Τι σημαίνει το inizio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης inizio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του inizio στο Ιταλικό.

Η λέξη inizio στο Ιταλικό σημαίνει αρχίζω, ξεκινώ, ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω, μυώ, ξεκινώ, αρχίζω, εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι, ξεκινώ, ξεκινώ να κάνω κτ, δρω, αρχίζω, πιάνω δουλειά, ξεκινάω, αρχίζω, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, ξεκινώ, αρχίζω, εκκίνηση, έναρξη, έναρξη, αρχή, αρχή, έναρξη, αρχή, ξεκίνημα, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αρχή, αλλαγή, αρχή, γένεση, πηγή, αρχή, γέννηση, βάση, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία, έναρξη, εμφάνιση, αρχή, άνοιξη, αυγή, εκκίνηση, αρχή, έναρξη, αρχή, πρώιμο στάδιο, αρχικό στάδιο, κορυφή, κορφή, προέλευση, αρχή, έναρξη, αρχή, αρχίζω, εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ, ξεκινάω, ξεκινώ, τρυπώνω, κατ' αρχάς, εκμεταλλεύομαι τη φιλοξενία κάποιου, εκμεταλλεύομαι την καλοσύνη κάποιου, ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι, κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο, ξεκινώ εργασία, κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά, κάνω δυνατό ξεκίνημα, αρχίζω να πίνω, ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης inizio

αρχίζω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aspettiamo che inizi il film.
Περιμένουμε να αρχίσει (or: ξεκινήσει) η ταινία.

ξεκινώ, ξεκινάω, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seth ha iniziato la sequenza di lancio.
Ο Σεθ ξεκίνησε τη διαδικασία εκτόξευσης.

μυώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'associazione studentesca maschile ha iniziato i suoi nuovi membri lo scorso fine settimana e per questo nessuno di loro si è presentato a lezione.
Η αδελφότητα μύησε τα νέα της μέλη το περασμένο σαββατοκύριακο και έτσι κανένας τους δεν πήγε στο μάθημα.

ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente ha dato inizio alla riunione.

εμπλέκομαι, ανακατεύομαι, ασχολούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Non ho voglia di iniziare una discussione di politica con te. Accettiamo di non essere d'accordo.

ξεκινώ

(un viaggio, un percorso)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινώ να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Jane pensò che fosse il momento adatto per iniziare e aprire il suo ristorante.

αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πιάνω δουλειά

(μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Allora, iniziamo col giardino! Il bel tempo non durerà tanto.

ξεκινάω, αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Faremmo meglio a iniziare prima che faccia buio.
Καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε πριν αρχίσει να σκοτεινιάζει.

αρχίζω, ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La riunione è iniziata alle 10.

αρχίζω κάνοντας κτ, ξεκινώ κάνοντας κτ

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando si prova una nuova ricetta è bene iniziare leggendola prima tutta da cima a fondo.
Όταν μαθαίνεις μια καινούρια συνταγή το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να ξεκινήσεις διαβάζοντάς την ολόκληρη.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il maratoneta iniziò con un'andatura lenta.

ξεκινάω, ξεκινώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας στην Αφρική έπιασα φιλία με τον ξεναγό μας.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo (κτ ή να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo chef ha iniziato con lo sbucciare le verdure.
Η καμπάνια ξεκίνησε το 1983.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cominciamo con le presentazioni.
Ας ξεκινήσουμε με τις συστάσεις.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inizierò a spiegare alle reclute quello che dovranno aspettarsi nelle prossime settimane.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Iniziamo la riunione facendo un giro di presentazioni.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I festeggiamenti inizieranno oggi pomeriggio.
Οι εορτασμοί θα ξεκινήσουν σήμερα το απόγευμα.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (για έργα, σχέδια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il paese non aveva un club di cricket, perciò Mark decise di crearne uno.

ξεκινώ, αρχίζω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκκίνηση, έναρξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Preparatevi per l'inizio della gara.
Ετοιμαστείτε για την εκκίνηση του αγώνα.

έναρξη, αρχή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'inizio del film è molto drammatico.
Το ξεκίνημα της ταινίας είναι πολύ δραματικό.

αρχή, έναρξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uno squillo di tromba ha segnalato l'inizio della cerimonia.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Chiariamo le regole fin dall'inizio.

ξεκίνημα

(πρώτη σε μια σειρά από ενέργειες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Strappare la vecchia tappezzeria era solo l'inizio della ristrutturazione.
Το να βγάλουμε την παλιά ταπετσαρία ήταν μόνο το ξεκίνημα της ανακαίνισης.

