Τι σημαίνει το esami στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης esami στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του esami στο Ιταλικό.
Η λέξη esami στο Ιταλικό σημαίνει εξετάσεις, εξέταση, εξέταση, έλεγχος, εξέταση, εξετάσεις, διαγώνισμα, εξέταση, τελική εξέταση, τεστ, εξέταση, ανάλυση, ψυχανάλυση, ανάλυση, σκέψη, ιατρική εξέταση, ανατομία, φύλαξη, αυτοσκόπηση, αυτοεξέταση, πίνακας, υπό εξέταση, με μια πιο προσεκτική εξέταση, SAT, εξονυχιστικός έλεγχος, παθολογοανατομική εξέταση, Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, προφορική εξέταση, εισαγωγικές εξετάσεις, αιματολογική εξέταση, διεξοδική εξέταση, εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωση, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, ιατρική εξέταση, προκαταρκτική εξέταση, αντίγραφο διαγωνίσματος, ανάλυση ούρων, γραπτό διαγώνισμα, απολυτήριες εξετάσεις, εξετάσεις δικηγορικού συλλόγου, εξέταση αίματος, πιο προσεκτική ματιά, διαγνωστική εξέταση, οφθαλμολογική εξέταση, συμπληρωματική ερώτηση, ιατρική εξέταση, πυελική εξέταση, απροειδοποίητο τεστ, αυτοαξιολόγηση, συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρηση, πρόβα εξετάσεων, απολυτήριες εξετάσεις, απολυτήριες εξετάσεις, εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίο, αυτοεξέταση, εξετάσεις για δίπλωμα, προφορική εξέταση, τυποποιημένη εξέταση, βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύλη, δερματικό τεστ, εις βάθος έρευνα, έχω διαγώνισμα, περνάω την εξέταση, αναλύω, προφορική εξέταση, προφορική εξέταση, στοχασμός, προβληματισμός, εξέταση επιχρίσματος αίματος, εξέταση όρασης, πιο προσεκτική ματιά, πρόχειρο διαγώνισμα, στοματική εξέταση, προφορικά, αποτυγχάνω, εξέταση, υπ' εξέταση, πρακτική, εξέταση, κολπική εξέταση, καταγράφω, εξετάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης esami
εξετάσειςsostantivo maschile (scuola, università) (τελικές) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) L'esame di algebra era difficile. Μας έκανε απροειδοποίητο διαγώνισμα Ιστορίας. |
εξέταση(medico) (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni anno torno in ospedale per un esame, per vedere se le mie condizioni migliorano. |
εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ci sarà un esame per tutti gli studenti alla fine del corso. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το διαγώνισμα που μας έβαλε η δασκάλα στα μαθηματικά ήταν πολύ δύσκολο. |
έλεγχοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ha intrapreso un esame accurato della sicurezza informatica dell'azienda. Ανέλαβε να κάνει διεξοδικό έλεγχο της ασφάλειας των υπολογιστών της εταιρείας. |
εξέταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha raccolto il fiore per un esame più da vicino. |
εξετάσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Gli studenti di medicina devono superare l'esame prima di iniziare ad esercitare. |
διαγώνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho un compito di tedesco oggi, spero di prendere un bel voto. Σήμερα έχω τεστ στα γερμανικά, κι ελπίζω να πάρω καλό βαθμό. |
εξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'esame dell'indizio da parte delle forze dell'ordine era inadeguato. Η εξέταση των αποδεικτικών στοιχείων από τις αστυνομικές δυνάμεις ήταν ανεπαρκής. |
τελική εξέτασηsostantivo maschile (πριν την αποφοίτηση) La scorsa settimana ho sostenuto l'esame finale di chimica. Έγραψα το τελικό διαγώνισμα χημείας την περασμένη εβδομάδα. |
τεστ(generico) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Αύριο θα γράψετε διαγώνισμα πάνω σε όσα μάθατε αυτό το εξάμηνο. |
εξέταση(medica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il medico ha indirizzato il paziente da uno specialista per una visita più accurata. Ο γιατρός παρέπεμψε τον ασθενή σε έναν εξειδικευμένο γιατρό για μια πιο λεπτομερή εξέταση. |
ανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I risultati delle analisi non hanno evidenziato la presenza di tossine. Τα αποτελέσματα της ανάλυσης δεν ανέφεραν την παρουσία καμίας τοξίνης. |
ψυχανάλυση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ricerca ha dimostrato un pregiudizio a favore del comportamentismo e contro la psicoanalisi. |
ανάλυση(λεπτομερειακή εξέταση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Decideremo soltanto dopo un'attenta analisi del problema. Θα καταλήξουμε σε μια απόφαση μόνο μετά από προσεκτική ανάλυση του προβλήματος. |
σκέψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo aver riflettuto un po' sulla proposta di Alistair, Greta lo respinse. Μετά από λίγη σκέψη για την πρόταση του Άλιστερ, η Γκρέτα τον απέρριψε. |
ιατρική εξέταση
|
ανατομία(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'esperto di economia ha scritto un libro intitolato "Un'analisi minuziosa della crescita economica a Pechino". |
φύλαξη(polizia) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'osservazione attenta del sospettato può portare a nuovi indizi. |
αυτοσκόπηση, αυτοεξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πίνακας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπό εξέταση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) È in esame una nuova strada per snellire il traffico. I vostri suggerimenti vengono presi in esame. |
με μια πιο προσεκτική εξέταση
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
SATsostantivo maschile (USA: università) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Il SAT è un test largamente utilizzato per le ammissioni nei college degli Stati Uniti. Η εξέταση SAT χρησιμοποιείται ευρέως στις Ηνωμένες Πολιτείες όσον αφορά την εισαγωγή στα πανεπιστήμια. |
εξονυχιστικός έλεγχοςsostantivo maschile La proposta venne sottoposta a un esame minuzioso prima di essere approvata. Η πρόταση πέρασε από εξονυχιστικό έλεγχο προτού εγκριθεί. |
παθολογοανατομική εξέτασηsostantivo maschile (ιατρική) |
Γενικό Πιστοποιητικό Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσηςsostantivo maschile (UK) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Gli studenti dell'Inghilterra, del Galles e dell'Irlanda del Nord fanno gli esami finali della scuola superiore in diverse materie. |
προφορική εξέταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Domani alle 7:30 ho l'esame orale. |
εισαγωγικές εξετάσειςsostantivo maschile Per essere idonei, bisogna sostenere un esame di ammissione. |
αιματολογική εξέταση
Il suo esame del sangue ha evidenziato un alto livello di colesterolo. Η αιματολογική εξέτασή του έδειξε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. |
διεξοδική εξέτασηsostantivo maschile Abbiamo fatto un esame approfondito al cane ma non abbiamo trovato pulci. Περάσαμε τον σκύλο από διεξοδική εξέταση, αλλά δε βρήκαμε ψύλλους. |
εξετάσεις/διαγώνισμα σε γραφή και ανάγνωσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutti gli studenti devono superare un esame di lettura e scrittura di base prima di essere accettati nel corso. |
προφορική εξέτασηsostantivo maschile Molti insegnanti di lingua straniera tengono esami orali per verificare la padronanza dello studente nella lingua parlata. |
προφορική εξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ιατρική εξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non fu ammesso al servizio militare perché non ha passato l'esame fisico. |
προκαταρκτική εξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli esami preliminari indicano che il paziente ha un semplice esaurimento. In ogni caso, dovrebbero essere effettuati degli ulteriori controlli per escludere altre cause. Οι προκαταρτικές εξετάσεις έδειξαν ότι ο ασθενής υποφέρει απλά από εξάντληση. Ωστόσο, περαιτέρω εξετάσεις θα διενεργηθούν προκειμένου να αποκλειστούν άλλα αίτια. |
αντίγραφο διαγωνίσματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Alcuni studenti sono entrati in possesso del testo dell'esame in anticipo e lo hanno venduto. |
ανάλυση ούρων
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti droghe illegali possono essere identificate tramite l'esame delle urine. |
γραπτό διαγώνισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'esame consiste in tre prove scritte e una prova orale. // Lydia ha superato la prova scritta di teoria ma non ha passato l'esame di guida. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το διαγώνισμα αποτελείται από τρία γραπτά διαγωνίσματα και ένα προφορικό. Πέρασε το γραπτό διαγώνισμα αλλά κόπηκε στο τεστ οδήγησης. |
απολυτήριες εξετάσειςsostantivo maschile (Regno Unito) È stato bocciato all'esame di maturità di livello avanzato e non è potuto andare all'università. |
εξετάσεις δικηγορικού συλλόγουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Anche dopo essersi laureati in legge non si può praticare finché non si passa l'esame da avvocato. |
