Τι σημαίνει το prossimo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης prossimo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του prossimo στο Ιταλικό.

Η λέξη prossimo στο Ιταλικό σημαίνει επόμενος, επόμενος, επόμενος, επόμενος, ερχόμενος, προσεχής, επόμενος, σειρά, άμεσος, κοντινός, στενός, επόμενος, ακόλουθος, επόμενος, συνάνθρωπος, πλησιέστερος, κοντινότερος, παρακείμενος, πλησίον, επικείμενος, ερχόμενος, κοντά, αυτός που έχει σειρά, μελλοντικός, που πλησιάζει, που προσεγγίζει, στον ορίζοντα, επερχόμενος, κοντά, πλησίον, πολύ κοντά στην αλήθεια, κοντινότερος, με ευαισθησία, τον επόμενο μήνα, τον άλλο μήνα, του χρόνου, την Δευτέρα, άμεσο μέλλον, παρακείμενος, επόμενο βήμα, πλησιέστερος, κοντά, φτάνω τα, κοντεύω τα, έχω σειρά, τον επόμενο μήνα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης prossimo

επόμενος

(nel futuro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prenderemo il prossimo aereo.
Θα πάρουμε το επόμενο αεροπλάνο.

επόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prossimo Natale andremo a trovare la famiglia.
Θα επισκεφτούμε τους συγγενείς μας τα επόμενα Χριστούγεννα.

επόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Prosegui fino alla prossima finestra aperta.
Προχωρήστε στο κοντινότερο ανοιχτό παράθυρο.

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Θα βοηθήσω τον επόμενο στη σειρά.

ερχόμενος, προσεχής, επόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cosa fai la prossima settimana?
Τι κάνεις την ερχόμενη εβδομάδα;

σειρά

aggettivo

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gioco in riserva, quindi se qualcuno della nostra squadra si ferisce io sono qui!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι η σειρά σου.

άμεσος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Farò il lavoro in un futuro prossimo.
Θα κάνω τη δουλειά στο προσεχές μέλλον.

κοντινός, στενός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo invitato al matrimonio tutti i parenti prossimi.
Έχουμε καλέσει όλους τους κοντινούς συγγενείς στον γάμο.

επόμενος, ακόλουθος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il prossimo programma è offerto dal nostro sponsor.
Το επόμενο (or: ακόλουθο) πρόγραμμα είναι μια ευγενική προσφορά του χορηγού μας.

επόμενος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συνάνθρωπος

(essere umano)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πλησιέστερος, κοντινότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stazione di servizio più vicina è a un miglio da qui.

παρακείμενος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
La ricerca della polizia fu estesa ai paesi contigui.

πλησίον

aggettivo (καθαρεύουσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Pentitevi, o peccatori! La fine del mondo è vicina.
Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει.

επικείμενος, ερχόμενος

aggettivo (χρόνος: πολύ σύντομα)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Il giornale contiene parecchi articoli sul prossimo G8.
Η εφημερίδα περιέχει αρκετά άρθρα για την επικείμενη (or: προσεχή) συνάντηση κορυφής των G8.

κοντά

aggettivo (figurato) (μεταφορικά: στο χρόνο)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
L'uva sta maturando, il tempo della vendemmia è vicino.

αυτός που έχει σειρά

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'agente dell'immigrazione chiamò avanti il prossimo.

μελλοντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I futuri progetti di lavoro devono contemplare anche un budget.
Τα μελλοντικά επαγγελματικά σχέδια πρέπει να περιλαμβάνουν προϋπολογισμό.

που πλησιάζει, που προσεγγίζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Η καταιγίδα που πλησίαζε έκανε σύντομα τον ουρανό μαύρο.

στον ορίζοντα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le montagne che apparivano erano sormontate da grosse nuvole.
Τα βουνά στον ορίζοντα ήταν καλυμμένα από πυκνά σύννεφα.

επερχόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo corso per prendere il treno in arrivo.

κοντά

aggettivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Attento, i pulsanti "modifica" e "cancella" sono pericolosamente vicini!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

πλησίον

sostantivo maschile (proprio simile)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Uno dei precetti di Gesù era quello di amare il prossimo.

πολύ κοντά στην αλήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κοντινότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με ευαισθησία

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Deana si comporta sempre rispettosamente, pensando costantemente ai bisogni degli altri.

τον επόμενο μήνα, τον άλλο μήνα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Il mese prossimo andremo a Aberdeen a trovare i genitori di Jim.

του χρόνου

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Speriamo di rivedervi l'anno prossimo.
Ελπίζουμε να σε ξαναδούμε του χρόνου.

την Δευτέρα

(ερχόμενη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Lo farò lunedì.

άμεσο μέλλον

sostantivo maschile

Non ho in programma di fare viaggi all'estero nell'immediato futuro.

παρακείμενος

sostantivo maschile (grammatica) (γραμματική, χρόνος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
In questo esercizio gli studenti devono decidere se usare il passato prossimo o il passato remoto.

επόμενο βήμα

Ho staccato la tappezzeria e ho preparato il gesso; il passo successivo è imbiancare i muri.

πλησιέστερος

aggettivo (superlativo) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Arrotondate al numero intero più vicino.
Στρογγυλέψτε στον πλησιέστερο ακέραιο αριθμό.

κοντά

preposizione o locuzione preposizionale (σε κάτι/κάποιον)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
La banca è accanto all'ufficio postale.
Η τράπεζα είναι κοντά στο ταχυδρομείο.

φτάνω τα, κοντεύω τα

(una determinata età)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mia nonna ha quasi novant'anni ma fa ancora una lunga passeggiata ogni giorno.

έχω σειρά

verbo intransitivo (anche figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il principe William è il prossimo in lista per succedere al trono.

τον επόμενο μήνα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του prossimo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.