Τι σημαίνει το organizzazione στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης organizzazione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του organizzazione στο Ιταλικό.
Η λέξη organizzazione στο Ιταλικό σημαίνει διοργάνωση, οργάνωση, οργάνωση, οργάνωση, οργάνωση, δομή, δομή, ίδρυμα, οργάνωση, ρυθμίζω, κανονίζω, οργανώνω, επιχείρηση, κατάταξη, κατηγοριοποίηση, δομή, διάρθρωση, οργάνωση, διευθέτηση, οργάνωση, ιεραρχία, ίδρυμα, προετοιμασία, οικοδόμημα, δομή, διάρθρωση, μηχανισμός, σύνδεσμος, γραφείο, οργάνωση, σπείρα, συμμορία, Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας, ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α., Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης, κανονίζω, φιλανθρωπική συνεισφορά, φιλανθρωπική προσφορά, ΜΚΟ, ημικρατικός οργανισμός, σύνοδος, εργατικό σωματείο, ανθρωπιστικός οργανισμός, Διεθνής Οργανισμός Εργασίας, βιτρίνα, μη κυβερνητική οργάνωση, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, στιβαρή επιχείρηση, Διεθνής Οργάνωση Εργασίας, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, αυτορρυθμιζόμενος οργανισμός, Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας, ανάπτυξη οργάνωσης, προετοιμασίες για την κηδεία, φιλανθρωπική οργάνωση, ιεράρχηση, υπερεθνικός οργανισμός, ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσης, αυτορυθμιζόμενος οργανισμός, κοινωνία, κορυφαίος, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, δομή εξουσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης organizzazione
διοργάνωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sophie è responsabile dell'organizzazione di un comitato per la ricerca di opportunità di sviluppo in nuove aree economiche. Η Σόφι είναι υπεύθυνη για την οργάνωση μιας επιτροπής που θα εξετάσει την ανάπτυξη νέων τομέων επιχειρηματικότητας. |
οργάνωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'organizzazione di questo gruppo di turisti è stato un duro lavoro per la guida turistica. Η οργάνωση αυτού του γκρουπ τουριστών ήταν σκληρή δουλειά για τον ξεναγό. |
οργάνωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alison supervisiona l'organizzazione dei tavoli e delle sedie per la cena. Jim ha dedicato il pomeriggio all'organizzazione della sua raccolta di CD. Η Άλισον επιβλέπει την οργάνωση των τραπεζιών και των καρεκλών για το δείπνο. Ο Τζιμ αφιέρωσε το απόγευμα στην οργάνωση της συλλογής με τα CD του. |
οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La nostra organizzazione promuove i diritti delle donne. Η οργάνωσή μας προωθεί τα δικαιώματα των γυναικών. |
οργάνωση, δομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa tabella mostra la struttura della società, dall'amministratore delegato fino agli impiegati più giovani. Αυτό το διάγραμμα δείχνει την οργάνωση της εταιρείας από τον CEO μέχρι τον κατώτατο υπάλληλο γραφείου. |
δομήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La struttura dell'apparato digerente permette al cibo di venire scomposto in modo efficiente. Η δομή του πεπτικού συστήματος επιτρέπει την αποτελεσματική διάσπαση της τροφής. |
ίδρυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Αρκετά εκπαιδευτικά ιδρύματα δέχονται αιτήσεις. |
οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Incontriamoci questo venerdì per parlare dell'organizzazione. |
ρυθμίζω, κανονίζω, οργανώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In quanto primogenito, Hector si è fatto carico dell'organizzazione del funerale della madre. Ως ο μεγαλύτερος γιος, ο Έκτορας ανέλαβε να ρυθμίσει τα της κηδείας της μητέρας του. |
επιχείρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La società opera in diversi paesi: è una grande organizzazione. Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση. |
κατάταξη, κατηγοριοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Questa organizzazione mette gli articoli più costosi in cima allo schermo. |
δομή, διάρθρωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'organizzazione (or: assetto) della nostra azienda incoraggia l'innovazione. |
οργάνωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'organizzazione della cena di Helen era perfetta. |
διευθέτηση, οργάνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai proprio una bella sistemazione qui per lavorare da casa. |
ιεραρχία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ditta è organizzata secondo una rigida gerarchia. Η εταιρεία οργανωτικά έχει αυστηρή ιεραρχία. |
ίδρυμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'istituto aiuta i giovani ricercatori a pubblicare i loro lavori. Το ίδρυμα βοηθά νέους επιστήμονες να δημοσιεύσουν την εργασία τους. |
