Τι σημαίνει το incerto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης incerto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του incerto στο Ιταλικό.

Η λέξη incerto στο Ιταλικό σημαίνει ασταθής, διστακτικός, αναποφάσιστος, αβέβαιος, επισφαλής, αβέβαιος, αμφίβολος, αβέβαιος, αναποφάσιστος, αβέβαιος, διστακτικός, αβέβαιος, απροσδιόριστος, αόριστος, ακαθόριστος, προσωρινός, ανεπίλυτος, ασταθής, δειλός, αδύναμος, ανίσχυρος, διστακτικός, ανασφαλής, στο όριο, σπαστός, ασταθής, ετοιμόρροπος, ασταθής, τυχαίος, συμπτωματικός, τρεμάμενος, ασαφής, αμφίσημος, αβέβαιος, αμφίβολος, που έχει αμφιβολίες, ύποπτος, ασαφής, ασαφής, αόριστος, αβέβαιος, επισφαλής, διστακτικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης incerto

ασταθής

aggettivo (φωνή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La debole donna anziana parlò con voce incerta.

διστακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bill è sempre stato esitante e lento a prendere decisioni.

αναποφάσιστος

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ieri sembrava abbastanza sicuro, ma oggi era incerto.
Χθες φαινόταν αρκετά σίγουρος, αλλά σήμερα ήταν αναποφάσιστος.

αβέβαιος, επισφαλής

aggettivo (κατάσταση: όχι ασφαλής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Circa il cibo la situazione rimane incerta; probabilmente servono più aiuti.
Η κατάσταση με τα τρόφιμα είναι ακόμη αβέβαιη. Πιθανόν να χρειαστεί περαιτέρω βοήθεια.

αβέβαιος, αμφίβολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ora che ha perso il lavoro, Linda sta andando incontro ad un futuro incerto.
Η Λίντα αντιμετωπίζει ένα αβέβαιο μέλλον τώρα που έχασε τη δουλειά της.

αβέβαιος

(άτομο: με αμφιβολίες)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sembrava indeciso se andare o restare.
Ήταν αβέβαιος για το αν θα έμενε ή θα έφευγε.

αναποφάσιστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dobbiamo convincere i votanti incerti a decidere presto.

αβέβαιος, διστακτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dai goffi tentativi di Miranda di preparare cena si capiva chiaramente che aveva poca esperienza in cucina. L'uomo parlava un inglese approssimativo.

αβέβαιος

aggettivo (non sicuro)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mark è incerto sul fatto di guidare di notte senza i suoi occhiali.

απροσδιόριστος, αόριστος, ακαθόριστος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσωρινός

(generale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah ha un'idea incerta per un romanzo, ha solo bisogno di sviluppare i dettagli.
Η Σάρα έχει μια πρώτη ιδέα για ένα μυθιστόρημα· απλά πρέπει να δουλέψει τις λεπτομέρειες.

ανεπίλυτος

aggettivo (ζήτημα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La questione di chi debba essere il capitano della squadra rimane irrisolta.

ασταθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I due nemici non appianarono le differenze ma accettarono una tregua incerta.
Οι δύο εχθροί δεν μπορούσαν να λύσουν τις διαφορές τους, αλλά συμφώνησαν σε μια αβέβαιη ανακωχή.

δειλός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben fece un sorriso incerto a Ruth e disse che stava bene.

αδύναμος, ανίσχυρος

aggettivo (figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'insegnante disse a Oliver che le tesi nel suo tema erano incerte e che avrebbe dovuto migliorare se voleva buoni voti.

διστακτικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Con una parlata esitante la donna chiese indicazioni all'ospedale.

ανασφαλής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Helen è una persona insicura che mostra timidezza nella vita sociale.

στο όριο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non è diabetico, ma è un caso limite.
Δεν είναι διαβητικός, αλλά είναι στο όριο.

σπαστός

(όχι καλή ομιλία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Parlava in un inglese stentato che era difficile da capire.

ασταθής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ετοιμόρροπος

(καθομιλουμένη: ασταθής)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μη στέκεσαι σ' αυτή την ετοιμόρροπη καρέκλα! Χρησιμοποίησε αυτή στη θέση της· είναι πιο σταθερή.

ασταθής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La situazione incerta della borsa rende diffidenti gli investitori.
Η αβέβαιη κατάσταση του χρηματιστηρίου κάνει τους επενδυτές προσεκτικούς.

τυχαίος, συμπτωματικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τρεμάμενος

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)

ασαφής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un sagoma oscura si profilava davanti a noi nella nebbia.
Η ασαφής μορφή περίμενε απειλητικά μέσα στην καταχνιά.

αμφίσημος, αβέβαιος, αμφίβολος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'incerta fine del film ha lasciato molte domande senza risposta.

που έχει αμφιβολίες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ο Τζον αμφιβάλλει για το αν έκανε τη σωστή επιλογή.

ύποπτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'e-mail che le chiedeva i dati bancari sembrò sospetta a Wendy, quindi decise di non rispondere.
Το e-mail που ζητούσε τα τραπεζικά της στοιχεία φάνηκε ύποπτο στη Γουέντι οπότε δεν απάντησε.

ασαφής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo problema non si può risolvere con questo modo di pensare confuso.
Αυτό το πρόβλημα δε μπορεί να λυθεί με τέτοιο ασαφές σκεπτικό.

ασαφής, αόριστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il libro è pieno di idee vaghe e non è pronto per essere pubblicato.

αβέβαιος, επισφαλής

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La notizia che ci sarebbero stati tagli dove lavorava lasciava Joanne in una posizione incerta.

διστακτικά

locuzione avverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του incerto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.