Τι σημαίνει το fretta στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης fretta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fretta στο Ιταλικό.

Η λέξη fretta στο Ιταλικό σημαίνει βιασύνη, βιασύνη, βιασύνη, βιασύνη, βιασύνη, κάνω κάποιον να βιαστεί, βιάζομαι, βιαστικός, αργός, βιάζομαι, βιαστικά, δεν σε πιέζω, βιασύνη, το σκάω, πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή, κπ που μαθαίνει γρήγορα, δε χάνω χρόνο, κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ στα γρήγορα, σκέψου τώρα, τρέχω, βιάζομαι, κάνω βιαστικά, κάνω βιαστικά, ξεπετάω, βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω, ρίχνω πάνω μου, βιάζομαι, βιάζομαι να κάνω κάτι, προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά, περνάω γρήγορα, επισπεύδω, επιταχύνω, κινούμαι βιαστικά, κάνω να βιαστεί, κάνω κπ να βιαστεί, βιαστικά, βιαστικά, Μη βιάζεσαι!, κάνω βιαστικά, βιάζομαι, μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά, μετακινώ βιαστικά, πιέζω, πιέζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης fretta

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo fretta di arrivare a casa.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πάνω στη φούρια του, ξέχασε τον θερμοσίφωνα αναμμένο.

βιασύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non c'è fretta. Puoi impiegarci quanto vuoi.
Δεν υπάρχει βιασύνη. Μπορείς να πάρεις όσο χρόνο θέλεις.

βιασύνη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella fretta di uscire, Audrey si dimenticò la borsetta e quel giorno rimase senza soldi per il pranzo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η σπουδή του υπουργού να επιλύσει το θέμα δημιούργησε πολλά ερωτηματικά.

βιασύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim ha fretta di arrivare in aeroporto perché non vuole perdere l'aereo.
Ο Τζιμ δε θέλει να χάσει την πτήση του, εξ ου και η βιασύνη του να φτάσει στο αεροδρόμιο.

βιασύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La giovane coppia religiosa si sposò in tutta fretta, perché desiderava fare sesso.

κάνω κάποιον να βιαστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha cercato di sollecitare il cliente, perché era l'ora di chiusura.
Προσπάθησε να κάνει τον πελάτη να βιαστεί, καθώς ήταν ώρα κλεισίματος.

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era tardi, perciò Tom si affrettò a tornare a casa.
Ήταν αργά και έτσι ο Τομ βιάστηκε να πάει σπίτι.

βιαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era chiaramente un lavoro sbrigativo, conteneva tantissimi errori.
Ήταν εμφανώς προχειροδουλειά που περιείχε πολλά λάθη.

αργός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Σκοτείνιαζε και βιαζόμουν να φτάσω σπίτι.

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Isabella correva su e giù di fretta per preparare tutto.

δεν σε πιέζω

interiezione (ironico)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιασύνη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Justin era nervoso e la sua fretta gli ha fatto commettere molti errori.
Ο Τζάστιν είχε άγχος και η βιασύνη του τον οδήγησε σε πολλά λάθη.

το σκάω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il piano del ladro era di afferrare i diamanti e uscire velocemente. Quando vidi la mia ex-moglie uscii in fretta dalla porta posteriore.

πρόχειρη κατασκευή, αυτοσχέδια κατασκευή

sostantivo femminile

κπ που μαθαίνει γρήγορα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δε χάνω χρόνο

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per denunciare il furto di una carta di credito, non devi perdere tempo.

κάνω κτ γρήγορα, κάνω κτ στα γρήγορα

verbo intransitivo (ρήμα ανάλογα με τη δραστηριότητα)

Non ho tempo di stare a sentirti, perciò fai presto (or: fai in fretta).
Δεν έχω χρόνο να σε ακούσω, οπότε πες μου γρήγορα.

σκέψου τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τρέχω

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μτφ: πάω βιαστικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando la campanella suonò, i bambini si mossero di fretta all'interno della scuola.

βιάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω βιαστικά

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω βιαστικά, ξεπετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho fatto in fretta le faccende di casa per poter guardare il film che davano in TV al pomeriggio.

βάζω βιαστικά/υπερβολικά, πασαλείβω

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Δεν είχα πολύ χρόνο γι' αυτό έβαλα βιαστικά το ταμπελάκι με το όνομά μου και έφυγα.

ρίχνω πάνω μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιάζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ava era di fretta per arrivare puntuale al lavoro.

βιάζομαι να κάνω κάτι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Jenna si affrettò a finire il suo lavoro.
Η Τζένα βιαζόταν να τελειώσει τη δουλειά της.

προχωράω γρήγορα, προχωράω βιστικά, περπατάω γρήγορα, περπατάω βιαστικά

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

Richard guardava le persone muoversi freneticamente lungo la strada affollata.

περνάω γρήγορα

verbo intransitivo (ώρα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il tempo passa sempre in fretta quando sono insieme a te.

επισπεύδω, επιταχύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre mise fretta ai figli per evitare che perdessero il treno.

κινούμαι βιαστικά

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κάνω να βιαστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κπ να βιαστεί

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Faresti meglio a mettere fretta a Mike perché altrimenti perderemo il volo.
Καλύτερα να κάνεις τον Μάικ να βιαστεί, αλλιώς θα χάσουμε την πτήση μας.

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

βιαστικά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Μη βιάζεσαι!

interiezione

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω βιαστικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

Aspetta fino all'ultimo minuto e poi fa tutto il suo lavoro di fretta.
Περιμένει πάντα ως την τελευταία στιγμή και μετά τρέχει να προλάβει τη δουλειά της.

βιάζομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μεταφέρω γρήγορα, μεταφέρω βιαστικά

verbo transitivo o transitivo pronominale

I paramedici portarono Fred all'ospedale in tutta fretta.

μετακινώ βιαστικά

verbo transitivo o transitivo pronominale (κατά λέξη)

La sicurezza ha trascinato in fretta il politico fuori dalla stanza dopo il tentativo di assassinio.
Η φρουρά του φυγάδευσε γρήγορα τον πολιτικό έξω από το δωμάτιο μετά την απόπειρα δολοφονίας.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tempo sta per scadere e devo metterti fretta per darmi una risposta.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fretta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του fretta

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.