Τι σημαίνει το naturale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης naturale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του naturale στο Ιταλικό.
Η λέξη naturale στο Ιταλικό σημαίνει φυσικός, φυσικός, βιολογικός, φυσικό, φυσικός, φυσικός, φυσικός, ανεπιτήδευτος, έμφυτος, εγγενής, ακατέργαστος, χωρίς ανθρακικό, αμφιθαλής, αυθόρμητος, αβίαστος, πηγαίος, φυσικός, θεόσταλτος, φυσικός, ανεπιτήδευτος, βιολογικός, έμφυτος, εγγενής, συνυφασμένος με κτ, ρεαλιστικός, χωρίς προσθήκη ζάχαρης, απλός, φυσικός, ανεπιτήδευτος, αυθόρμητος, απροσποίητος, δεύτερη φύση, άδολος, αυθεντικός, φυσικός, φυσικός, εγγενής, έμφυτος, εμφυής, έμφυτος,εγγενής, φυσική, στοιχείο, δρυμός, ακατέργαστος, σε πραγματικό μέγεθος, γεννημένος για κτ, προζύμι, εύκολος στόχος, λογικό αποτέλεσμα, ανοσοποιητικό σύστημα, έμφυτη ικανότητα, έμφυτη στοργή,τρυφερότητα, γνήσιο τέκνο, φυσιολογικός τοκετός, φυσικό χρώμα, φυσικός θάνατος, φυσιολογική ανάπτυξη, φυσικό περιβάλλον, φυσικό αέριο, φυσική ιστορία, ανοσία, φυσικό ένστικτο, φυσική γλώσσα, φυσικό καουτσούκ, φυσική επιλογή, κανονική/φυσιολογική κατάσταση, φυσική ροπή,τάση, φυσικός κόσμος, βόλτα στην εξοχή, καταφύγιο άγριων ζώων, μεταλλικό νερό, φυσική ομορφιά, έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάση, φυσική καταστροφή, φυσικό δίκαιο, φυσική τάξη πραγμάτων, φυσική πέτρα, φυσικές ίνες, καταφύγιο άγριας ζωής, φυσιολατρεία, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων, πεθαίνω από φυσικά αίτια, έχω ταλέντο σε κτ, έχω κλίση σε κτ, με προζύμι, νόθο,εξώγαμο παιδί, σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμό, μονοπάτι στο ύπαιθρο, πρωτόγονη κοινωνία, καλλονή, μονοπάτι, έχω ταλέντο σε κτ, φυσιολογικά, κανονικά, πάρκο άγριων ζώων, ψωμί με προζύμι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης naturale
φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo pane è fatto di soli ingredienti naturali. Αυτό το ψωμί φτιάχνεται από φυσικά συστατικά. |
φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi capelli erano di una sfumatura castano naturale. Τα μαλλιά της είχαν μια φυσική καστανοκόκκινη απόχρωση. |
βιολογικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cibo naturale sta diventando ogni anno più diffuso. Τα βιολογικά τρόφιμα γίνονται κάθε χρόνο και πιο δημοφιλή. |
φυσικόaggettivo (musica) (χωρίς δίεση ή ύφεση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Audrey produsse il do naturale anziché il do diesis. |
φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È naturale che tu sia geloso in questa situazione. Είναι φυσικό να ζηλεύεις σε αυτήν την περίπτωση. |
φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lago era nel suo consueto stato, senza onde. Η λίμνη ήταν στη φυσική της κατάσταση, χωρίς κύματα. |
φυσικός, ανεπιτήδευτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per un attimo, l'aspetto naturale del manichino mi ha ingannato. |
έμφυτος, εγγενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Υπάρχει ένα εγγενές ελάττωμα στη λύση που προτείνουν. |
ακατέργαστος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'allenatore non aveva mai visto un così grande talento naturale in un aspirante ginnasta. Ο προπονητής ποτέ δεν είχε δει ένα τόσο ακατέργαστο ταλέντο σ' έναν ανερχόμενο αθλητή της ενόργανης. |
χωρίς ανθρακικό(bevande) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per favore mi porti dell'acqua naturale. Σε παρακαλώ φέρε μου νερό χωρίς ανθρακικό. |
αμφιθαλήςaggettivo (fratello, sorella) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho due sorelle naturali e due fratelli acquisiti. |
αυθόρμητος, αβίαστος, πηγαίος, φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θεόσταλτοςaggettivo (μτφ: χάρισμα, ταλέντο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Per lui diventare uno scultore era un naturale sviluppo dalla falegnameria. Το να γίνει γλύπτης ήταν μια φυσική εξέλιξη της ξυλουργικής. |
ανεπιτήδευτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leah aveva un aspetto di innata sofisticatezza. |
βιολογικός(τροφή, καλλιέργεια) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ormai nei supermercati ci sono sempre più prodotti biologici. Διατίθενται όλο και περισσότερα βιολογικά προϊόντα στα σούπερ-μάρκετ σήμερα. |
έμφυτος, εγγενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I cani hanno un innato senso dell'olfatto altamente sviluppato. Οι σκύλοι έχουν μια έμφυτη, εξαιρετικά ανεπτυγμένη αίσθηση της όσφρησης. |
συνυφασμένος με κτ
Τα ψυχολογικά τραύματα είναι συνυφασμένα με τη ζωή των στρατιωτών. |
ρεαλιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il dipinto realistico era molto somigliante alla madre dell'artista. |
χωρίς προσθήκη ζάχαρης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απλός, φυσικός, ανεπιτήδευτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυθόρμητος, απροσποίητοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεύτερη φύσηaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Guidare veloce diventa istintivo dopo aver superato l'esame. |
άδολοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυθεντικός, φυσικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi modi spontanei hanno reso Smith un politico molto bevoluto. |
φυσικός, εγγενής, έμφυτος, εμφυήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έμφυτος,εγγενήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φυσικήsostantivo femminile (musica) I tasti bianchi sul pianoforte sono per le note naturali, quelli neri per le note alterate. Τα λευκά πλήκτρα στο πιάνο είναι για τις φυσικές και τα μαύρα για τις διέσεις και τις υφέσεις. |
στοιχείο(agio, naturalezza) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jane, essendo un'estroversa, è nel proprio elemento quando va alle feste. Η Τζέιν είναι εξωστρεφής και στα πάρτυ είναι στο στοιχείο της. |
δρυμός(εθνικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il Gran Canyon è uno dei nostri parchi nazionali più grandi. |
ακατέργαστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi biscotti sono fatti con zucchero grezzo. |
