Τι σημαίνει το parlato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης parlato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του parlato στο Ιταλικό.
Η λέξη parlato στο Ιταλικό σημαίνει μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλώ, μιλάω, μιλάω, μιλάω, μιλώ, τσαμπουνάω, μιλάω, συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ, λόγια, καθομιλουμένη, προφορική γλώσσα, με λόγια, -, ηχηρός, ομιλία, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, μιλάω με κπ, μιλάω, μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπ, ήσυχα, σιωπηλά, διάλεκτος, ιδιόλεκτος, δημαγωγία, αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης, υπεκφεύγω, αοριστολογώ, λέω, το ράβω, το βουλώνω, περιλούζω, αναφέρω, θάβω, αφορώ, σχετικά με, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, αμίλητα, για να μην αναφέρω και, Εύκολο να το λες., για να μην αναφέρω κπ/κτ, ομιλία, εμπιστευτική συζήτηση, δημόσια ομιλία, τρόπος έκφρασης, άξιος λόγου, ανέβασμα του τόνου, μιλάω εγώ, συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπ, δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτ, μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτ, κακολογώ, μιλάω ανοιχτά, λέω καλά λόγια για κπ, σα να μιλάω σε τοίχο, ψιλοκουβεντιάζω, δεν συγκρατούμαι, μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπ, μιλώ πολύ, διεξάγω εργασίες, μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά, λέω αυτό που σκέφτομαι, μιλώ με το στόμα γεμάτο, μιλάω ακατάπαυστα, συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειά, έχω την ίδια άποψη, αυτοσχεδιάζω, δεν δέχομαι κτ με τίποτα, φλυαρώ, φλυαρώ, φλυαρώ, παραμιλάω, παραμιλάω, μιλάω με κπ, συζητώ με κπ, μιλάω με, συζητώ με, μιλώ για κάτι, λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετό, φλυαρώ, λέω τη γνώμη μου, μιλάω πιο δυνατά, μακρηγορώ, δημηγορώ, μιλώ πιο δυνατά, αστειεύομαι, μιλάω ακατάπαυστα, φλυαρώ, φλυαρώ, μιλάω άσκοπα, μιλάω ακατάπαυστα, μιλάω πατροναριστικά σε κπ, συζητώ, πετώ, κατακρίνω, συνδιαλέγομαι σε. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης parlato
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'insegnante ha chiesto allo studente di parlare. Ο δάσκαλος απαίτησε από τον μαθητή να μιλήσει. |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno parlato molte ore al telefono. Μιλούσαν πολλές ώρες στο τηλέφωνο. |
μιλάω, μιλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Parla inglese? Μιλάς αγγλικά; |
μιλάωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sono contento di averti incontrato. Possiamo parlare? Χαίρομαι που σε συνάντησα. Μπορούμε να μιλήσουμε; |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non tenere la tua opinione per te: parla! |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il presidente è il prossimo a parlare. |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sa davvero come parlare. |
μιλάω(svelare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dopo quattro ore di interrogatorio finalmente il testimone ha parlato. |
μιλάωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ambasciatore stasera parlerà all'università. |
μιλάω, μιλώverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I fatti dicono di più delle parole. |
τσαμπουνάω(καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ma si può sapere di che cosa stai parlando? Τι στο καλό μου τσαμπουνάς; |
μιλάωverbo intransitivo (confessare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'ho interrogato, ma non ha voluto parlare. Τον ανέκρινα αλλά δεν είπε τίποτα. |
συνδιαλέγομαι, συνομιλώ, συζητώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parliamo solo una volta al mese. Συνδιαλεγόμαστε (or: Συνομιλούμε) μόνο μια φορά τον μήνα περίπου. |
λόγια
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Le parole non sono abbastanza. Devi fare qualcosa al riguardo. Τα λόγια δεν αρκούν. Πρέπει να κάνεις κάτι για αυτό. |
καθομιλουμένηaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non lo si sente nell'inglese parlato, ma ogni tanto lo si trova scritto. |
προφορική γλώσσαsostantivo maschile (lingua parlata) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si chiama "colloquiale" un'espressione idiomatica tipica del parlato. |
με λόγιαaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'attore era contento di avere una parte parlata nella commedia. |
-aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Nessuno vuole sentire il mio francese parlato malissimo. Κανείς δεν θέλει να ακούσει τα άσχημα γαλλικά μου. |
