Τι σημαίνει το frequentato στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης frequentato στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του frequentato στο Ιταλικό.
Η λέξη frequentato στο Ιταλικό σημαίνει συχνάζω, βλέπω, πηγαίνω σε κτ, τακιμιάζω, κάνω παρέα με κπ, εκκλησιάζομαι, συχνάζω, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με κπ, συναναστρέφομαι, βγαίνω με, που τον παρακολουθούν πολλοί, γεμάτος κόσμο, πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδών, παρακολουθώ μαθήματα, παρακολουθώ μαθήματα, συναναστρέφομαι με κπ, συναναστρέφομαι, κάνω παρέα με, πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημα, είμαι πελάτης, είμαι πελάτισσα, κάνω παρέα, βγαίνω με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης frequentato
συχνάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Frequentavo quel bar quando vivevo a Londra. Σύχναζα σε εκείνο το καφέ όταν έμενα στο Λονδίνο. |
βλέπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai vedendo parecchi di quei ragazzi in questo periodo, vero? Βλέπεις συχνά τα παιδιά τελευταία, έτσι δεν είναι; |
πηγαίνω σε κτ(praticare regolarmente) Edith va in chiesa ogni domenica. Η Έντιθ πηγαίνει στην εκκλησία κάθε Κυριακή. |
τακιμιάζω(compagnia) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω παρέα με κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si sa che lui frequenta cattive compagnie. |
εκκλησιάζομαι(andare in chiesa) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Questa è la chiesa che la mia famiglia frequenta. Σε αυτόν το ναό εκκλησιάζεται η οικογένειά μας. |
συχνάζω(σε κάποιο μέρος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I manovali frequentavano sempre il bar nei fine settimana. |
συναναστρέφομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (με κπ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mi piace frequentare persone di tutte le età perché questo mi aiuta ad ampliare la mia visione della vita. |
κάνω παρέα με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Da quando ha la ragazza non esce più con i suoi amici. Από τη στιγμή που βρήκε κοπέλα σταμάτησε να κάνει παρέα με τους φίλους του. |
συναναστρέφομαι(socializzare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è messo con un gruppo di furfanti e ha cominciato a marinare la scuola. |
βγαίνω με(frequentare [qlcn]) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Alex sta uscendo con Pat. Ο Αλέξης βγαίνει με την Κατερίνα. |
που τον παρακολουθούν πολλοίaggettivo (consultato) (για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo è uno dei siti internet più frequentati. |
γεμάτος κόσμοaggettivo (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Abbiamo faticato per trovare la banchina giusta in quella trafficata stazione ferroviaria. Δυσκολευτήκαμε να βρούμε τη σωστή πλατφόρμα μέσα τον πολύβουο σιδηροδρομικό σταθμό. |
πανεπιστημιακή σχολή μεταπτυχιακών σπουδώνverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Faresti meglio a frequentare un master se vuoi essere assunto qui. |
παρακολουθώ μαθήματαverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tempo fa ho frequentato un corso di fisica: non capivo una sola parola! |
παρακολουθώ μαθήματα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συναναστρέφομαι με κπverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La gente la accusò di frequentare l'esercito. |
συναναστρέφομαι, κάνω παρέα μεverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non voglio che lo frequenti, non va bene per te. Δε θέλω να τον συναναστρέφεσαι. Δεν είναι καλός για σένα. |
πηγαίνω σχολείο, πηγαίνω στο μάθημαverbo transitivo o transitivo pronominale Il professore dice che non c'è bisogno di frequentare le lezioni per passare l'esame. |
είμαι πελάτης, είμαι πελάτισσα(ξενοδοχείο, κατάστημα κλπ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Siamo stati clienti abituali di questo hotel per quindici anni. |
κάνω παρέαverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha iniziato a frequentare un giro di gente molto poco raccomandabile e temo che lo porteranno sulla cattiva strada. |
βγαίνω με κπ(μεταφορικά) Secondo quanto riportato, l'attrice stava frequentando un uomo d'affari milionario. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του frequentato στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του frequentato
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.