Τι σημαίνει το formarsi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης formarsi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του formarsi στο Ιταλικό.

Η λέξη formarsi στο Ιταλικό σημαίνει σχηματίζω, φτιάχνω, σχηματίζω, εκπαιδεύω, προετοιμάζω, διαμορφώνω, προβάλλω, επιδεικνύω, συνιστώ, δικαιολογώ, φτιάχνω, διαπλάθω, διαμορφώνω, διδάσκω, εκπαιδεύω, συνθέτω, εκπαιδεύομαι, κακοφορμίζω, χωρίζομαι σε ζευγάρια, αποκτώ κηλίδες, ενοποιούμαι, σχηματίζω πυρήνα, στροβιλίζομαι, συσπειρώνομαι, μαζεύομαι, έρχομαι κοντά, συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω, σχηματίζω λιμνούλα, βγάζω κάλο, συμμετέχω σε σέντρα ράγκμπι, σχηματίζω αποικία, κάνω φουσκάλα, γέρνω, βγάζω χνούδι, στρίβω, λυγίζω, προετοιμάζω, προετοιμάζω κπ για κτ, δικτυώνομαι, συνδέομαι, σκληραίνω, μαζεύομαι, κυματίζω, φωλιάζω σε κτ, δίνω στρογγυλό σχήμα, δημιουργώ κόλπο, συγκροτώ ταξιαρχία, παράγω θειϊκή ένωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης formarsi

σχηματίζω

(creare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il plurale si forma aggiungendo una "s".

φτιάχνω

(costituire, creare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Costruì una scala utilizzando degli scarti di legno vecchio.
Έφτιαξε μια σκάλα από παλιά κομμάτια ξύλο.

σχηματίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno costituito un'associazione.

εκπαιδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έχουμε μια καινούρια που ξεκινάει την Δευτέρα στη δουλειά και εγώ πρέπει να την εκπαιδεύσω.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'università preparava gli studenti migliori affinché diventassero ricchi e potenti.
Το πανεπιστήμιο προετοίμαζε τους καλύτερους φοιτητές του να γίνουν πλούσιοι και ισχυροί.

διαμορφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il falegname realizza i vari pezzi in un tavolo.

προβάλλω, επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante ha formato le parole alla lavagna.
Θα πρέπει να προβάλλεις (or: επιδεικνύεις) το είδος της συμπεριφοράς που θέλεις να αντιγράψουν τα παιδιά σου.

συνιστώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το κάθε ένα κρατίδιο που απαρτίζει αυτή τη χώρα έχει τον δικό του πολιτισμό.

δικαιολογώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I voti di Dan hanno ispirato la decisione di suo padre di chiuderlo in casa finché non si fosse dato una regolata.
Οι βαθμοί του Νταν δικαιολόγησαν την απόφαση του πατέρα του να τον τιμωρήσει μέχρι να βάλει μια τάξη στην ζωή του.

φτιάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In alcune parti del mondo i ricambi per le auto si fabbricano usando rottami metallici.
Σε μερικά μέρη του κόσμου κατασκευάζουν ανταλλακτικά αυτοκινήτων από παλιοσίδερα.

διαπλάθω, διαμορφώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fu il periodo trascorso in collegio a formare il suo carattere.
Ήταν η περίοδος στο οικοτροφείο που διαμόρφωσε το χαρακτήρα του.

διδάσκω, εκπαιδεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È stato educato in una delle migliori istituzioni della nazione.

συνθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artista ha composto e dipinto una splendida natura morta di frutta e fiori.

εκπαιδεύομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si è formata in una delle migliori scuole.

κακοφορμίζω

(πληγή)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dovresti andare in ospedale per farti trattare la ferita prima che si infetti.

χωρίζομαι σε ζευγάρια

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αποκτώ κηλίδες

(pelle: imperfezioni, macchie, brufoli)

Quando mangio latticini mi spuntano delle macchie sulla pelle.

ενοποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σχηματίζω πυρήνα

verbo transitivo o transitivo pronominale (biologia)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

στροβιλίζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quel sasso in mezzo al fiume forma gorghi a valle.

συσπειρώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μαζεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Per combattere il freddo intenso, i pinguini formano dei gruppi per potersi scaldare a vicenda.

έρχομαι κοντά

verbo transitivo o transitivo pronominale

συνδυάζω σε ζεύγη, συνταιριάζω, ταιριάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insegnante sollevò un brontolio generale quando mise in coppia i ragazzi con le ragazze per insegnare loro a ballare.

σχηματίζω λιμνούλα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'acqua è entrata attraverso il buco, formando una pozzanghera sul fondo.
Το νερό έτρεχε στην τρύπα και σχημάτιζε λιμνούλα στον πάτο.

βγάζω κάλο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συμμετέχω σε σέντρα ράγκμπι

verbo transitivo o transitivo pronominale (rugby)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σχηματίζω αποικία

verbo transitivo o transitivo pronominale

Molti fiorentini finirono per formare delle colonie nelle Puglie.

κάνω φουσκάλα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A causa dell'umidità delle pareti si sono formate delle bolle d'aria nella vernice.

γέρνω

(στάση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La ballerina piegò il busto in avanti e la gamba sinistra verso l'alto dietro di lei.
Ο κορμός της χορεύτριας έγειρε μπροστά ενώ το αριστερό της πόδι σχημάτιζε γωνία στο πάνω μέρος πίσω της.

βγάζω χνούδι

verbo transitivo o transitivo pronominale

Lavare gli indumenti di lana al rovescio può evitare che si formino pelucchi.

στρίβω, λυγίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le linee sulla mappa formano una curva ad indicare i confini del territorio.

προετοιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo istruiva Jeff sul lavoro di venditore.
Ο μάνατζερ προετοίμαζε τον Τζεφ για τη θέση στις πωλήσεις.

προετοιμάζω κπ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Questo corso formerà gli studenti per lavorare nel marketing.
Αυτό το μάθημα θα προετοιμάσει τους σπουδαστές για μια καριέρα στο μάρκετινγκ.

δικτυώνομαι

verbo intransitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il mio capo sta andando a un pranzo con l'intento di formare una rete di consulenza con altri manager.

συνδέομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκληραίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στην επιφάνεια)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I conigli possono saltare sulla neve dopo che questa forma la crosta.

μαζεύομαι

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φωλιάζω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Delle api hanno formato un alveare in quell'albero cavo.

δίνω στρογγυλό σχήμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Formare una torta con la miscela esplosiva posarla delicatamente sul tavolo.
Δώστε μορφή δίσκου στο εκρηκτικό μείγμα και τοποθετήστε το προσεκτικά πάνω στο τραπέζι.

δημιουργώ κόλπο

verbo transitivo o transitivo pronominale (geologia)

συγκροτώ ταξιαρχία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παράγω θειϊκή ένωση

verbo transitivo o transitivo pronominale (χημεία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του formarsi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.