ηχηρός(γλωσσολογία) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il "th" di "them" è una consonante sonora. |
ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dalla sua parlata si capiva bene che era di New York. |
μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπverbo intransitivo Parla ai suoi animali anche se questi non le rispondono. |
μιλάω με κπverbo intransitivo Posso parlare un attimo con te? Parlerò con i miei soci e vi farò sapere. |
μιλάω(για κάποιν/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo parlato del film che avevamo appena visto. Μιλήσαμε για την ταινία που είχαμε μόλις δει. |
μιλάω σε κπ, μιλώ σε κπverbo intransitivo Vinnie ti rende la vita difficile? Non preoccuparti, parlo io con lui. |
ήσυχα, σιωπηλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Gli studenti stavano seduti in classe silenziosamente. |
διάλεκτος, ιδιόλεκτος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δημαγωγία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αποκλεισμός από πλατφόρμα δικτύωσης(di oratore con idee estremiste) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
υπεκφεύγω, αοριστολογώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
το ράβω, το βουλώνω(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non appena si accorge che tutti lo stanno ascoltando si zittisce. |
περιλούζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non è che devi insultare Jack tutto il tempo solo perché vi siete lasciati. |
αναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν είναι καλή ιδέα να αναφέρεις πολιτικά ζητήματα μπροστά στην οικογένειά μου. |
θάβω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mia presentazione riguarda gli effetti dell'alcol. |
σχετικά με
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa presentazione riguarda la Rivoluzione Francese e i conseguenti cambiamenti nella società. |
παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι(ως κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Larry si presentava come un esperto. Ο Λάρυ παρουσιάζει τον εαυτό του ως ειδικό. |
αμίληταlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για να μην αναφέρω και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devo portare i bambini a scuola, per non parlare del fatto che devo fare spese. Πρέπει να πάω τα παιδιά στο σχολείο για να μην αναφέρω και τα ψώνια. |
Εύκολο να το λες.
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για να μην αναφέρω κπ/κτverbo (έμφαση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ομιλίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il suono del parlare si sentiva da fuori l'aula. Ο ήχος από ομιλίες ακουγόταν έξω από την τάξη. |
εμπιστευτική συζήτηση(idiomatico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δημόσια ομιλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Parlare in pubblico è probabilmente la mia più grande paura. |
τρόπος έκφρασηςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
άξιος λόγου
|
ανέβασμα του τόνου
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μιλάω εγώ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Porterò avanti da solo la trattativa quando arriveremo alla negoziazione del prezzo. Όταν διαπραγματευτούμε την τιμή, το πουρπαρλέ θα το κάνω εγώ. |
συζητάω με κπ, κουβεντιάζω με κπ, μιλάω με κπverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se vuoi ristrutturare la tua cucina dovresti parlare con mio fratello che lo ha fatto l'anno scorso. |
δεν λέω τίποτα σχετικά με κτ, δεν λέω τίποτα για κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non aveva detto niente dell'operazione a cui avrebbe dovuto sottoporsi, per paura che la famiglia si preoccupasse. |
μιλάω με καλά λόγια για κπ/κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hai delle buone raccomandazioni: il signor Jones ha parlato molto bene di te. |
κακολογώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non dovresti parlare male di qualcuno che non è presente. Non sta bene parlare male dei morti. |
μιλάω ανοιχτάverbo intransitivo Parlò apertamente del problema della parità fra uomini e donne. Lui parla con franchezza, senza paura di offendere qualcuno. |
λέω καλά λόγια για κπverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) È necessario che i tuoi clienti parlino bene di te ai loro amici e conoscenti. |
σα να μιλάω σε τοίχοverbo (figurato: con chi non ascolta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Parlare a Esther è come parlare al muro; nessuno dei due ascolta. |
