Τι σημαίνει το ripasso στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ripasso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ripasso στο Ιταλικό.

Η λέξη ripasso στο Ιταλικό σημαίνει ξεσκονίζω, φρεσκάρω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, κάνω επανάληψη σε κτ, κάνω επανάληψη, κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, προβάρω, ξαναβλέπω, προβάρω, επανάληψη, επανάληψη, επανάληψη, ανακεφαλαίωση, επανάληψη, κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ, διαβάζω, κάνω επανάληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ripasso

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il mio francese orale è abbastanza buono, ma mi piacerebbe ripassarlo.
Τα γαλλικά μου είναι αρκετά καλά όταν πάω να μιλήσω. Ωστόσο, θα ήθελα να τα φρεσκάρω λίγο.

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary vuole ripassare lo spagnolo prima di andare a Madrid.
Ο Γκάρι θέλει να φρεσκάρει τα ισπανικά του πριν πάει στη Μαδρίτη.

κάνω επανάληψη σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sto ripassando la geografia per un esame che avrò domani.

κάνω επανάληψη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devo ripassare i verbi irregolari per la verifica di francese di domani.

κάνω επανάληψη, κάνω επαναλήψεις

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Veronica ha un esame martedì, quindi sta ripassando.
Η Βερόνικα μελετά γιατί δίνει εξετάσεις την Τρίτη.

ξεσκονίζω, φρεσκάρω

(conoscenze) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janice si è iscritta al corso per rispolverare le sue conoscenze matematiche.

προβάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima che inizi lo spettacolo, riproviamo un'altra volta questo brano difficile.
Θα προβάρουμε αυτό το δύσκολο τραγούδι άλλη μια φορά πριν αρχίσει η εκδήλωση.

ξαναβλέπω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Naomi ripeté mentalmente la scusa mentre andava a scuola: "Ho fatto i compiti ma il cane li ha mangiati, signore.".
Η Ναόμι πρόβαρε τη δικαιολογία στο μυαλό της στον δρόμο για το σχολείο: «Έκανα την εργασία αλλά την έφαγε ο σκύλος, κύριε.»

επανάληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Credo che il mio italiano abbia bisogno di un ripasso prima di andare a Firenze.

επανάληψη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επανάληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανακεφαλαίωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molti spettacoli televisivi comprendono un riepilogo degli episodi precedenti all'inizio.
Πολλές τηλεοπτικές σειρές κάνουν στην αρχή μια υπενθύμιση του προηγούμενου επεισοδίου.

επανάληψη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Carol ha esami in diverse materie e deve fare un bel po' di ripasso.
Η Κάρολ δίνει εξετάσεις σε αρκετά μαθήματα και έχει να κάνει πολλές επαναλήψεις.

κάνω επανάληψη για κτ, κάνω επαναλήψεις για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Robert sta ripassando per un esame.
Ο Ρόμπερτ διαβάζει για ένα διαγώνισμα.

διαβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (studio, esami) (για κάτι: εντατικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dan è restato sveglio tutta la notte a ripassare per l'esame finale e poi si è addormentato durante il compito!
Ο Νταν έμεινε ξύπνιος όλο το βράδυ διαβάζοντας για την τελική εξέταση και μετά κοιμήθηκε κατά τη διάρκειά της!

κάνω επανάληψη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ripasso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.