Τι σημαίνει το lancio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lancio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lancio στο Ιταλικό.
Η λέξη lancio στο Ιταλικό σημαίνει εκτοξεύω, λανσάρω, παρουσιάζω, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, εκτοξεύω, φτύνω, ρίχνω, εκτοξεύομαι, ρίχνω, πετάω, ξεκινάω, ξεκινώ, λανσάρω, κυκλοφορώ, ρίχνω, εκσφενδονίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, βγάζω, κυκλοφορώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, λανσάρω, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, γυρίζω, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, δίνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, κυκλοφορώ, ξεστομίζω, ρίψη, βάζω σε λειτουργία, πετάω, πετώ, ρίχνω, εκτόξευση, ζαριά, άλμα, ρίψη, πάσα, βολή, ζαριά, εκτόξευση, εκτόξευση, κυκλοφορία, πτώση με αλεξίπτωτο, ριξιά, εκτόξευση, βολή, ρίψη, καλάρισμα, μολάρισμα, ρίξιμο της μπάλας, πρώτη παρουσίαση, κυκλοφορία, κορώνα γράμματα, κίνηση, περιστροφή, ρίψη, βολή, ζαριά, ρίψη, βολή, ρίψη, βολή, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ, πετάω κτ σε κπ/κτ, καταριέμαι, αναθεματίζω, τα χώνω, εξαπολύω επίθεση, κάνω έκκληση, κοιτάζω θυμωμένα, πετάω το γάντι, στέλνω ένα φιλί, ρίχνω μια γρήγορη ματιά, κοιτάζω απειλητικά, ρίχνω κτ κορώνα γράμματα, κάνω αρχικοποίηση, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, ρίχνω πίσω, απευθύνομαι, γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lancio
εκτοξεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'agenzia spaziale ha lanciato un altro razzo nello spazio alle 6 di mattina. Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ. |
λανσάρω, παρουσιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μάρκετινγκ: προϊόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda lancerà il suo nuovo prodotto mercoledì. Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) sbrigati a lanciare la palla! Βιάσου και ρίξε την μπάλα! |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dan ha lanciato con rabbia il computer rotto giù per le scale. Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comandante ha dato ordine di lanciare i siluri contro la nave nemica. Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο. |
πετάω, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lanciato la palla verso la porta da trenta metri di distanza. Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων. |
εκτοξεύω, φτύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: insulti) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vecchio Larry sedeva sempre sulla veranda di casa sua lanciando insulti agli scolari che passavano. Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Soffia sui dadi prima di tirarli. |
εκτοξεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli spaziali) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il missile spaziale si prepara ad essere lanciato. |
ρίχνω, πετάωverbo transitivo o transitivo pronominale (colpendo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξεκινάω, ξεκινώ(campagna, iniziativa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'università ha lanciato una spedizione di ricerca. Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση. |
λανσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (un prodotto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda ha lanciato un nuovo medicinale miracoloso. Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο. |
κυκλοφορώ(figurato: promuovere) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno lanciato il film con una festa a Los Angeles. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lanciare una palla nel baseball significa passarla al battitore. |
εκσφενδονίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack ha perso la pazienza e ha iniziato a lanciare piatti contro il muro. Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο. |
ξεκινάω, ξεκινώ(figurato, informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lanceremo una nuova linea di cosmetici alla fine del mese. |
είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερverbo transitivo o transitivo pronominale (baseball) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Luke di solito lanciava, ma adesso è passato alla prima base. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha lanciato un grido ed è corso verso di lei. |
κυκλοφορώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compagnia ha lanciato il nuovo prodotto martedì. |
ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Spesso le organizzazioni umanitarie lanciano le provviste dagli aeroplani nelle aree colpite da calamità. |
πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Joe lanciò la palla a Wendy. |
λανσάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (prodotto sul mercato) (καθομιλουμένη, ζαργκόν) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La casa ha lanciato il nuovo modello dell'auto a ottobre. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: cricket) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il lanciatore tirò la palla e il battitore la mancò. |
ρίχνω(figurato: uno sguardo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy ha lanciato uno sguardo a Helen. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jacob lanciò la palla a Pippa. Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα. |
γυρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (στον αέρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim ha lanciato il pancake nella padella. Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι. |
το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα(moneta) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I due amici non riuscivano a decidere quale film guardare, quindi lanciarono una moneta. Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα. |
ρίχνω, πετάω, πετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom ha lanciato il sasso nella fontana. Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι. |
ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ζάρι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È il tuo turno di lanciare. Ecco i dadi. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (πάσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante la partita ha lanciato molti passaggi difficili con abilità. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε. |
κυκλοφορώ(rendere pubblico, diffondere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'editore distribuirà il libro la prossima settimana. |
