Τι σημαίνει το lezione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lezione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lezione στο Ιταλικό.

Η λέξη lezione στο Ιταλικό σημαίνει μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, μάθημα, διάλεξη, μάθημα, μάθημα, διδασκαλία, πανωλεθρία, επίσκεψη, κάνω mansplaining για κτ, Ελεύθεροι!, μάθημα, χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα, καλλιτεχνικά, μάθημα χορού, γυμναστική, μάθημα μουσικής, μάθημα πιάνου, μάθημα τραγουδιού, μάθημα κολύμβησης, μάθημα θεάτρου, στόχος μαθήματος, ηθικό δίδαγμα, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, παραδίδω διάλεξη, βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία, διδάσκω, κάνω μάθημα, δίνω ένα μάθημα, δείχνω, αποδεικνύω, επιτίθεμαι, βγάζω κπ νοκ άουτ, δίνω διάλεξη σε κπ, κάνω mansplaining σε κπ για κτ, μαθαίνω, διδάσκω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lezione

μάθημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era una lezione di quarantacinque minuti.
Το μάθημα κράτησε σαράντα πέντε λεπτά.

μάθημα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho imparato la lezione, bisognerebbe comprare i biglietti in anticipo.
Το πήρα το μάθημά μου. Πρέπει να αγοράζω εισιτήρια από νωρίς.

μάθημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La lezione era sui verbi irregolari.
Το μάθημα ήταν για τα ανώμαλα ρήματα.

μάθημα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Che questa tragedia ti faccia da lezione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ελπίζω το πάθημα να σου γίνει μάθημα.

μάθημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Oggi faremo le lezioni due e tre del vostro libro.
Σήμερα θα κάνουμε το μάθημα δύο και το μάθημα τρία.

μάθημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il vostro compito per stasera sono le prime cinque poesie del libro.
Το μάθημά σου για απόψε είναι τα πέντε πρώτα ποιήματα του βιβλίου.

διάλεξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il professore ha tenuto una lezione sulla storia della Cina.
Ο καθηγητής έκανε μια διάλεξη για την ιστορία της Κίνας.

μάθημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La prima lezione della giornata è inglese.
Το πρώτο μάθημα της μέρας είναι Αγγλικά.

μάθημα

(scuola)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διδασκαλία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι περισσότεροι φοιτητές έχουν μόνο λίγες ώρες μάθημα κάθε εβδομάδα, αλλά αναμένεται να διαβάζουν πολύ από μόνοι τους.

πανωλεθρία

sostantivo femminile (figurato)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La batosta che abbiamo preso al torneo ha creato grande imbarazzo.

επίσκεψη

sostantivo femminile (palestra)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sally sta andando a una seduta in palestra.

κάνω mansplaining για κτ

(rivolgendosi a una donna)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ελεύθεροι!

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μάθημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χαρακτηριστικό παράδειγμα, μάθημα με εποπτικά μέσα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il suo recente incidente è stato per lui una dimostrazione pratica dell'importanza di guidare con prudenza.

καλλιτεχνικά

(σχολείο)

μάθημα χορού

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono quattro mesi che vado a lezione di ballo e ho perso 7 chili.

γυμναστική

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάθημα μουσικής

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho preso lezioni di musica per dodici anni; suonavo il pianoforte.

μάθημα πιάνου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα τραγουδιού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα κολύμβησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μάθημα θεάτρου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στόχος μαθήματος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Gli obiettivi di una lezione comprendono l'acquisizione delle capacità e l'abilità di mettere in pratica i concetti.

ηθικό δίδαγμα

sostantivo femminile

πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα

(scuola)

παραδίδω διάλεξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'oratore decise di tenere un discorso sulle brutture della guerra.

βγάζω λόγο, πραγματοποιώ ομιλία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sto preparando per tenere una lezione all'università.

διδάσκω, κάνω μάθημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Oggi terrà una lezione su come risolvere le equazioni.

δίνω ένα μάθημα

verbo transitivo o transitivo pronominale (punire) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La strega diede una lezione al principe trasformandolo in una rana.

δείχνω, αποδεικνύω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω κπ νοκ άουτ

(figurato: sconfiggere) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δίνω διάλεξη σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter teneva delle lezioni agli studenti di Harvard.
Ο Πίτερ έδινε διαλέξεις σε φοιτητές στο Χάρβαρντ.

κάνω mansplaining σε κπ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (con tono di superiorità)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μαθαίνω, διδάσκω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred ha tenuto una lezione a suo figlio sull'arte della pesca.
Ο Φρεντ έμαθε στον γιο του την τέχνη του ψαρέματος.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lezione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.