εξέταση αίματοςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un checkup medico annuale comprende tipicamente un esame del sangue. |
πιο προσεκτική ματιά(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαγνωστική εξέτασηsostantivo maschile La risonanza magnetica è un esempio di un esame diagnostico. |
οφθαλμολογική εξέτασηsostantivo maschile |
συμπληρωματική ερώτησηsostantivo maschile |
ιατρική εξέτασηsostantivo maschile |
πυελική εξέτασηsostantivo maschile (medico) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απροειδοποίητο τεστ(generico) Se avessi fatto tutti i compiti avrei fatto bene il test a sorpresa di oggi. |
αυτοαξιολόγησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'è un test di autovalutazione alla fine di ciascuna unità del libro. |
συστηματική ανασκόπηση, συστηματική αναθεώρηση
|
πρόβα εξετάσεωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απολυτήριες εξετάσεις(UK: tipo di maturità) (από το λύκειο) |
απολυτήριες εξετάσειςsostantivo maschile |
εξέταση πτυχίου, εξέταση για το πτυχίοsostantivo maschile (università di Cambridge) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτοεξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εξετάσεις για δίπλωμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προφορική εξέτασηsostantivo maschile |
τυποποιημένη εξέτασηsostantivo maschile |
βιβλίο που αποτελεί την εξεταστέα ύληsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δερματικό τεστsostantivo maschile (per la verifica delle allergie) |
εις βάθος έρευνα
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έχω διαγώνισμαverbo transitivo o transitivo pronominale (istruzione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Devo fare un test di biologia la settimana prossima. |
περνάω την εξέτασηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Una volta che avrai passato l'esame, ti verrà consegnato un diploma. |
αναλύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È importante esaminare la situazione prima di prendere una decisione. |
προφορική εξέτασηsostantivo maschile L'esame orale consiste nella difesa della tesi di dottorato davanti ai supervisori. |
προφορική εξέτασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στοχασμός, προβληματισμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
εξέταση επιχρίσματος αίματοςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξέταση όρασηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Per rinnovare la patente non deve fare un nuovo esame di guida, basta che faccia un esame della vista che dimostri all'ispettore che ci vede ancora abbastanza da guidare. |
πιο προσεκτική ματιά(σε κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόχειρο διαγώνισμα(USA, prima della laurea) |
στοματική εξέτασηsostantivo maschile Un esame della bocca fatto dal dentista mostrò che avevo bisogno di due otturazioni. |
προφορικά(καθομιλουμένη) Elisabeth non ha passato l'esame di francese. |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'insegnante disse a Marge che non avrebbe passato l'esame se non avesse studiato di più. |
εξέταση(scuola, università) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Devo fare ancora due prove scritte e poi avrò terminato con gli esami. Έχω να γράψω άλλα δύο διαγωνίσματα και μετά τελειώνω με τις εξετάσεις μου! |
υπ' εξέτασηlocuzione aggettivale (sotto severa osservazione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πρακτική
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho fatto bene il test scritto ma non quello pratico. |
εξέτασηsostantivo maschile (συχνά πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si laureerà quando passerà gli esami pluridisciplinari. |
κολπική εξέτασηsostantivo maschile Sarah andò dal medico per un esame ginecologico perché aveva un ciclo abbondante. |
καταγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I geologi prenderanno in esame i dati sismici e li interpreteranno per te. |
εξετάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά στην παθητική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A fine anno, la scuola sottoporrà gli studenti a un esame inerente tutte le materie affrontate. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του esami στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του esami
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.