ψιλοκουβεντιάζωverbo intransitivo (idiomatico) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi piacerebbe molto stare qui a parlare del più e del meno, ma queste bollette non si pagano da sole! |
δεν συγκρατούμαι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλάω με τα καλύτερα λόγια για κπverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'insegnante di mio figlio parla molto bene di lui. Dice che è uno studente bravissimo. Η δασκάλα του γιου μου μιλάει με τα καλύτερα λόγια για αυτόν. Λέει ότι είναι εξαίρετος μαθητής. |
μιλώ πολύverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Parla troppo e la maggior parte di quello che dice sono stupidaggini. |
διεξάγω εργασίεςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Preferisco parlare di affari in un bel ristorante piuttosto che in sala di consiglio. |
μιλώ ελεύθερα, μιλώ ανοιχτά
|
λέω αυτό που σκέφτομαιverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλώ με το στόμα γεμάτοverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μιλάω ακατάπαυστα(figurato: veloce e senza sosta) |
συζητάω για τη δουλειά, μιλάω για τη δουλειάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Io e il mio collega abbiamo parlato di lavoro per un po' dopo cena. |
έχω την ίδια άποψη(figurato: essere d'accordo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non sempre vediamo le cose allo stesso modo. Δεν έχουμε πάντα την ίδια άποψη. |
αυτοσχεδιάζω(figurato: improvvisare un discorso) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ian non si era preparato un discorso perciò dovette parlare a braccio. |
δεν δέχομαι κτ με τίποτα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φλυαρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φλυαρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vorrei che non parlassi senza sosta tutto il tempo; faccio fatica a concentrarmi. |
φλυαρώ(figurato, informale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραμιλάωverbo intransitivo (μτφ: μιλάω ακατάληπτα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παραμιλάω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω με κπ, συζητώ με κπverbo intransitivo Parlava sempre allegramente con gli estranei alla fermata dell'autobus. |
μιλάω με, συζητώ μεverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È sempre un piacere parlare con mia nonna. Vorrei parlare con te prima che tu vada a casa. |
μιλώ για κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λέω κτ ανιαρό, λέω κτ βαρετόverbo riflessivo o intransitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sono sgattaiolato dal fondo della sala mentre lei si stava dilungando nel parlare. Το έσκασα από την πίσω μεριά της αίθουσας, ενώ εκείνη συνέχιζε να φλυαρεί. |
φλυαρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
λέω τη γνώμη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fai sentire la tua voce se la questione ti sta a cuore. Πες τη γνώμη σου εάν σε ανησυχεί αυτό. |
μιλάω πιο δυνατάverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per favore parla più forte, non ti riesco a sentire! Παρακαλώ μίλα πιο δυνατά. Δεν μπορώ να σε ακούσω! |
μακρηγορώ, δημηγορώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il principe Carlo potrebbe discorrere per ore sul tema dell'architettura. |
μιλώ πιο δυνατάverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αστειεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω ακατάπαυσταverbo intransitivo |
φλυαρώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φλυαρώverbo intransitivo (figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μιλάω άσκοπαverbo intransitivo (figurato, informale) |
μιλάω ακατάπαυσταverbo intransitivo |
μιλάω πατροναριστικά σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno discusso di politica per un'ora. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον κάλεσε στο γραφείο του να κουβεντιάσουν τις εξελίξεις. |
πετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατακρίνωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συνδιαλέγομαι σεverbo transitivo o transitivo pronominale (γλώσσα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sei capace di conversare in francese? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δε μιλούσε ιταλικά και τα ισπανικά του ήταν στοιχειώδη. Έτσι συνδιαλέχθηκαν στα αγγλικά. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του parlato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του parlato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.