Τι σημαίνει το recitare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης recitare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του recitare στο Ιταλικό.
Η λέξη recitare στο Ιταλικό σημαίνει απαγγέλλω, λέω κτ απέξω, δίνω παράσταση, παίζω, είμαι διατυπωμένος, παρουσιάζω, προσποιούμαι, υποκρίνομαι, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, παίζω, απαριθμώ, απαριθμώ, λέω, λέω, λέω, γράφω, παίζω, παίζω το ρόλο του, παίζω το ρόλο, προσεύχομαι με ροζάριο, υπερβάλλω στην ερμηνεία, μονολογώ, παίζω άτονα, υποδύομαι άτονα, παίζω καλά, παίζω ρόλο, συμμετέχω, παίζω, λέω με μια φωνή, πρωταγωνιστώ, παίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης recitare
απαγγέλλω(ποίημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ricordo ancora le poesie che recitavo da bambino. Ακόμη θυμάμαι τα ποιήματα που απήγγειλα ως παιδί. |
λέω κτ απέξωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) Polly riesce a recitare qualsiasi poesia dopo averla letta una volta sola. |
δίνω παράσταση(andare in scena) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'attore comico recita tre sere a settimana. Ο κωμικός δίνει παράσταση τρεις βραδιές την εβδομάδα. |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi vuole recitare la parte di Lady Macbeth? Ποιος θέλει να ερμηνεύσει το ρόλο της Λαίδης Μάκβεθ; |
είμαι διατυπωμένοςverbo intransitivo (affermare) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il contratto recita come segue… |
παρουσιάζω(recitazione, cinema, teatro) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno recitato uno sketch per divertire la folla. Παρουσίασαν ένα σκετς για να διασκεδάσουν τον κόσμο. |
προσποιούμαι, υποκρίνομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: fingere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Οι γονείς προσποιούνται ότι είναι ενωμένοι, για να μην ανησυχούν τα παιδιά τους. |
υποκρίνομαι, προσποιούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fece una sgradevole voce acuta per imitare sua sorella. Il calciatore finse di essersi fatto male ma stava facendo finta, nella speranza di ottenere un rigore. |
παίζω(ρόλος, θέατρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward e Diana hanno messo in atto la prima scena dell'opera. Durante il tirocinio ai dipendenti è stato chiesto di lavorare a coppie e di simulare delle tipiche situazioni lavorative. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου. |
απαριθμώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il premiato declamò una lunga lista di tutte le persone che desiderava ringraziare. |
απαριθμώverbo transitivo o transitivo pronominale (leggere una lista) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ai bambini è stato insegnato a recitare la dichiarazione dei diritti durante la lezione di storia. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jimmy sa dire l'alfabeto. |
λέωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini hanno detto una preghiera per i loro genitori. |
λέω, γράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (insegne, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegna dice: "Non calpestare il prato." |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi piacerebbe recitare una parte nel musical scolastico, quindi vado ai provini. |
παίζω το ρόλο του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Humphrey Bogart e Ingrid Bergman erano i protagonisti di "Casablanca" e Dooley Wilson recitava la parte di Sam. |
παίζω το ρόλοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
προσεύχομαι με ροζάριο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
υπερβάλλω στην ερμηνεία(θέατρο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il protagonista dell'opera recitava in modo esagerato. |
μονολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (teatro) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω άτονα, υποδύομαι άτοναverbo intransitivo (για ρόλο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω καλάverbo intransitivo Il piccolo Johnny ha recitato benissimo nella recita della scuola. Sono sicuro che da grande vincerà un Oscar. |
παίζω ρόλο, συμμετέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio fratello recita un ruolo nella nuova produzione di Il fantasma dell'opera. Mio fratello recita una parte nella nuova produzione teatrale. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il regista ha fatto recitare nuovamente la scena agli attori con un'enfasi leggermente diversa. |
λέω με μια φωνήverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'assemblea ha detto in coro "Amen" alla fine della preghiera. Το εκκλησίασμα είπε με μια φωνή «Αμήν» στο τέλος της προσευχής. |
πρωταγωνιστώ(σε κάτι) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La famosa attrice è una dei protagonisti di un nuovo film drammatico. Η διάσημη ηθοποιός πρωταγωνιστεί σε μια νέα δραματική ταινία. |
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tom ha iniziato a recitare come mimo a 12 anni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του recitare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του recitare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.