Τι σημαίνει το esaminare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης esaminare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esaminare στο Ιταλικό.
Η λέξη esaminare στο Ιταλικό σημαίνει διαλέγω, επιλέγω, επανεξετάζω, ερευνώ, εξετάζω, ελέγχω, κοσκινίζω, ξεψαχνίζω, διαχειρίζομαι, επιθεωρώ, εξετάζω, ερευνώ, αναλύω, επεξεργάζομαι, εξετάζω, αναλύω, αναλύω, σκέφτομαι, αναλογίζομαι, αναλύω, επιθεωρώ, εξετάζω, περνάω από έλεγχο, εξετάζω, παρατηρώ, παρακολουθώ, επιθεωρώ, εξετάζω, ρίχνω μια ματιά σε κπ, εξετάζω, σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά, ψάχνω, αναζητώ, τσεκάρω, εξετάζω, μελετώ, εξετάζω, ερευνώ, διερευνώ, εξετάζω, αναλύω, εξετάζω, κοιτάζω, συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζω, συζητώ, αξιολογώ, ελέγχω, εξετάζω, συζητάω, συζητώ, εξετάζω, ελέγχω, πραγματοποιώ ακρόαση, αντιμετώπιση, κοσκινίζω, εξετάζω, αναλύω, τσεκάρω, επαναξιολογώ, μελετώ διεξοδικά, παρακολουθώ, παρατηρώ, παρατηρώ, κοιτάζω, κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια, εξετάζω επιφανειακά, κοιτάζω προσεκτικά, κάνω εξετάσεις για κτ, ελέγχω εξονυχιστικά, εξετάζω προσεκτικά, εξετάζω προσεκτικά, κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω κπ για κτ, αναλύω κτ με τη λογική, ερευνώ, πάω, προχωράω, εξετάζω, χτενίζω, σκαλίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης esaminare
διαλέγω, επιλέγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il signor Arnolds esaminò il cesto di mele per trovare quelle più succose. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η κ. Άρνολντς διάλεξε μέσα από το βαρέλι με τα μήλα, για να βρει τα πιο ζουμερά. Ακόμη δεν καταλαβαίνω γιατί διάλεξε εκείνον κι όχι εμένα. |
επανεξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fammi esaminare l'accaduto per vedere se possiamo fare qualcosa. Άσε να ξανακοιτάξω τι συνέβη για να δω αν μπορούμε να κάνουμε κάτι γι'αυτό. |
ερευνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia esaminerà l'archivio dei sospettati. Η αστυνομία θα ερευνήσει το ιστορικό του υπόπτου. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il paleontologo ha esaminato il fossile. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La risonanza magnetica ha esaminato il cervello di Leo ma non ha trovato alcun tumore. |
κοσκινίζω, ξεψαχνίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Linda ha passato il pomeriggio ad esaminare vecchi giornali. |
διαχειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli immigrati sono stati esaminati all'aeroporto. |
επιθεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scacchista ha esaminato la scacchiera prima di fare la mossa successiva. |
εξετάζω, ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha esaminato la scena del crimine. Η αστυνομία ερεύνησε τον τόπο του εγκλήματος. |
αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È importante esaminare la situazione prima di prendere una decisione. |
επεξεργάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho analizzato il mio budget e deciso di spendere di meno. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'accusa ha interrogato il testimone. Ο κατήγορος εξέτασε τον μάρτυρα. |
αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il campione di minerale sarà esaminato da un geologo. Το δείγμα του ορυκτού θα αναλυθεί από γεωλόγο. |
αναλύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di firmare il contratto lo hanno esaminato e riesaminato più volte da cima a fondo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Για ώρες μετά, συνέχιζε να σκέφτεται ξανά και ξανά τι της είχε πει, αλλά ακόμα κι έτσι δεν έβγαζε νόημα. |
σκέφτομαι, αναλογίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha esaminato le sue possibilità e cosa fare in seguito. Ζύγισε τις επιλογές της και τις επόμενες ενέργειές της. |
αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιθεωρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il generale ha passato in rassegna le truppe del 552° battaglione. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore esaminò tutte le possibilità. Ο ντετέκτιβ εξέτασε όλες τις πιθανότητες. |
περνάω από έλεγχοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli uffici del governo devono vagliare attentamente tutti i nuovi assunti. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά στην παθητική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A fine anno, la scuola sottoporrà gli studenti a un esame inerente tutte le materie affrontate. |
παρατηρώ, παρακολουθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho osservato un uomo che camminava in strada. Παρακολουθούσα έναν άνδρα να περπατά στο δρόμο. |
επιθεωρώ, εξετάζω(προσεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Εξέτασε (or: επιθεώρησε) προσεκτικά το αυτοκίνητο πριν υπογράψεις τη φόρμα. |
ρίχνω μια ματιά σε κπ(medico) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il dottore visitò Fred e non riuscì a riscontrare alcun segno di frattura. |
εξετάζω(specifico: test orale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri l'insegnante ha interrogato i suoi studenti. Ο καθηγητής έβαλε χτες τεστ στους μαθητές του. |
σκέφτομαι σοβαρά, σκέφτομαι καλά
Juliet ha dovuto riflettere a fondo riguardo alla proposta di matrimonio di Romeo. Devo rifletterci bene prima di prendere una decisione. |
ψάχνω, αναζητώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stiamo analizzando dei modi per aumentare la nostra efficienza. Ψάχνουμε τρόπους να αυξήσουμε την αποτελεσματικότητά μας. |
τσεκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale) (καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo indagato sul ristorante per capire se poteva essere il luogo adatto per festeggiare il compleanno di Clive. |
εξετάζω, μελετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scienziato ha intenzione di studiare i risultati. Ο επιστήμονας θα εξετάσει (or: μελετήσει) τα αποτελέσματα. |
εξετάζω(medicina: con strumenti) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il medico sonda la ferita per vedere se ci sono segni di infezione. Ο γιατρός εξετάζει το τραύμα για να δει αν υπάρχουν σημάδια μόλυνσης. |
ερευνώ, διερευνώ, εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli investigatori tentarono di indagare la causa dell'incidente. Οι αστυνομικοί ερευνητές προσπάθησαν να διερευνήσουν την αιτία του ατυχήματος. |
αναλύω, εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se analizzi bene il suo ragionamento, capirai che presenta delle lacune. |
κοιτάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo scultore guardava la sua ultima creazione con orgoglio. Ο γλύπτης κοίταξε την τελευταία δημιουργία του με περηφάνια. |
συζητάω, συζητώ, κουβεντιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (με άλλους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αξιολογώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il capo esaminò il progetto per assicurarsi che ne fosse valsa la pena. Το αφεντικό αξιολόγησε το πρότζεκτ για να δει αν άξιζε τον κόπο. |
ελέγχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I sensori verificano la solidità delle fibre. Οι αισθητήρες θα ελέγξουν την αντοχή των ινών. |
εξετάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I politici hanno visionato l'area del disastro. Οι πολιτικοί εξέτασαν την περιοχή που έγινε η καταστροφή. |
συζητάω, συζητώ(κάτι, για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri del comitato hanno discusso i vantaggi di un rialzo delle tasse. Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων. |
εξετάζω, ελέγχω(με μηχάνημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η κλινική εξετάζει τις γυναίκες για να ελέγξει εάν έχουν καρκίνο του μαστού. |
πραγματοποιώ ακρόαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il giudice ascolterà la sua testimonianza martedì. Το δικαστήριο θα πραγματοποιήσει την ακρόαση της μαρτυρίας του την Τρίτη. |
αντιμετώπισηverbo intransitivo (letteratura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace il modo in cui questo libro tratta dei bambini. |
κοσκινίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatrice esaminò le informazioni che avevano raccolto cercando un indizio che potesse esserle sfuggito. |
εξετάζω, αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore ha cercato di esaminare tutti i fatti. |
τσεκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: ελέγχω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I rapinatori di banca hanno ispezionato l'edificio. |
επαναξιολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pochi anni dopo ha passato in rassegna le sue azioni e deciso che non si sarebbe mai più comportato così. |
μελετώ διεξοδικάverbo transitivo o transitivo pronominale Il comitato studierà le scoperte degli esperti. |
παρακολουθώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il supervisore controlla i nostri progressi. |
παρατηρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha osservato la sua faccia a lungo, e poi ha sorriso. Περιεργάστηκε το πρόσωπό του για πολύ ώρα και μετά χαμογέλασε. |
παρατηρώ, κοιτάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha perlustrato il ristorante per trovare il tavolo migliore. |
κοιτάζω καλά καλά, κοιτάζω από την κορφή μέχρι τα νύχια
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo ha guardato negli occhi e gli ha chiesto dov'era stato la sera prima. |
εξετάζω επιφανειακάverbo transitivo o transitivo pronominale L'autore non riesce mai a fare molto di più che esaminare superficialmente la vita. |
κοιτάζω προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale Se guardi attentamente, noterai i bei motivi sulle ali della farfalla. |
κάνω εξετάσεις για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ελέγχω εξονυχιστικά
|
εξετάζω προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξετάζω προσεκτικάverbo transitivo o transitivo pronominale L'agente esaminò la prova molto da vicino. |
κοιτάζω προσεκτικά κτ, εξετάζω προσεκτικά κτverbo Guardò da vicino la lapide e riuscì a giusto a vedere l'iscrizione sbiadita. |
εξετάζω κπ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
αναλύω κτ με τη λογική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ερευνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore ha esaminato ulteriormente l'indizio. Ο αστυνομικός ερεύνησε τα στοιχεία. |
πάω, προχωράωverbo intransitivo (καθομιλουμένη: σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Voglio passare a esaminare la questione del finanziamento del progetto. Θέλω να πάμε στην ερώτηση του πώς θα χρηματοδοτήσουμε αυτό το έργο. |
εξετάζω(scuola: test orale) (σε κτ, πάνω σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'insegnante ha interrogato i suoi studenti sulla Guerra Civile. Ο καθηγητής εξέτασε τους μαθητές του πάνω στον εμφύλιο πόλεμο. |
χτενίζω, σκαλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'investigatore esaminò accuratamente le prove in cerca di indizi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esaminare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του esaminare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.