αρχή, εκκίνηση, έναρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Firenze in Italia ha visto l'inizio del Rinascimento.
Η Φλωρεντία της Ιταλίας είδε το ξεκίνημα της αναγέννησης.

αρχή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cantiamola dall'inizio.

αλλαγή

sostantivo maschile (del secolo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella macchina risale all'inizio del secolo.

αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se è invalido, può andare all'inizio della coda.

γένεση, πηγή, αρχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γέννηση

(origine, inizio) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molti ritengono che la nascita della civiltà abbia avuto luogo in Medio Oriente.
Πολλοί λένε πως η γέννηση του πολιτισμού έγινε στη Μέση Ανατολή.

βάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il villaggio sorge ai piedi della montagna.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στάθηκε στη βάση της σκάλας και κοίταξε κατά πάνω.

αρχή, εκκίνηση, έναρξη, αφετηρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Εκείνο το talent show αποτέλεσε την αφετηρία της καριέρας μου.

έναρξη, εμφάνιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
All'inizio dell'inverno il tempo diventa freddo.
Η εμφάνιση της ασθένειας του Τζακ ήταν ξαφνική. Ο καιρός γίνεται πιο κρύος με την έναρξη του χειμώνα.

αρχή

sostantivo maschile (σημείο εκκίνησης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È stato attento fin dall'inizio.
Ήταν προσεκτικός από την αρχή.

άνοιξη, αυγή

(μεταφορικά, λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non essere così cinico, sei ancora all'inizio della tua vita.

εκκίνηση, αρχή, έναρξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stasera è l'inizio della campagna.

αρχή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fin dall'inizio è stato un buon lavoratore.
Ήταν πολύ καλή εργάτρια από την αρχή.

πρώιμο στάδιο, αρχικό στάδιο

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Questo progetto è ancora all'inizio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Από τα γεννοφάσκια της, η οργάνωση είχε επαναστατικό χαρακτήρα.

κορυφή, κορφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giardiniere ha potato la cima dell'albero. // Audrey salì in cima alla torre.
Ο κηπουρός κλάδεψε την κορυφή του δέντρου. // Το κεφάλαιο αρχίζει την κορυφή της σελίδας // Η Ώντρεϋ ανέβηκε στην κορυφή του πύργου.

προέλευση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spesso è interessante scoprire l'origine di un'espressione idiomatica.
Είναι συχνά ενδιαφέρον να ανακαλύπτεις την προέλευση ενός ιδιωματισμού.

αρχή, έναρξη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La fondazione ha aiutato la nostra comunità fin dal suo inizio nel 1980.
Το ίδρυμα βοηθά την κοινότητά μας από το ξεκίνημά της, το 1980.

αρχή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αρχίζω

verbo intransitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando toccò la gatta iniziò a starnutire.
Όταν χάιδεψε τη γάτα, άρχισε να φτερνίζεται.

εισάγω κπ σε κτ, εντάσσω κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I monaci lo iniziarono all'ordine.

ξεκινάω, ξεκινώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con gli zaini pieni e l'animo felice partirono per la loro ricerca.

τρυπώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
All'inizio non avrebbe mai immaginato che le sarebbe stato infedele, cominciarono ad insinuarsi dei dubbi.

κατ' αρχάς

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Per prima cosa do il benvenuto a tutti coloro che sono venuti oggi.
Κατ' αρχάς καλωσορίζω όλους όσους ήρθαν σήμερα.

εκμεταλλεύομαι τη φιλοξενία κάποιου, εκμεταλλεύομαι την καλοσύνη κάποιου

verbo transitivo o transitivo pronominale (ospiti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Voglio molto bene alla mia famiglia, ma dopo quattro settimane credo che stiano iniziando a disturbare un po'.

ξεκινώ να τραγουδώ στα ξαφνικά, πιάνω το τραγούδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω καλή αρχή, ξεκινώ με καλό τρόπο

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il nostro nuovo impiegato ha iniziato col piede giusto.

ξεκινώ εργασία

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κτ αρχίζει να μου αρέσει σταδιακά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I manghi non mi ispiravano molto all'inizio, ma poi ho iniziato ad apprezzarli.

κάνω δυνατό ξεκίνημα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αρχίζω να πίνω

verbo intransitivo (alcolici)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha iniziato a bere in giovane età.

ξεκινώ κτ κάνοντας κτ, αρχίζω κτ κάνοντας κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του inizio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.