σε πραγματικό μέγεθος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
γεννημένος για κτ(figurato: talento) |
προζύμιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Fare bene il lievito naturale richiede tempo, cura e l'ambiente giusto. |
εύκολος στόχοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lo studio è un bersaglio naturale per i critici che affermano che i risultati erano prevedibili. |
λογικό αποτέλεσμα
Se fai sempre i compiti e ti impegni nello studio, l'esito previsto è che avrai ottimi risultati all'esame finale. |
ανοσοποιητικό σύστημαsostantivo femminile (medicina) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'immunità innata, è la prima linea difensiva dell'organismo attivata attraverso la pelle, le mucose etc. |
έμφυτη ικανότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έμφυτη στοργή,τρυφερότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γνήσιο τέκνοsostantivo maschile (ξεπερασμένο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quella coppia ha un figlio naturale ed uno adottato. |
φυσιολογικός τοκετόςsostantivo maschile (senza intervento medico) Vi sono varie tecniche di parto ma quella più comune è il parto naturale. |
φυσικό χρώμαsostantivo maschile (dei capelli) Ha i capelli biondi, ma non credo che sia il suo colore naturale. Quello è il tuo colore naturale o ti tingi i capelli? Τα μαλλιά της είναι ξανθά, αλλά δε νομίζω ότι είναι το φυσικό της. Αυτό είναι το φυσικό σου, ή βάφεις τα μαλλιά σου; |
φυσικός θάνατοςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mio nonno è vissuto fino a tarda età ed è morto di morte naturale. |
φυσιολογική ανάπτυξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσικό περιβάλλονsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I pesci muoiono fuori dall'acqua, che è il loro ambiente naturale. |
φυσικό αέριοsostantivo maschile Uso il gas naturale per riscaldare la mia casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο λογαριασμός του φυσικού αερίου ήταν πολύ υψηλός τον περασμένο μήνα. Ζεσταίνω το σπίτι μου με φυσικό αέριο. |
φυσική ιστορίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ανοσίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσικό ένστικτοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'istinto naturale di molti animali è quello di fuggire davanti a un pericolo. |
φυσική γλώσσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'evoluzione dei motori di ricerca è verso la possibilità di formulare richieste in linguaggio naturale. |
φυσικό καουτσούκsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
φυσική επιλογήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κανονική/φυσιολογική κατάσταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσική ροπή,τάσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φυσικός κόσμοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βόλτα στην εξοχήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταφύγιο άγριων ζώωνsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταλλικό νερόsostantivo femminile (non gassata) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Preferisco l'acqua naturale a quella frizzante. |
φυσική ομορφιάsostantivo femminile Con una bellezza naturale come la sua, chi ha bisogno di cosmetici? |
έμφυτη κλίση, έμφυτη ροπή, έμφυτη τάσηsostantivo femminile |
φυσική καταστροφήsostantivo maschile |
φυσικό δίκαιοsostantivo maschile |
φυσική τάξη πραγμάτωνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυσική πέτραsostantivo femminile |
φυσικές ίνεςsostantivo maschile Nei climi caldi, i vestiti prodotti con del filato naturale sono di solito più confortevoli. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στα ζεστά κλίματα, τα ρούχα από φυσικές ίνες είναι συνήθως πιο άνετα. |
καταφύγιο άγριας ζωήςsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il governo ha stabilito in quest'area una riserva naturale per salvaguardare le tigri. |
φυσιολατρείαsostantivo maschile (θρησκεία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώων
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάρκο άγριας ζωής, πάρκο άγριας πανίδας, πάρκο άγριων ζώωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πεθαίνω από φυσικά αίτια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Secondo il rapporto del medico legale, Brown è morto di morte naturale. |
έχω ταλέντο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (dote) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
έχω κλίση σε κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha un talento naturale per il golf. |
με προζύμιaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il ristorante è famoso per le sue pagnotte al lievito naturale. |
νόθο,εξώγαμο παιδίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σε φυσική κατάσταση, απείραχτος από τον πολιτισμόsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μονοπάτι στο ύπαιθροsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πρωτόγονη κοινωνίαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλλονήsostantivo femminile (donna) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Una bellezza naturale come lei, non ha mai dovuto impegnarsi molto per avere un bell'aspetto. |
μονοπάτιsostantivo maschile (στην άγρια φύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
έχω ταλέντο σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ironico: tendenza) (ειρωνικό) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
φυσιολογικά, κανονικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il medico consigliò a Sara un cesareo, ma lei voleva un parto naturale. |
πάρκο άγριων ζώωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί με προζύμιsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mangerò un sandwich con pane con lievito naturale e tacchino. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του naturale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του naturale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.