ξεστομίζω(esclamazione, bestemmia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uomo si arrabbiò e proferì una sfilza di imprecazioni. |
ρίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βάζω σε λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πετάω, πετώ, ρίχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ragazzo lanciò una palla di neve alla sua maestra. Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του. |
εκτόξευσηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il lancio è andato come previsto e il razzo è ora nello spazio. Η εκτόξευση πήγε καλά και ο πύραυλος βρίσκεται πλέον στο διάστημα. |
ζαριάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il lancio ha mostrato un cinque e un quattro, quindi ha perso i suoi soldi. |
άλμαsostantivo maschile (paracadutismo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il paracadutismo è divertente. Ho fatto tre lanci. |
ρίψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred ha fatto un lancio maldestro mentre caricava il camion e si è fatto male alla schiena. |
πάσα, βολήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era un buon tiro ed è arrivato dritto all'altro ragazzo. Η πάσα (or: βολή) ήταν καλή και πήγε κατευθείαν στον άλλον. |
ζαριάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Era un tiro forte che ha rimbalzato sul bordo del tavolo. |
εκτόξευσηsostantivo maschile (spaziale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il lancio previsto dell'Ariane 5 è stato rinviato. // Dieci secondi al lancio, meno nove, otto... |
εκτόξευσηsostantivo maschile (veicolo spaziale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κυκλοφορίαsostantivo maschile (diffusione di una canzone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È il terzo lancio che fa la rock star da questo CD. |
πτώση με αλεξίπτωτοsostantivo maschile (paracadute) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Sì, abbiamo fatto un bel lancio oggi. Il cielo era limpido e vedevamo a miglia di distanza. |
ριξιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha catturato un pesce enorme al suo primo lancio di lenza. |
εκτόξευσηsostantivo maschile (razzi, missili) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hai visto in televisione il lancio sulla luna? |
βολή, ρίψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George ha tirato il tronco con un lancio. |
καλάρισμα, μολάρισμαsostantivo maschile (canna da pesca) (ζαργκόν: ψάρεμα) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il lancio di Jeff è un esempio di tecnica eccellente. |
ρίξιμο της μπάλαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρώτη παρουσίαση(prodotto: prima volta) La presentazione del primo Concorde avvenne nel 1967. |
κυκλοφορία(editoria) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κορώνα γράμματαsostantivo maschile (di moneta) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ben vinse il tiro, perciò il gruppo andò a vedere il film che aveva scelto. Το έπαιξαν κορώνα γράμματα και ο Μπεν κέρδισε, οπότε η παρέα πήγε να δει την ταινία της επιλογής του. |
κίνησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un solo tiro fece volare il cappello nell'angolo della stanza. |
περιστροφήsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La questione fu decisa con il lancio di una monetina. Είδαμε την περιστροφή του ψαριού στο νερό πριν φύγει κολυμπώντας. |
ρίψη, βολήsostantivo maschile (capacità, stile nel lancio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il lancio del lanciatore era eccellente. |
ζαριάsostantivo maschile (di dadi) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fu un brutto lancio e perse tutti i suoi soldi. |
ρίψηsostantivo maschile (baseball) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nel baseball il battitore può affrontare tre lanci per ogni tempo. |
βολή, ρίψηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tiro di Linda non andò abbastanza lontano e la palla cadde a terra. Η βολή της Λίντα δεν πήγε αρκετά μακριά και η μπάλα έπεσε στο έδαφος. |
βολή(armi da fuoco) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dai. Tira un colpo al bersaglio. Εμπρός! Ρίξε μια βολή στο στόχο. |
πετάω κτ σε κπ
Steve lanciò le chiavi a Janet in modo che lei potesse aprire la porta. |
πετάω κτ σε κπ
|
πετάω κτ σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale Johnny fu sgridato per aver tirato un libro addosso a suo fratello. |
καταριέμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La strega minacciò di maledire il cavaliere se questi non si fosse piegato a lei. |
αναθεματίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα χώνωverbo intransitivo (colloquiale) (αργκό, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono stanca delle mie colleghe che mi lanciano continuamente frecciate in ufficio. |
εξαπολύω επίθεσηverbo transitivo o transitivo pronominale (tecnico, militare) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Uomini, prepararsi a lanciare un attacco. |
κάνω έκκλησηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La star del cinema ha lanciato un appello al pubblico per conto del fondo di solidarietà per il terremoto. |
κοιτάζω θυμωμέναverbo transitivo o transitivo pronominale |
πετάω το γάντιverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il capo lanciò un guanto di sfida raddoppiando gli obiettivi di vendita del mese. |
στέλνω ένα φιλίverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ρίχνω μια γρήγορη ματιά(rapidamente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il bebè dormiva, perciò abbiamo solo dato una rapida occhiata. |
κοιτάζω απειλητικά(figurato, informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hason guardava in cagnesco la sua insegnante di matematica pensando che l'algebra fosse una tortura. |
ρίχνω κτ κορώνα γράμματα(per decidere) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω αρχικοποίηση
(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) |
κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La strega fece un incantesimo all'uomo e lo trasformò in rospo. |
ρίχνω πίσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απευθύνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John ha chiesto aiuto agli amici. Ο Τζον απευθύνθηκε στους φίλους του για βοήθεια. |
γλώσσα του σώματος, επικοινωνία με χειρονομίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kyle stava facendo dei gesti dall'altra parte della stanza per chiedermi se volevo qualcosa da bere. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lancio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lancio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.