προετοιμασία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo che avete finito la preparazione, potete iniziare a scrivere il tema. Μόλις τελειώσεις την προετοιμασία σου, μπορείς να ξεκινήσεις να γράφεις το δοκίμιό σου. |
οικοδόμημα(figurato) (μεταφορικά: οργανωτική δομή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δομή, διάρθρωση(organizzazione) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'esercito ha una struttura complessa, con unità sia logistiche che di combattimento. |
μηχανισμός(figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σύνδεσμοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'associazione si riunisce un giovedì sì e uno no. O σύλλογος κάνει συναντήσεις κάθε δεύτερη Πέμπτη. |
γραφείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'agenzia per il lavoro in centro può aiutarti a trovare una buona occupazione. Το γραφείο εύρεσης εργασίας στο κέντρο μπορεί να σε βοηθήσει να βρεις μια καλή δουλειά. |
οργάνωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπείρα, συμμορίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La polizia ha sgominato una banda dedita allo spaccio di droga. |
Οργανισμός Διατήρησης της Υγείας(US) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ΟΟΣΑ, Ο.Ο.Σ.Α.(συντομογραφία) |
Οργάνωση για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης(acronimo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κανονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φιλανθρωπική συνεισφορά, φιλανθρωπική προσφορά
|
ΜΚΟsostantivo femminile (σντμ: μη κυβερνητική οργάνωση) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Trisha ha fatto volontariato in Africa con una ONG. |
ημικρατικός οργανισμός
|
σύνοδοςsostantivo femminile (συνάντηση πολιτικών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εργατικό σωματείο(membri di un sindacato) Gli economisti hanno discusso a lungo sull'impatto dei lavoratori sindacalizzati sulla produttività lavorativa. |
ανθρωπιστικός οργανισμόςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Oggi vi sono molte organizzazioni umanitarie che si occupano di malati terminali. |
Διεθνής Οργανισμός Εργασίαςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'Organizzazione Internazionale del Lavoro (OIL) persegue la promozione di giuste condizioni di lavoro per tutti Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας ή ΔΟΕ ασχολείται με την προώθηση της κοινωνικής δικαιοσύνης και αναγνώρισε παγκοσμίως τα ανθρώπινα και εργασιακά δικαιώματα. |
βιτρίναsostantivo femminile (μεταφορικά: συγκάλυψη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μη κυβερνητική οργάνωσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Si tratta di un'organizzazione non governativa che cerca di cambiare il modo in cui gli americani vedono il mondo. |
όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στιβαρή επιχείρησηsostantivo femminile |
Διεθνής Οργάνωση Εργασίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μη κερδοσκοπικός οργανισμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αυτορρυθμιζόμενος οργανισμόςsostantivo femminile |
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείαςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανάπτυξη οργάνωσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προετοιμασίες για την κηδείαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando sua madre morì, dovette occuparsi dell'organizzazione del funerale. |
φιλανθρωπική οργάνωσηsostantivo femminile Un personaggio famoso ha donato due milioni di dollari alla sua organizzazione benefica di fiducia lo scorso Natale. Διασημότητα δώρισε δύο εκατομμύρια δολάρια στην αγαπημένη της φιλανθρωπική οργάνωση τα περασμένα Χριστούγεννα. |
ιεράρχησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
υπερεθνικός οργανισμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
ανάπτυξη οργάνωσης, βελτίωση οργάνωσηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτορυθμιζόμενος οργανισμόςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινωνίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un alveare d'api è un buon esempio di organizzazione sociale tra animali. |
κορυφαίος(economia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La casa discografica che ha scritturato il gruppo è una delle aziende di punta del settore. Η δισκογραφική εταιρεία με την οποία υπέγραψε το συγκρότημα είναι από τις κορυφαίες. |
μη κερδοσκοπικός οργανισμός
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Samuel lavora per un'organizzazione senza scopo di lucro, ma guadagna molto bene. |
δομή εξουσίας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του organizzazione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του organizzazione
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.