Τι σημαίνει το natura στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης natura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του natura στο Ιταλικό.
Η λέξη natura στο Ιταλικό σημαίνει φύση, φύση, φύση, φύση, χαρακτήρας, φύση, φύση, στάση, χαρακτήρας, τύπος, ουσία, άγρια ζωή, αφύσικος, διττότητα, δυναμίτης, δυναμικός, εγγενώς, έμφυτα, εκ φύσεως, εξαφανισμένος στη φύση, οικολόγος, πληρωμή σε είδος, νεκρή φύση, τέρας της φύσης, έκθεση τεράτων, ανθρώπινη φύση, έμφυτο χάρισμα,ταλέντο, μελέτη του φυσικού κόσμου, οργανική φύση, αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίου, τεχνική φύση, προστασία της άγριας φύσης, δωρεά σε είδος, Μητέρα Φύση, φυσικός κίνδυνος, πεζοπορία στη φύση, κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύση, έργο νεκρής φύσης, αυτός που κατοικεί στην ερημιά, παράνομος που κατοικεί στην ερημιά, εσωτερικό είναι, χαρισματική προσωπικότητα, δυνάμεις της φύσης, δυνάμεις της φύσεως, ήχοι της φύσης, ανίερος, θειότητα, αγιότητα, έργο νεκρής φύσης, προσωπικές πληροφορίες, νεκρή φύση, τερατογένεση, σχετικά με την άγρια ζωή, για την άγρια ζωή, φυσική ομορφιά, φύση εναντίον ανατροφής, ερημιά, πληρωμή ενοικίου σε είδος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης natura
φύσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ama la natura così tanto che sta pensando di diventare guardaparco. Του αρέσει τόσο πολύ η φύση, που σκέφτεται να γίνει δασονόμος. |
φύση(indole, carattere) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I leoni sono selvaggi per natura e non si può fare molto per addomesticarli. Είναι στη φύση της γάτας να είναι αρπακτικό. |
φύσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non ci si può opporre alle forze della natura. Gli uragani sono invincibili. |
φύση(paesaggio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Guarda la natura intorno! È così bella! |
χαρακτήρας(personalità) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) È rude all'apparenza, ma una volta che lo conosci meglio ti rendi conto che ha una natura essenzialmente buona. |
φύσηsostantivo femminile (istinto) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non dovresti stupirti della sua reazione. Fa parte della natura umana. Δεν θα 'πρεπε να εκπλήσσεσαι από την αντίδρασή του. Είναι στην ανθρώπινη φύση. |
φύση(patrimonio genetico) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'intelligenza di un bambino deriva dalla sua natura o dalla sua educazione? Η εξυπνάδα ενός παιδιού οφείλεται στη φύση ή αναπτύσσεται με την ανατροφή; |
στάση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
χαρακτήρας, τύπος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Non fa parte del suo carattere raccontare bugie. |
ουσίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'essenza di un comportamento civile è la cortesia. Η ουσία της πολιτισμένης συμπεριφοράς είναι η ευγένεια. |
άγρια ζωή
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Lo zoologo aveva passato anni a studiare la fauna selvatica. Ο ζωολόγος είχε περάσει πολλά χρόνια μελετώντας την άγρια ζωή. |
αφύσικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
διττότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il filosofo discusse a lungo sul dualismo della natura umana. |
δυναμίτης(figurato: di persona) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
δυναμικός(volgare) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εγγενώς, έμφυτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le persone sanno in modo innato che uccidere è sbagliato. |
εκ φύσεως
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εξαφανισμένος στη φύσηlocuzione aggettivale (vive solo in cattività) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
οικολόγοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
πληρωμή σε είδοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Mi devi venti dollari per averti riparato la lavatrice, ma se mi tagli l'erba nel prato lo accetto come pagamento in natura. |
νεκρή φύσηsostantivo femminile (arte) (ζωγραφική, τέχνη) Questo artista si è specializzato nelle nature morte ma occasionalmente fa anche dei ritratti. Αυτός ο καλλιτέχνης ειδικεύεται στη νεκρή φύση, αλλά μια στο τόσο κάνει και πορτρέτα. |
τέρας της φύσηςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un vitello con tre gambe è uno scherzo della natura. |
έκθεση τεράτωνsostantivo plurale maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai visto quel talent show in TV ieri sera? Che branco di fenomeni da baraccone! Είδες το σόου ταλέντων στην τηλεόραση χθες βράδυ; Τι έκθεση τεράτων! |
ανθρώπινη φύσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La natura umana è assai complessa. |
έμφυτο χάρισμα,ταλέντοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel bambino ha un dono di natura per la matematica. |
μελέτη του φυσικού κόσμουsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οργανική φύσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αναρχία, ανομία, έλλειψη κοινωνικού συμβολαίουsostantivo maschile (πολιτική θεωρία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il contratto sociale segna la fine dello stato di natura. |
τεχνική φύσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È stato un incidente di natura tecnica. |
προστασία της άγριας φύσηςsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δωρεά σε είδοςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Μητέρα Φύσηsostantivo femminile (figurato) "Madre Natura chiama" significa che devo andare al bagno. |
φυσικός κίνδυνοςsostantivo plurale maschile |
πεζοπορία στη φύσηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατάλυμα διακοπών στην άγρια φύσηsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έργο νεκρής φύσηςsostantivo femminile (arte) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'artista è specializzato in natura morta. |
αυτός που κατοικεί στην ερημιάsostantivo femminile (specifico: Australia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παράνομος που κατοικεί στην ερημιάsostantivo maschile (storico: Australia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εσωτερικό είναιsostantivo femminile |
χαρισματική προσωπικότηταsostantivo femminile (figurato: di persona) |
δυνάμεις της φύσης, δυνάμεις της φύσεωςsostantivo plurale femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Progettare edifici adatti a resistere alle forze della natura, specialmente ai terremoti, è un compito difficile. |
ήχοι της φύσης
|
ανίερος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il partito socialista ha stretto un'alleanza innaturale con un partito nazionalista per creare un governo di coalizione. |
θειότητα, αγιότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le popolazioni indigene iniziarono a dubitare della natura divina del loro leader dopo che questi si ammalò. |
έργο νεκρής φύσηςsostantivo femminile (arte: quadro) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Van Gogh dipinse molte nature morte di fiori. |
προσωπικές πληροφορίες
|
νεκρή φύσηsostantivo femminile (arte) (ζωγραφική) Ho appeso una stampa di Cezanne alla parete: una natura morta con una cesta di mele. Κρέμασα μια γκραβούρα του Σεζάν: μια νεκρή φύση με ένα μπολ με μήλα. |
τερατογένεσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il botanico ha spiegato come a volte si possano verificare degli scherzi della natura, come le margherite con due teste. Ο βοτανολόγος εξήγησε πώς εμφανίζονται καμία φορά τερατογενέσεις, όπως μαργαρίτες με διπλό ανθό. |
σχετικά με την άγρια ζωή, για την άγρια ζωή
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ieri sera ho visto un interessante documentario sulla fauna selvatica. Χτες το βράδυ είδα ένα ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ σχετικά με την άγρια ζωή (or: για την άγρια ζωή). |
φυσική ομορφιάsostantivo femminile |
φύση εναντίον ανατροφήςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερημιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non c'era niente per chilometri lì intorno, era una landa selvaggia. Δεν υπήρχε τίποτα για μίλια. Ήταν ερημιά. |
πληρωμή ενοικίου σε είδοςsostantivo maschile (agricoltura: affitto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του natura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του natura
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.