subire molte critiche quando l'affare è fallito.

κυλώ αργά

verbo intransitivo (χρόνος)

Si annoiavano col passare del tempo.
Άρχισαν να βαριούνται, καθώς δεν έλεγε να περάσει η ώρα.

περνώ

verbo intransitivo (di tempo) (χρόνος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I minuti passavano e Peter non aveva ancora idea di cosa fare.

κάνω μετάζευξη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A settembre la biblioteca trasferirà il suo catalogo sul nuovo sistema informatico.

δίνω κτ σε κπ άλλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Prendi un biscotto e poi falli girare.
Πάρε ένα μπισκότα και δώστα και στους υπόλοιπους.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi passarmi il sale, per favore?
Μπορείς να μου δώσεις το αλάτι σε παρακαλώ;

ζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha passato il periodo più brutto della sua vita in quel carcere. // Il paese sta vivendo un boom economico senza precedenti.
Έζησε τις χειρότερες στιγμές της ζωής της σε εκείνη φυλακή.

τρίβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
George passò la mano sulla schiena del gatto.
Ο Τζώρτζ έτριψε το χέρι του στην πλάτη της γάτας.

περνάω, περνώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (esami, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho passato il test!
Πέρασα το τεστ!

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Puoi passarmi quel libro, per favore?
Μπορείς να μου δώσεις εκείνο το βιβλίο, σε παρακαλώ;

ανεβαίνω, σκαρφαλώνω

verbo intransitivo (estendersi, svilupparsi)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Stiamo cercando di fare in modo che le rose corrano lungo il traliccio.

φεύγω

verbo intransitivo (di sevizio autobus, treno, etc.)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando parte l'autobus?

κάνω ντούκου, κάνω check

verbo intransitivo (poker)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vuoi puntare o passare?

περνάω, περνώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il biglietto di compleanno è passato di mano in mano.

πασάρω

verbo intransitivo (sport)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ha passato e poi è volato verso rete.

κυλάω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tempo scorre.

σιδηροδρομικές υπηρεσίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του passante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.